frear

Το ασημόδεντρο – της Μαρίας Τζιαούρη Χίλμερ

Θα ήμουν γύρω στα εφτά ή οκτώ, τέλη της δεκαετίας του ’70. Μέρες Δεκεμβρίου, μ’ έναν ήλιο με δόντια, με βροχές, αλλά ποτέ με χιόνια στην πόλη. Στην πόλη που μας «φιλοξενούσε» μετά την εισβολή του ’74. Στο σπίτι που νοικιάζαμε και μέναμε όλοι, που «φιλοξενούσαμε» την γιαγιά και τον παππού, που πριν μερικούς μήνες έφυγαν από το χωριό στα κατεχόμενα και ήρθαν στην ελεύθερη Κύπρο. Δεν ήταν πια εγκλωβισμένοι, ήρθαν στη Λεμεσό για να εγκλωβιστούν εδώ.

Θυμάμαι τη γιαγιά μου ν’ αγωνίζεται να φτιάξει έξω τον δανεικό κήπο σαν τον δικό της, αυτόν που άφησε πίσω. Ο παππούς με τα εκφραστικά πράσινα μάτια να κάθεται στην αναπηρική καρέκλα μετά το εγκεφαλικό και να κοιτάει στο κενό χωρίς να μιλάει. Την μιλιά και τη θωριά του την άφησε και αυτός πίσω. Στα κατεχόμενα. Θυμάμαι ακόμα έντονα και τον πατέρα μου εκείνα τα χρόνια να καπνίζει αρειμανίως τα κόκκινα Dunhill, τρία πακέτα την ημέρα και την μητέρα μου να φροντίζει με κάθε τρόπο να μην μας λείψει τίποτα. Και πιο πολύ τα Χριστούγεννα. Μελομακάρονα, κουραμπιέδες, παραδοσιακά κουλούρια του χωριού μας. Και χειροποίητα στολίδια για να στολίσουμε το δέντρο. Το ασημόδεντρο.

Θυμάμαι χρόνια την μητέρα μου να ταξιδεύει πάντα στη φύση, στα βουνά και τα λαγκάδια για να μαζέψει άγρια κρινάκια, αγριολούλουδα, κουκουναριές, κλαδιά μικρά και μεγάλα κι όλα τούτα τα φυσικά δώρα να τα μετατρέπει στο σπίτι σε έργα τέχνης, της ιαπωνικής ανθοδετικής. Και το σπίτι στολιζόταν με Ικεπάνα ολόχρονα. Χειμώνα-καλοκαίρι. Μα τα Χριστούγεννα η μητέρα μου έψαχνε περισσότερο για μεγαλύτερα κλαδιά δέντρων, που νέκρωσαν για να τα φέρει στο σπίτι με περίσσια προσοχή και να τα τοποθετήσει στο πιθάρι που έφεραν από την Καρπασία. Ένα από τα μετρημένα στα δάκτυλα οικογενειακά μας κειμήλια, που του΄λαχε να σωθεί στον πόλεμο και να βρεθεί κι αυτό φιλοξενούμενο στο σπίτι μας. Και τα μεγάλα κλαδιά έβρισκαν τη θέση τους στο πιθάρι και ντύνονταν γιορτινά με ασημόχαρτο ένα προς ένα. Έπειτα εγώ και οι αδελφές μου περνούσαμε μέσα από τα κλαδιά του τα χριστουγεννιάτικα στολίδια και τα λαμπιόνια και για φινίρισμα στο τέλος πετούσαμε στο ασημόδεντρο άσπρο βαμβάκι, για να μοιάζει το δέντρο μας χιονισμένο.

Με θυμάμαι να ξαπλώνω ανάσκελα στη άσπρη φλοκάτη και να κοιτάω ανάποδα το ασημόδεντρο, το δικό μας χριστουγεννιάτικο δέντρο που με κοιτούσε λυπημένο. Κι αναρωτιόμουνα, γιατί να μην έχουμε ένα πράσινο ζωντανό δέντρο να στολίσουμε τα Χριστούγεννα. Τότε με περιέργεια παιδική έθετα τούτη την απορία στη μητέρα μου:

– Γιατί να νεκρώσουμεν έναν ζωντανόν δέντρον κόρη μου τζαι να μην δώσουμεν ζωήν στα νεκρά κλαδκιά τζαι να τα ντύσουμεν γιορτινά; μου αποκρινόταν η μητέρα.

-Μα είναι λυπημένο τζαι ψεύτικον τούτον το ασημόδεντρον μάμα, της απαντούσα πεισματικά.

– Μεν έσσιεις έννοιαν κόρη μου, τζαι του χρόνου εν να πάμεν πίσω στα χωρκά μας τζαι στα δέντρα μας τα ζωντανά, τζαι εννά γιορτάσουμεν τζει κάτω τα Χριστούγεννα. Ούλλοι μαζί. Δαμαί είμαστε «φιλοξενούμενοι» κόρη μου.

Και τελειώνοντας τη φράση της έβλεπα να κυλάνε στα μάγουλά της τα δάκρυα, αυτά που δεν μπόρεσα ποτέ να της σκουπίσω με τα γέλια και την χαρά ενός παιδιού που γεννήθηκε στα κατεχόμενα, αλλά μεγάλωσε φιλοξενούμενο στην ελεύθερη Κύπρο. Ελεύθερο. Κι ακόμα μετά από σαράντα κάτι χρόνια ούσα φιλοξενούμενη στη Λεμεσό θυμάμαι το ασημόδεντρο της παιδικής μου ηλικίας, αισθάνομαι συνειδητά ή ασυνείδητα τον πόνο της προσφυγιάς και οι πηγές των δακρύων μου άδειασαν από τότε.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη