Στον φίλο Γιάννη…
Ήτανε άλλα τα χρόνια μας λες, αλλιώτικος πολύ ο ενθουσιασμός. Το βρεφοκοίταγμα που ιδρύει αυτοστιγμεί τον κόσμο τού τριγύρω, κι ένα βλέφαρο στην κάτω όχθη της ψυχής του αλλουνού. Ήμασταν βαφτισμένοι στην αγωνία του ιδανικού, μιας που τη ζούσαμε κιόλας βαθιά μύχιά μας την αλλαγή, το μπόλιασμα ενός κόσμου ολάκερου από μιας αρχής. Δεν υπήρξε τότες θα πεις καημός; Όλα ερχότανε γάντι; Ποιος το είπε κάτι τέτοιο; Τον τίναζες τον καημό σου στ’ αψηλά και του ‘δινες τη φορά του ηλίου· και γινότανε καλοσύνη των άστρων, μια εύθραυστη, ευοίωνη στιγμή, που σου χαριζότανε σ’ όνειρο χρησμοδοτικό ένα όραμα του κόσμου. Στο πλάι ο μπιστεμένος ονειροκρίτης σου. Χωρούσες το κάθε τι στο ξεχειλωμένο σου τετράδιο. Μια σκηνοθεσία ολόκληρη στηνότανε, όταν τραβούσες εκείνο το κουρτινάκι. Μυρωδιές θες; Μιαν υπόκωφη μουσική γεωμετρία, μια σάτιρα σοφή και μια σοβαρότητα γιομάτη από αστεία; Βαθύπνοος κι ανήσυχος, όπως με θυμίζεις, με μια πνευματική σύσταση και τις πληγές στα χέρια του κηπουρού της ψυχής του. Ήτανε άλλα πάντως τα χρόνια εκείνα, το γνωρίζεις και συ πια λίαν καλώς.
Οι αχόρταγες στιχολογιές μας να ’τανε λες, που περιζώνανε τον καημό και τόνε στίβανε, να στάξει στ’ αφτιά μας ο χυμός; Είχαμε πάντως θράσος καλό, περισσό, και το αλλοπαρμένο του νεοφερμένου. Ζηλευτά κι ευφάνταστα όλα μας τα καμώματα: το κοσμολογικό σχήμα απ’ τα παρατσούκλια μας φερμένα σιμά, η διαλεκτική των αρμοστών χρωμάτων, το τεφτέρι και τα λοιπά σύνεργα, σκίτσα, δοκιμές, ιδεογράμματα, κομμένα στιχάκια δώθε-κείθε, σε ντοσιέδες ή μες σε σχολικά τετράδια που πετύχαινες, αμέτρητα, ακόμη λειψά. Ένα προς ένα όλα τα σπερματοζωάριά μας μιας νεαρότητας εν δυαδικότητι. Τι να πρωτοθυμηθώ στ’ αλήθεια; To Έχε γεια, το πολίτικο έντεχνο; Τον εφάμιλλό μου τον Ναυαγό; Στα ντουζένια μας ήτανε που μ’ έσυρες με το στανιό μπρος σε κόσμο πολύ να βγάνω τραγούδι. Κείνα τα ξημερώματα φίλε μου καλέ, δεν το κρύβω, έμαθα πώς αμφισβητεί κανείς την τέχνη του ρολογά. Η κορώνα τ’ αλφαβήτου μ’ είχε απορροφήσει ολόκληρον, με κατάπιε θα ‘λεγες, μια χαψιά μ’ έκαμε. Έγινα σύγκορμος και σύψυχος ένας παλμός, ένα ρίγος. Ανήλθα σε αρμονία, τίποτες παραπανίσιο δεν περίσσευε κείνη δα τη στιγμή. Γίνηκε ο άνθρωπος που τόνε βλέπεις μπρος σου, απ’ ύλη, αίσθηση, θα ’λεγε δω ο Πάνου. Να, κάπως έτσι πρέπει να ’ναι που αχρηστεύει κανείς τον θάνατο. Μου ’χε ’ρθει το χάραμα από τα μέσα, και φταρνίστηκα κι εγώ μ’ ολίγους στίχους σαν και δαύτους: «Σε δυο στίχους κρατάς/ της ζωή και τραγουδάς/ η αυλαία σού ρίχνει τα φώτα·/ με τα μάτια κλειστά/ η ζωή χαμογελά/ και τ’ ονείρου σου δείχνει τη ρότα». Κι η εύχαρη φωνή που μας σιγόνταρε τότες, σκέτη δροσιά, χωρίς αμφιβολίες. Να θυμάται καθόλου άραγες τον ιδικό μας Χατζηδάκι; Καλά πάντως να ’ναι, όπου είναι κι ό,τι και να ’φτασε να σκεφτεί για του λόγου μας. Το ξέρω, ο καλλιτέχνης είναι πλασμένος για μόνος του, από γεννησιμιού του, δε χωρά άλλη εξήγηση.
Τα χρόνια μας εκείνα διόλου ήτανε λιγοστά στα βιώματα. Οι στεναγμοί καιροφυλακτούσαν, κι όμως το φως των ονείρων μας ήτανε αλλιώτικο τόσο. «Του έρωτά μας τα παρατρεχάματα/ κάθε της ζωής τρικλοποδιά/ γράφαν στίχους τα χαράματα/ και του Στέργιου βάραγε η πενιά…». Έρωτες θαρρείς μας οξειδώσανε και βγάλαμε όλον αυτό τον γραφίτη; Για να δούμε… Πρωτομάστορας («Έρωτα πρωτομάστορα…»), Μου ’πες πολλά με λόγια ψεύτικα, Φυλακισμένες ελπίδες, Δυο λέξεις μοναχά θα πω, Το λίγο που αποζητώ, Πρέπει να ξες, Κι αφήνεις ένα δάκρυ… Ω! Μα βέβαια και περίτρανα· ο Έρως είναι που κυκλοφορεί με ευλογοφάνεια στις ξεχαρβαλωμένες σελίδες ενός ολόκληρου χρόνου. Η εκκρεμότητα του ανεκπλήρωτου: «Κάνω πλοία τ’ όνειρά μου/ να σε φέρουνε κοντά/ βλέπω θάλασσα μπροστά μου/ μα η στεριά σου πουθενά», η ηχώ της νοσταλγίας: «Έχε γεια λένε τα τρένα στις γραμμές που πίσω αφήνουν/ (…) έχε γεια λένε τα πλοία στα λιμάνια που αφήνουν/ (…) έχε γεια, στερνό αντίο λένε πένθιμα οι καμπάνες», ο νόστος της πατριάς: «Την πόλη που αγάπησα τη λεν Θεσσαλονίκη/ και στων ανθρώπων την καρδιά μονάχα αυτή ανήκει/ Χαίρε Ελλάς που γέννησες στου λιμανιού την πλώρη/ μια πόλη που στο διάβα τους τη νοσταλγούνε όλοι», ο μεγαλήγορος και υψίφωνος τόνος του εγωισμού: «Μη ζητάς/ να γυρίσεις σ’ εκείνη που αγαπάς/ (…) ήταν κάλπικα τα λόγια αν ρωτάς/ όσα σου ’λεγαν να τη φιλάς», οι συμβουλές που στελεχώνουν τους φίλους: «Κι αν σου λείπει τι μ’ αυτό;/ διάγραψε απ’ τα όνειρά σου/ την ψυχή και απ’ το μυαλό/ τον παλιό τον έρωτά σου», τ’ ανείπωτα: «Το γιατί/ βρες και ρώτα τη μία στιγμή/ θέλω μπρος σου ν’ απολογηθεί/ θέλω μια να σου δώσει αφορμή», η παλιμβουλία της γυναίκας: «Πρέπει να ξες/ πότε δρόμο να διαβείς, πότε μιαν άβυσσο/ πότε κόλαση θα βρεις, πότε παράδεισο/ στης γυναίκας την καρδιά/ Πρέπει να ξες/ συ ν’ ανοίγεις τα πανιά και όχι ο άνεμος/ προορισμός σου η αγάπη, όχι ο θάνατος/ στο ταξίδι της ζωής», η αλλοτρίωση του μονάχου οδοιπόρου, που μεταφράζεται άλλοτε τραγικά, με το αισχρό μιας λογιστικοποίησης του έρωτα: «Όσοι εδίψασαν πολύ και το νερό δε βρήκαν/ (…) κινήσανε ώρες μικρές και την αυγή τους βρήκαν/ (…) δίχως δεσμεύσεις κι ενοχές προσφέρουν στους πελάτες/ αγάπη με συναλλαγές και δίχως αυταπάτες», ενίοτε πιο αλαφρά: «Αισθήματα έρωτα αγνοούν/ το δίκιο τους δε θα το βρουν/ (…) εκούσια εθελοτυφλούν/ και στο Βαρδάρη μ’ οδηγούν». Δεν έλειψε το γράμμα στο Θεό: «Στέλνω ένα γράμμα στο γιατρό πως θέλω θεραπεία/ κι αν με νιώσει και δεχτεί, να βγω απ’ την ουτοπία», η οδύσσεια και το μονολόι του γύφτου: «Μάτια τσιγγάνικα/ και μια μύτη Βολιώτα/ χείλη βαλσάμικα/ τ’ όνομά της Λολότα», το σόκιν παράπονο του ανέραστου: «Κοντολογίς στη γειτονιά/ με κόλλησαν και τση λαδιά/ γιατί δε μπόρεσα ποτέ/ να της τον δώσω φερετζέ», το χαστούκι στο παραλήρημα ενός έντεχνου (;) κιθαρωδού: «Εδώ ο κόσμος καίγεται/ και το μενί χτενίζεται/ και το μενί χτενίζεται/ κι ο κόσμος ας γκρεμίζεται», η αυτοσυνείδηση: «Μαζί θα περπατήσουμε/ στου λαϊκού τ’ αχνάρια/ και τη φωνή θα σμίξουμε/ με της πενιάς το θαύμα/ και όσοι αμφισβητήσουνε/ να τους εφάει η μαρμάγκα». Η πνευματική εμβέλεια διευρύνει μετ’ ολίγον τον κλοιό της, αφ’ ενός με το ικανό μιας συγχώρεσης: «Κι αφήνεις ένα δάκρυ, απ’ των ματιών την άκρη/ και κρύβεσαι μακριά να μη σε δω./ Είναι μεγάλο λάθος να σβήσει αυτό το πάθος/ κι όταν χαράζει να μην είσαι εδώ»· αφ’ ετέρου με το φάσμα των Δύσκολων καιρών. Έναν Αύγουστο ολάκερο στο ξενύχτι, μέχρις ότου τύχω τ’ αποτελέσματα: το πλασματικό περιεχόμενο του ευδαιμονισμού που διακηρύσσεται επίμονα – και που μηδέποτε μπόρεσα να χωνέψω: «Περήφανα πλαστή/ σειρήνας εποχής/ και συ προσπαθείς/ αγάπης να βρεις/ κερί», η λοξή βλέψη των άλλων: «Γίναν οι άνθρωποι σκληροί/ την αγάπη τους φτηνή/ την πουλάν για να αγοράζουν/ ψέμα και λόγια της στιγμής/ το συμφέρον τους θαρρείς/ από φίλους πάνω βάζουν», το σύνδρομο του Βαρδάρη σε νύξη: «Αγγέλοι μοναχοί/ δραπέτευσαν στον Άδη/ η μύηση κρυφή/ το μέλλον ατονεί/ τους όρκισε η ανάγκη», το εθνικό του κοινωνικού ζητήματος: «Πού ‘ναι του Έλληνα η ψυχή/ από στίχους να πιαστεί/ η ομόνοια γυρεύει./ Γίναμε ξένοι κι οι γνωστοί/ ο αδελφός που αδιαφορείς/ νεοέλληνα παλεύει», ο καημός της μετανάστευσης: «Γύρισε τούμπα ο ντουνιάς/ και συ ακόμα κυνηγάς/ τα χαμένα όνειρά σου/ Πάψε Ελλάδα να σκορπάς/ στην ορφανιά της ξενιτιάς/ τα παιδιά που ‘ναι δικά σου». Το όραμα βαθμηδόν διεκδικούσε την κυριότητα του εσωτερικού μας τοπίου. Σπαρταρούσε κάτι μέσα μας. Γιγαντωνότανε ολοένα, φούσκωνε· πού τάχα θα του ‘ρθει, έλεγες, να εκραγεί;
Άλλοι καιροί. Τα φαινόμενα αποηχούσανε για μίλια χρόνου. Αφήνανε στα πίσω τους κάτι λεπτοφυείς κορδέλες τους να κυματίζουν· τις κορυφογραμμές μιας μεταφυσικής. Μα πώς αλλιώς; Αφού το κάθε τι έβγανε κι έναν ήχο. Τ’ ακονισμένα αισθητήριά μας πόσες φορές δε δράξανε τέτοιες πολύτιμες διαφάνειες των πραγμάτων; Τέτοια η οντολογική εμβρίθεια των όποιων επεισοδίων, που και οι παραμικρές, ασήμαντες κινήσεις καταλήγανε σε έναν γερό παφλασμό. Σαλεύανε τα πράγματα, μας νεύανε, κι αρπάζαμε διαμιάς. Με ρωτάς τώρα τι είχε πραγματικά συμβεί; Είχες ένα παράθυρο πάντα ορθάνοιχτο απ’ τη χώρα της Ανατολής. Έχουν να το λένε, από κει δράττεις, όταν σταθείς τυχερός, μια γεύση για τον βόμβο. Κλείνεις το φύλλο, πας χαμένος. Μελανιάζει ο μέσα ουρανός σου. Τότες είναι που γίνεται το καπάκι έλατο ή κέδρος, οι χορδές σου κάρβουνο σκέτο στο σχήμα των πληγών σου, οι πένες της χορείας των 0,75mm, τα τάστα σου μασημένα, με κόστος επισκευής κοντά στο κατοστάρι· το τετράδιο ζυγίζει καμιά πεντηκοστή σελίδων, το κείμενο τούτο μια αραδιά από γραφίτη ή λεκές από μελάνι, η ζωή σου ολόκληρη μια μουντζούρα βιαστική, το μακρινό του ταξιδιού σου ένα λάστιχο που σε πρόδωσε μεσοδρομίς. Πήγε η μαγεία περίπατο. Αν μετράς ακόμη τη συμβουλή μου, αθέτησε τη χρηστική κατηγορία του καθημερινού. Συσκοτίζει, μπουκώνει τα αισθητήρια, παραπλανά. Πόρρω βλέπω ν’ απέχει απ’ αλήθεια η γκριμάτσα οσμής παλαιοπωλείου του εκτιμητή· πόρρω κι η εξυπηρέτηση του ταμία εχθές στο σουπερ-μάρκετ απ’ τον πλούτο της διασταύρωσης με άνθρωπο. Ούτε καν ψυλλιάζεται ο πραγματιστής πώς πλάθει κανείς Μπιθικώτσης από πέτρα κι από χώμα τόσο φως· πώς τ’ αλφάβητό του μέτρησε σαν τ’ αλφάδι την Ελλάδα, και πώς το τρίχορδο του Κ. Παπαδόπουλου χτύπησε τα χρώματα σαν σε γουδί απ’ ορείχαλκο. Δεν έχεις παρά να λύσεις το ζωνάρι των περιστάσεων· ν’ ανοίξουν οι πόροι απ’ τα πράματα, για να ρουφήξεις βιταμίνη το αίμα τους των σπλάχνων. Άπλωσε τις κεραίες σου. OΧΙ φτάσε να τους φωνάξεις. Η φύση είναι ένα ποίημα που ολοένα και πλαταίνει, ένας λεκές από χλωρίνη διασκελισμός προς τη μεριά της μετανοίας, ο πιο οικογενειάρχης ποιητής ένας μεγάλος αυνάνας, ο καθένας ζιγκολό ένας ψιλός παραχαράκτης. Πρέπει να γίνει η νοσταλγία μια ηχώ που ολοένα και θα σκάσει. Η ημέρα σου της λιακάδας τέτοια σάμπως τ’ όνειρο που αξιώνεσαι μεσονυχτίς. Ήταν κάπως αλλιώς που γράφαμε θαρρείς; Σαφέστερον: Τι είναι, λοιπόν, ένα κομμάτι στο πιάνο; Μια γεωμετρία ευαίσθητη στα χρώματα. Τι τ’ όνειρο που καλπάζει στα σεντόνια σου; Ένα διάλειμμα για τον μονοθεϊσμό. Τι ο έρωτας, προτού τόνε κερδίσεις; Ένα παιδαγωγικό χαστούκι. Τι το VOLVO, προτού το περπατήσεις; Ένα άρμα μ’ άλογα φτερωτά. Εσύ, προτού να γίνεις πραχτικός; Ο οργασμός του Αμφίονα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Σπύρος Βασιλείου.]