Ο θείος
Τώρα κείτεται στο φέρετρο
φρεσκολουσμένος, αρωματισμένος
με γαρδένια και λιβάνι.
Ξέπλυναν πριν το χώμα,
τη σκόνη, τον ιδρώτα του
και φαίνεται ήσυχος όπως πάντα
στο καλό του το κουστούμι.
Ίσως τον στενεύουνε
τα καινούργια του παπούτσια.
Μελαγχολικός,
με το μειλίχιο χαμόγελό του
και το στόμα σφραγιστό
να μη φαίνονται τα χαμένα δόντια.
Λιγομίλητος όπως πάντα.
Φιλώ τα ροδοκόκκινα του μάγουλα-
τα χείλη μου είναι ακόμα παγωμένα.
Άφωνο γράμμα
Ναυάγησα στο χρόνο.
Σε θάλασσες δεν αντηχώ.
Χαράζομαι μ’ αίμα
σε λευκούς τοίχους:
Ελευθερία
Αλληλεγγύη
Αύριο-
Η γλώσσα κατασπαράζει
τις βαθιές ρυτίδες μου.
Σίγησα με τον καιρό.
Κι όμως, υπάρχω ακόμα.
Σε είδα
Κορίτσι με το κυπαρισσί το φόρεμα
και τις κρεμασμένες στ’ αυτιά γάτες
αιωρείσαι σαν ρολόι εκκρεμές
μετρώντας με βήματα το χρόνο-
Σμίγεις τα φρύδια σου μαρτυρώντας
σε τι σκοτάδια έζησες και τώρα
το φως του ήλιου σε τυφλώνει-
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όσον αφορά τα άφωνα γράμματα στον τίτλο του δεύτερου ποιήματος: Άφωνα γράμματα, αυτά που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν προφέρονται καθόλου, όπως το ένα από τα δύο όμοια σύμφωνα. Άφωνοι φθόγγοι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, τα άηχα σύμφωνα. Πηγή.
Ζωγραφική: Matthias Weischer.]








