Ένας μεσήλικας πωλητής λουλουδιών εντοπίζει την παρέα μας. Κάποιος έχει γενέθλια. Κινείται γρήγορα προς τα εμάς, προσπερνώντας τα υπόλοιπα τραπέζια, καθώς και όλα τα ζευγαράκια που βρίσκονται στις γωνίες του μπαρ. Η τούρτα είναι στο τραπέζι. Μόλις ο πωλητής πλησιάζει, φέρνει τρία τριαντάφυλλα μπροστά στο πρόσωπο μου. «Δύο ευρώ, δύο ευρώ». Του κάνω νόημα, όχι. Γελάει· είναι σίγουρος. Γυρίζει στον διπλανό μου. Τα ίδια. Σε άλλον και μετά σε άλλον και εν τέλει στην εορτάζουσα: η ίδια απάντηση πάντα. Γυρίζει ξανά σε ᾽μένα. Με νευρικές κινήσεις μου δείχνει τα λουλούδια, τα κουνάει. «Ένα ευρώ», λέει και κάνει νεύματα με το κεφάλι προς την εορτάζουσα. Τα μάτια του έχουν βγει έξω από τις κόγχες, ο λαιμός του είναι τεντωμένος και έχει ιδρώσει. Εγώ με απάθεια κουνάω το κεφάλι μου, λέγοντας όχι. Με έναν τρόπο απότομο, που δεν φαινόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή να του είναι οικείος, πετά τα μπουκέτα στο πάτωμα, χωρίς να κοιτάζει κανέναν – αν και όλοι μας τώρα τον κοιτάμε. Φωνάζει: «Μα δεν υπάρχει ίχνος τρυφερότητας πια; Ούτε ίχνος;».
Και μετά εξαφανίστηκε, αφήνοντας τους θαμώνες του μπαρ, να πατάνε όλο το βράδυ τα πεσμένα τριαντάφυλλά του.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Τravis Βurke.]