Την αντίκρισε μες στο μεσημέρι. Ξυπνούσε μέσα απ΄τα νερά. Ανάγλυφη έγραφε τ’ όνομά της στον άνεμο. Για πάντα, Ζακλίν.
(Όλα τα φώτα στη σκηνή ανάβουν. Μια κάπως σπασμένη φωνή, ένα σπασμένο πιάνο στο βάθος και η Ζακλίν όλη και όλη ένα εκμαγείο. Και κάτω τα πόδια της σκιές. Ίσιες γραμμές,ατμόσφαιρα σκληρής Αθήνας. Εδώ, λίγο παρακάτω καίνε τα παιδιά τους στον ασβέστη).
Το μεγαλύτερο προτέρημά μου είναι που αγαπώ. Σαν τα τραγούδια και εγώ. Να μπλέκω σε παράξενα κυκλώματα. Οι εραστές μου να έχουν γαλάζιες σφαίρες για μάτια, οι εραστές μου να σκοτώνονται για το τίποτε ή για μια ιδέα. Εγώ πάλι, δεν δίνω δεκάρα για όλα αυτά. Εγώ διψάω για νύχτες ναυάγια, για θαύματα του νερού. Έτσι να κάνω (τινάζει σαν παγώνι τον λαιμό της), ανάβουν τα φώτα, στα πόδια μου όλα τ’ ατελιέ, όλα τ’ αγόρια, όλες του κόσμου οι φαντασμαγορίες.
Με λένε Ζακλίν. Κατάγομαι απ’ τον γαλλικό βορρά. Συχνά ποζάρω στη σχολή των καλών τεχνών. Κάποιοι με ζωγραφίζουν με δάκρυα. Όλο και όλο από μένα απέμεινε μονάχα τούτο. Έτσι να κάνω ξυπνούν οι διάττοντες. Κάθε νύχτα πίνω ώσπου να πνιγώ. Κάθε νύχτα απ’ την αρχή να καταστρέφομαι.
(Η Ζακλίν πιο όμορφη από ποτέ, ξεσπά μες στο σκοτάδι. Κανείς δεν γνωρίζει τον καημό της. Η Ζακλίν, λένε όλοι στην πλατεία και σκύβουν με σεβασμό το πρόσωπο).
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Paul Delvaux.]








