frear
15th April 1930: Two women playing on their home-made see-saw, on a beach breakwater. (Photo by Topical Press Agency/Getty Images)

Συνθήκη ωριμότητας. Για τη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου, «Τραμπάλα» – γράφει ο Χρήστος Βασματζίδης

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, Τραμπάλα, Μελάνι, Αθήνα 2016.

Η προσεκτική ανάγνωση πεζογραφημάτων συνήθως συμπυκνώνεται σε κάποια αίσθηση, την οποία καλείται ο αναγνώστης να αναγνωρίσει. Είναι η τελευταία εκείνη εντύπωση που μορφοποιείται άμεσα με το κλείσιμο της τελευταίας σελίδας του βιβλίου. Στην περίπτωση της Τραμπάλας σε πραγματολογικό επίπεδο, μένει μία αίσθηση ακουστικότητας, προφορικότητας των κοινοποιούμενων διηγημάτων. Οι αφηγήσεις ακολουθούν το πρότυπο του προφορικού συνεχούς, του λόγου δηλαδή που μιλιέται και που απευθύνεται για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Δεν παραβλέπουμε όμως ότι πρόκειται για μία μορφή πρόζας, άρα γραφής, η οποία εκ των πραγμάτων, εγκλωβίζεται σε συγκεκριμένη διαδικασία δύο χρόνων: στον πρώτο χρόνο η έκφραση του ίδιου του δημιουργού, η συγγραφή, η ανάγκη του δηλαδή για επικοινωνία και σε δεύτερο χρόνο η πρόσληψη αυτής της έκφρασης από τον αναγνώστη, ο οποίος ως ένα είδος ερμηνευτή θα έρθει να αποκωδικοποιήσει το κείμενο και να απελευθερώσει τη δυναμική του, να απελευθερώσει τη σκέψη του συγγραφέα.

Γιατί όμως γίνεται η παραπάνω επισήμανση; Γιατί συνήθως η αίσθηση της αμεσότητας, της προφορικότητας του κοινοποιούμενου λόγου, χάνεται στις διάφορες μορφές πρόζας, ακόμα και αν χρησιμοποιούνται εκτεταμένοι διάλογοι, σύνθετες προσωπικότητες και εναλλασσόμενες σκηνές ψυχών ή τόπων.

14925495_10207337846857739_6961656936101031472_nΣτα διηγήματα της Τραμπάλας όμως συμβαίνει να επιτυγχάνεται η αφηγηματική αμεσότητα, εκείνη δηλαδή η χροιά γραφής που θέλει τον αναγνώστη ελεύθερο, που δεν σκάπτει για να βρει ψυχολογικές συνδέσεις, που τέλος αισθάνεται ότι θα μπορούσε ο ίδιος να αφηγηθεί την ιστορία. Μία επισήμανση που πρέπει να γίνει εδώ είναι ότι στα διηγήματα που παρουσιάζονται, οι ήρωες αναπτύσσουν τον εσωτερικό τους κόσμο, τα ψυχικά και συναισθηματικά βιώματα, ενώ η εμπειρική πραγματικότητα παραμένει το φόντο όπου ξεδιπλώνονται οι ψίθυροι ή οι κραυγές του ψυχισμού. Η αφήγηση αφορά κατά πρώτο λόγο τo «εγώ» ως προσωπικότητα, κυρίως ηττημένο από την πραγματικότητα ή σε θέση άμυνας απέναντί της, και όχι το «εγώ» ως πληροφορία, όχι ως ενέργεια, όχι ως υποκείμενο ηρωισμού που στο τέλος θα την καταστείλει. Υπό αυτή την άποψη τα διηγήματα του Γκέζου έχουν κάτι από τα αντιηρωικά μυθιστορήματα του μεταμοντερνισμού. Γίνεται κατανοητό λοιπόν πόση μεγάλη σημασία έχει η τεχνική της γραφής, όταν αυτές οι ψυχικές ιδιοτροπίες των ηρώων, ακουμπούν τον αναγνώστη «προφορικά», άμεσα και ελεύθερα.

Ο συγγραφέας συμπεριφέρεται στα διηγήματά του «χειροτεχνικά». Πλάθει τις ιστορίες με μακροπερίοδες προτάσεις, ενσωματώνει τους διαλόγους στην αφήγηση, χωρίς να χρησιμοποιεί τα απαραίτητα τουλάχιστον σημεία στίξης, με αποτέλεσμα να δίνεται μία νευρικότητα στην αφηγηματική δράση. Αποτέλεσμα αυτής της νευρικότητας είναι ακριβώς η αβίαστη έλξη του αναγνώστη στο βιωματικό τοπίο του ήρωα. Και αν η αφήγηση πάνω απ’ όλα έχει να κάνει με την υπομονή και το άπλωμα του χρόνου και του χώρου, ώστε να αποδώσει τη μέγιστη δυνατή ωφέλειά της, που είναι η μετάδοση της ιστορίας και της εμπειρίας ή ακόμη και η επισύναψη μίας κατακλείδας ως ηθικής αρχής ή πρακτικής οδηγίας (όπως στα παραμύθια), η μικρή γραπτή φόρμα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, δηλαδή η ολιγοσέλιδη διηγηματική μορφή, εξυπηρετεί τη συμπύκνωση της αφήγησης, χωρίς να καταπίπτει σε μία απλή μετάδοση «πληροφορίας» ή μία απλή περιγραφή κατάστασης. Ο αναγνώστης δε χάνει τη δυνατότητα να εισδύσει στη δυστοπική πολλές φορές πραγματικότητα των ηρώων. Ο δε προχωρημένος αναγνώστης θα βρει στις υπερρεαλιστικές εικόνες του συγγραφέα, ένα ακόμη μέσο της άμεσης μεταδοτικότητας του ψυχικού βάθους των ηρώων, το οποίο καλούμαστε να προσεγγίσουμε, με σίγουρο τίμημα την πρόκληση συγκίνησης.

Δεν παραλείπεται από τα διηγήματα ακόμη και η ποιητική διάθεση αντιμετώπισης της κοινοποιούμενης ιστορίας, άλλωστε το διήγημα «Σκαντζόχοιρος» π.χ. έχει και την ομώνυμη ποιητική του εκδοχή. Ποίηση ενυπάρχει στην αλληλουχία της αφήγησης, χωρίς να αλλοιώνεται η τελική μορφή του νοήματος, «…όλη η σφαίρα των δραστηριοτήτων μου περιορίζεται στο βεληνεκές των χεριών μου: υπάρχω μέχρι εκεί που φτάνουν τα χέρια μου! διηθώ το είναι μου σε ένα βιβλίο, στα πλήκτρα του υπολογιστή, στον διακόπτη του ραδιοφώνου, σε ένα πιάτο και στα περιεχόμενά του, αλλά ακόμη κι αυτά εξατμίζονται υπό τον βρασμό της αϋπνίας ή πιο σωστά εξαϋλώνονται...», λέει ο αφηγητής-ήρωας στο σπαρακτικό διήγημα της συλλογής με τίτλο «Ο μόνος πόνος».

Εν τέλει έχω την εντύπωση ότι η επιτυχία της αφήγησης του Γκέζου συνίσταται και σε ένα άλλο στοιχείο που ελλείπει από πολλές μορφές πεζογραφημάτων, στην αυθεντία. Ο συγγραφέας δε φοβάται να προβάλλει τους αντιηρωικούς χώρους των πρωταγωνιστών του, ούτε φοβάται να αναμετρηθεί με τη μελαγχολία τους, να κάνει τη μοναξιά απαραίτητο στοιχείο της υπόστασής τους. Η κατάθλιψη εμφανίζεται σε κάποιους απ’ αυτούς, ενώ άλλοι φλερτάρουν και πραγματώνονται ως προσωπικότητες με την αυτοκτονία. Οι ήρωές του δεν είναι αποστειρωμένοι, ψυχρές αντανακλάσεις του ηρωικού παρελθόντος. Περνούν το σήμερα της κρίσης, της υποταγής των αξιών σε μία αδυσώπητη οχλαγωγία, μπερδεμένοι και ανυπεράσπιστοι, με μία κλονισμένη πίστη σε ό,τι θεωρούν αυτοί ότι πρέπει να πιστεύουν, ακόμη και αν πρόκειται για ένα λουλούδι, ως σύμβολο της αναπλήρωσης μιας απώλειας, όπως συμβαίνει στο διήγημα με τίτλο «Το κλεμμένο λουλούδι».

Στέκομαι με πραγματική συγκίνηση απέναντι στους ηττημένους ήρωες του συγγραφέα, που μετρούν απώλειες, που προσδιορίζονται από τις ψυχικές καθηλώσεις και όχι τις ψυχικές ανατάσεις, που έχουν ανάγκη από καταγωγή και όχι από προορισμό, που έχουν φόβο βαθύ μέσα τους και αγωνία να μη γίνουν αυτό που τελικά υπονοούν ότι ήδη είναι.

«Οι σατανάδες έχουν φύγει, αλλά ο φόβος έμεινε. Ο φόβος πάντα μένει. Ένας άνθρωπος μπορεί να καταστρέψει τα πάντα μέσα του, την αγάπη και το μίσος και την πίστη, ακόμα και την αμφιβολία όσο ζει, ωστόσο, δεν μπορεί να καταστρέψει το φόβο, που διαποτίζει το είναι του, που χρωματίζει τις σκέψεις του, που παραφυλάει στην καρδιά του…», έλεγε ο Τζόζεφ Κόνραντ.

Η θλίψη και η πνευματικότητα που απορρέει απ’ αυτήν, γίνεται κοινοποιούμενη ιστορία. Όπως πολύ παλιά στο Μεσαίωνα το κρεβάτι του θανάτου έμοιαζε με αρχοντικό τόπο συγκέντρωσης, έτσι και στην μεταμοντερνική εκδοχή της κοινωνίας η μελαγχολία και η απομόνωση δεν απωθούνται από την άμεση αντίληψη, αλλά γίνονται γνώρισμα της βιωμένης ζωής. Στην μοναξιά βρίσκεται το αλησμόνητο και ό, τι δεν ξεχνιέται παραμένει αυθεντικό, άρα και κοινοποιήσιμο.

14915533_10209954981127726_939025070803600814_nΔέκα διηγήματα, δυνατές αφηγήσεις. Προκαλούν έντονες ψυχικές δονήσεις όπως οι δονήσεις που προκαλούνται από την ταχύτητα του τρένου, στα μηνίγγια του ακουμπισμένου κεφαλιού στο τζάμι, όπως είναι ο τίτλος του πρώτου διηγήματος της συλλογής. Μια επιθυμία για λύση του γρίφου της ζωής, που δε μας δίνεται έτοιμη όπως το τρένο που ο ήρωας το ζηλεύει γιατί «τρέχει ολοένα μπροστά, στιβαρά και σίγουρα […] Κανένας δεν μπορεί να το αγγίξει […] Κι ούτε αγχώνεται, γιατί το δρόμο του τον έχουν φτιάξει άλλοι για εκείνο, έτοιμο».

Η οικτρή κατάσταση ανθρώπων, θυμάτων της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης των τελευταίων ετών, αντικατοπτρίζεται ως νόσημα απανθρωπιάς εύκολα μεταδιδόμενου, υποστηριζόμενο από την επιθυμία του ήρωα να κατουρήσει για πλάκα στο απλωμένο χέρι του άρρωστου ζητιάνου με το σχεδόν σαπισμένο πόδι, στο διήγημα με τίτλο «Η μύγα». Η αθλιότητα του κόσμου, του άλλου κόσμου, μας κάνει να αισθανόμαστε ασφαλείς αναζητώντας στο τέλος τη μητέρα, αναζητώντας την καταγωγή.

Ακόμη και η τόσο σπαρακτική Κραυγή, ως συμβολική μορφή απόγνωσης στον περίφημο και διάσημο πίνακα του Μουνκ («αυτού του τόσο καταξεσκισμένου από την ποπ κουλτούρα δημιουργήματος, που μπορούσες να το πετύχεις ακόμα και σε σώβρακο αιώνιου φοιτητή») ειρωνικά απομαγεύεται από τον συγγραφέα, στο διήγημα με τίτλο «Το χασμουρητό». Και αν το χασμουρητό είναι η σωματοποιημένη μορφή της ανίας, η ανία με τη σειρά της είναι το απόγειο της πνευματικής χαλάρωσης, όπως έγραφε και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, απαραίτητη ωστόσο για την εμπέδωση της εμπειρίας. Το χασμουρητό εκφράζει μία άλλη στάση ζωής απέναντι στα πράγματα, άρα απέναντι και στον θάνατο, αφού όπως λέει ο γιος του αφηγητή, λίγα λεπτά μετά το κλείσιμο του φέρετρου «ρε μάνα, μου φάνηκε πως είδα τον μπαμπά να χασμουριέται».

Η πραγματικότητα που «θα μπορούσε να ήταν αλλιώς», που «η ευτυχία κβαντώνεται», οδηγεί τον απελπισμένο και ηττημένο άνθρωπο στο σημαντικό για τη μικρότητά του τελευταίο βήμα. Ίσως να είναι και το μόνο βήμα, πριν την αιώρηση από την τρίχινη γραβάτα, που νοηματοδοτεί την ελευθερία της βούλησης. Εδώ ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στον υπαρξισμό του Καμύ. Αποκαλύπτει ότι η ανθρωπότητα, η πραγματικότητα στέκεται παγερά αδιάφορη απέναντι στο άτομο. Το οποίο στο τέλος παραδέχεται ότι «πολύ απλά δεν μπορεί και δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τον κόσμο που του έτυχε, είναι λίγος και μικρός και είναι μόνο τριάντα τρία». Συμβολικός αριθμός, αριθμός θανάτου. Το διήγημα «Τραμπάλα» που ονοματοδοτεί και τη συλλογή, διαβάζεται σα γράμμα πριν το τέλος. Είναι το διήγημα της μιας ανάσας και της μιας τελείας.

Και αν στην «Τραμπάλα» η πραγματικότητα συνθλίβει τον ήρωα, στο κορυφαίο για μένα διήγημα «Ο μόνος πόνος», ο ήρωας-ασθενής στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, ομολογεί το φόβο του, αυτόν που ποτέ δεν θα μπορέσουμε στ’ αλήθεια να ξεριζώσουμε από μέσα μας, το φόβο του θανάτου: «…δεν θέλω να πεθάνω σε κανένα χώρο και σε κανένα χρόνο και με κανέναν τρόπο, το λέω ευθέως και δεν ντρέπομαι, φοβάμαι, είναι αυτός ο μεγαλύτερος βρόχος της ύπαρξης, το αιώνιο σύννεφο που είναι καρφωμένο πάνω από το κεφάλι σου και στέκει εκεί μαύρο και φουσκωμένο…».

Στην αρχή μίλησα για την αίσθηση της προφορικότητας που μένει μετά την ανάγνωση και αφορά το πραγματολογικό στοιχείο της συλλογής. Σημασιολογικά όμως τι μένει πίσω απ’ αυτή τη γραφή; Πίσω από τις γραμματοσειρές. Το τέλος της ελπίδας; Η θλίψη που εισχωρεί δηλητηριώδης στη συνείδηση και την οδηγεί σε παραίτηση; Η τρέλα; Νομίζω ότι μένει μία συνθήκη ωριμότητας, που σημαίνει την αποδοχή του κόσμου των απωλειών, την αποδοχή της αιωνιότητας όχι ως ψυχαναγκαστικού φαινομένου, αλλά ως μία αίσθηση άφθαρτης υπομονής. Η συμφιλίωση με τη γνώση ότι η μετοίκησή μας στον κόσμο των φαινομένων είναι πρόσκαιρη και εφήμερη. Ότι ετούτος ο χρόνος ο μικρός και αδυσώπητος δε μας δίνεται για αποταμίευση. Ας τον ξοδέψουμε χορεύοντας, όπως λέει ο Όντεν στην Ηχώ του θανάτου, «χόρευε ώσπου τ’ αστέρια να γκρεμιστούν μαζί με τα δοκάρια της σκεπής».

[Το κείμενο αναγνώστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στις 9 Νοεμβρίου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρούπολης. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

14947599_10207337827577257_6129925988849957_n

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη