«Η ηλεκτρονική δημοσίευση είναι τίποτα, σαν να μην έγινε ποτέ», μου λέει νεαρός ποιητής και με κοιτάζει κατάμουτρα: «δημοσιεύω μόνο σε έντυπα περιοδικά». Δεύτερη ή τρίτη φορά μέσα σε λίγες μέρες, δέχομαι την ίδια αποστομωτική απάντηση από εικοσάρηδες ποιητές που αρνούνται την ηλεκτρονική ανάρτηση των ποιημάτων: η ανάρτηση γι’ αυτούς δεν αποτελεί δημοσίευση.
Έχουν δει τα αδελφάκια τους να ξεκατινιάζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κι ακόμα χειρότερα τους γονείς τους να ανταλλάσσουν ερωτικά στιχάκια με εικονικούς φίλους και έχουν πάρει τις αποστάσεις τους. Έχουν δει τις παιδικές τους φωτογραφίες να δημοσιοποιούνται για να ικανοποιήσουν τη συναισθηματική πορνογραφία των μητέρων τους Ο κόσμος δεν είναι η εικονική πραγματικότητα που λάτρεψαν οι γονείς τους, οι εικονικοί φίλοι είναι δυο φορές ξένοι. Κουβαλούν τους Δαιμονισμένους και τον Δον Κιχώτη στο μπαρ, σε πάρκα και σε τρένα: αγαπούν την αργή ανάγνωση και είναι ικανοί να περιμένουν έξι μήνες και ένα χρόνο ολόκληρο για να δουν τυπωμένα τα ποιήματα και τα διηγήματά τους.
Άγριας ομορφιάς ιστολόγια, με τις αυξημένες πλέον γραφιστικές ικανότητες που παρέχουν τα δωρεάν προγράμματα, κάνουν την εμφάνισή τους. Καινούριος λόγος αρθρώνεται και στερεώνεται σε έντυπη μορφή. Ο Γουτεμβέργιος επιστρέφει με ένα σαρδόνιο χαμόγελο: το διαδίκτυο έπεσε μέσα στην απεραντολογία των γονιών και των θείων. Οι προσωπικές κρίσεις αποζητούν πλέον κάτι σταθερό που δεν μπορεί να το προσφέρουν οικογενειακά και πατροπαράδοτα δεσμά, απ’ τη στιγμή που έχει διαλυθεί γύρω τους το σύμπαν. Μια νέα εποχή ουσιαστικού και έντυπου πια λόγου, ανατέλλει. Ο πολιτισμός της εικόνας που τους παραδώσαμε δέχεται την πιο αυστηρή κριτική και κατά μέτωπον επίθεση από αυτούς τους εικοσάρηδες. Η μόνη χάρη που μπορούμε να τους κάνουμε κι έχουν απόλυτο δίκιο σε αυτό, είναι να εξαφανιστούμε σήμερα, τι λέω, αυτή εδώ τη στιγμή.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]








