frear

Το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο – της Εριφύλης Κανίνια

To πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν ένα έλατο – όχι αληθινό αλλά ψηλό και πολύ φουντωτό. Η μαμά το κουβάλησε μόνη της στις σκάλες και το τοποθέτησε σε μια γωνιά του σαλονιού, αφού παραμέρισε μια πολυθρόνα.

Η μαμά ήταν πολύ χαρούμενη, γιατί και για την ίδια ήταν το πρώτο της χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τα χρόνια που ήταν παιδί, πριν από τον πόλεμο, φαίνεται ότι δε στόλιζαν δέντρο στο σπίτι της. Ύστερα ήρθε η Κατοχή και ο εμφύλιος και τα αλλεπάλληλα πένθη στο σπίτι.

Αργότερα η μαμά παντρεύτηκε και ταξίδεψε στο εξωτερικό. Εμάς μας φρόντιζαν η γιαγιά Μαριγούλα, ο θείος Παύλος, η Δέσποινα και η Πόπα. Αυτά τα Χριστούγεννα ήταν τα πρώτα αφότου επέστρεψε – ήταν τα πρώτα στο κανονικό της σπίτι.

Μαζί με το έλατο η μαμά είχε αγοράσει και στολίδια: γυάλινες μπάλες σε όλα τα χρώματα, μικρές και μεγάλες, σφαιρικές ή ημισφαιρικές με κοίλο το άλλο μισό τους, απ’ όπου έβγαινε μια σχεδόν δαιμονική λάμψη. Είχε αγοράσει ακόμα και γούνινα μαύρα καλικαντζαράκια με κόκκινα μάτια και ψάθινο καπελάκι που κρατούσαν μικροσκοπικά χάλκινα κρόταλα.

Η πιο μαγική μπάλα ήταν για την κορυφή του έλατου: ήταν πράσινη και χρυσή, σφαιρική με μια μεγάλη ασημένια προεξοχή, όπου είχε κουρνιάσει ένα λεπτεπίλεπτο ροζ αγγελάκι. Η μαμά την ξετύλιξε με μεγάλη προσοχή και μου την έδωσε να την κρατήσω «Πρόσεχε πολύ» μου είπε «μη σπάσει στα χέρια σου». Ύστερα έσκυψε και με φίλησε. Ήταν τόσο μαλακό και τρυφερό το φιλί της. Όμως η μαμά σπάνια μας φιλούσε.

Τη νύχτα των Χριστουγέννων αντήχησαν οι πρώτες καμπάνες. Δε σηκώθηκα από το κρεβάτι, κρύωνα, αλλά η γιαγιά από το διπλανό δωμάτιο φαίνεται ότι ετοιμαζόταν να πάει στην εκκλησία.
Άκουσα τη γιαγιά να κλείνει προσεχτικά την πόρτα, γύρισα από το άλλο πλευρό κι απέναντί μου, πολύ κοντά μου, δυο γυαλιστερά πράσινα μάτια με κοίταζαν ασάλευτα. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου λουσμένη στον ιδρώτα. Όταν τα ξανάνοιξα, τα μάτια είχαν φύγει. Από το σαλόνι ακούγονταν κάποιος θόρυβος. «Χορεύουν τα καλικαντζαράκια» σκέφτηκα «τώρα θα έρθουν να με πάρουν». Θυμάμαι ότι ανησύχησα για τον αδερφούλη μου. Ήταν μικρότερός μου, ούτε τριών χρόνων ακόμη. Τον ζήλευα για τα κατάξανθα μαλλάκια του, όταν η Πόπα τον χτένιζε τυλίγοντας τις μπούκλες του γύρω απ’ το δάχτυλό της. Κάποια σκιά κινήθηκε δίπλα στο κρεβάτι μου, ένιωσα μια λαχανιασμένη ανάσα στο αυτί μου, είδα πάλι τα πράσινα μάτια να με κοιτάνε με μίσος και κουκουλώθηκα τρέμοντας. «Μη με πάρεις» σκέφτηκα «μη με πάρεις».

Το παράξενο είναι ότι αμέσως μετά αποκοιμήθηκα. Πάντως δε φώναξα ούτε έτρεξα να χωθώ στο κρεβάτι της Πόπας απέναντι. Το πρωί, αργά, με ξύπνησε η μυρωδιά της ψητής κότας. Σηκώθηκα, έκανα το σταυρό μου, κοίταξα κάτω απ’ το κρεβάτι, ντύθηκα και πήγα στο σαλόνι. Βρήκα τη μαμά πεσμένη στα γόνατα να μαζεύει μερικές σπασμένες μπάλες. “Πάλι μπήκε αυτό το σκυλί” αναστέναξε λυπημένη. Ένα κρεμασμένο καλικαντζαράκι που γελούσε με το στόμα ορθάνοιχτο περιστράφηκε αργά προς το μέρος μου. «Η γιαγιά δεν έκλεισε, φαίνεται, καλά την πόρτα καθώς έφευγε για την εκκλησία και μπήκε μέσα η Σπίθα της κυρίας Ουρανίας. Έκανε άνω-κάτω το σαλόνι κι έσπασε και μερικές μπάλες. Πρόσεχε τα ποδαράκια σου, μη πατήσεις τα γυαλιά».


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη