Χριστίνα Αργυροπούλου, Η λέξη και η άβυσσος, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015.
Η σημερινή εκδήλωση αποτελεί μικρή συμβολή στον εορτασμό της ημέρας της Ποίησης, που μόλις πριν δυο μέρες γιορτάσαμε. Βρίσκομαι εδώ για να παρουσιάσω την ποιητική συλλογή Η λέξη και η άβυσσος της πολύ αγαπητής φίλης Χριστίνας Αργυροπούλου. Από αυτό το βήμα θέλω να την ευχαριστήσω και για την πολύ καλή συνεργασία που είχαμε σε εκπαιδευτικό επίπεδο αλλά και για την τιμή που μου έκανε, να μου προτείνει δηλαδή την παρουσίαση αυτού του βιβλίου, που περιλαμβάνει ένα κομμάτι της ποιητικής δημιουργίας της.
Η πρόταση της Χριστίνας επανέφερε στη σκέψη μου τα διαχρονικά και πολυαπαντημένα ερωτήματα: Τι είναι η ποίηση; ποιος ο ρόλος του ποιήματος; Κι ο ποιητής; Σ’ αυτά τα ερωτήματα βρήκα απαντήσεις και στην ποιητική προβληματική που υπάρχει στο βιβλίο, που θα σας παρουσιάσω. Ταυτόχρονα αναζήτησα τα λόγια του Ελύτη, στα Ανοιχτά Χαρτιά, σύστοιχα προς τα ερωτήματα. Λέει, λοιπόν, ο Ελύτης: «Ο ποιητής δε θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά ο χορηγός οξυγόνου. Ο ποιητής πρέπει να είναι γενναιόδωρος. Το να μη θέλεις να χάσεις ούτε στιγμή από το υποτιθέμενο ταλέντο σου είναι σα να μη θέλεις να χάσεις ούτε δραχμή από τους τόκους του μικρού κεφαλαίου που σου δόθηκε. Αλλά η ποίηση δεν είναι τράπεζα. Είναι η αντίληψη που ίσα ίσα αντιτίθεται στην τράπεζα. Εάν γίνεται γραπτό κείμενο, μεταδοτό στους άλλους, τόσο το καλύτερο. Εάν όχι, δεν πειράζει. Εκείνο που πρέπει να γίνεται και να γίνεται αδιάκοπα, ατέρμονα χωρίς την παραμικρή διάλειψη, είναι η αντιδουλικότητα, η αδιαλλαξία, η ανεξαρτησία. Η ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της Υπερηφάνειας».
Και επειδή στων ιδεών την πόλη δε μετέχει μόνο ο ποιητής αλλά και ο αναγνώστης, θα πρέπει να θυμόμαστε αυτό που ο Γ. Σεφέρης γράφει στις Δοκιμές του, ότι δηλαδή «ο επαρκής αναγνώστης είναι ο ευαίσθητος αναγνώστης που δε μπορεί να μη βάλει κάτι από τον εαυτό του στο ποίημα που διαβάζει. Και γι’ αυτό είναι σωστό να πούμε πως όσο περισσότερο συμφωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους, τόσο η ποίηση γίνεται περισσότερο αντικειμενική».
Όμως, ο αναγνώστης πρέπει να ξέρει, χωρίς αυτό να είναι απόλυτα αναγκαίο, με τι ασχολείται η ποίηση και γιατί αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί της. Μπορεί η ποίηση να μην είναι τόσο χρήσιμη όσο το ψωμί, όμως δεν παύει να είναι ένας από τους πιο αληθινούς στόχους του ανθρώπου και από τις βασικές αφετηρίες της νοητικής και συναισθηματικής του καλλιέργειας. «Από την απλή, τη μηχανική, την καθημερινή πράξη του ανθρώπου ίσαμε το μυστήριο της γέννησης ή του θανάτου του, κι από τη συμβατική μέσα στην κοινωνία θέση του ίσαμε την αγωνία της ελευθερίας του πνεύματός του, ο άνθρωπος διατρέχει μεγάλες ψυχικές αποστάσεις, πονεί, δρα, ονειρεύεται, κι η ποίησή του, η τέχνη του ανάβουν τις μεγάλες τους φωτιές πέρα, σε περιοχές δυσκολοπροσδιόριστες, εκεί που ίσως μυστικά συνορεύουν η υπέρτατη ευδαιμονία κι η υπέρτατη απόγνωση».
Και τι κάνει ή τι μπορεί να κάνει η ποίηση; «Η ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιο που τον βρήκαμε. Τον κόσμο της φθοράς που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση». «Γιατί η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ό Ήλιος και ο Άδης αγγίζονται», για να θυμίσω και πάλι τον Ελύτη.
Παρακαλώ να μου συγχωρήσετε αυτή τη μικρή αναφορά σε κάποια realia, που είναι προϋπόθεση, πιστεύω, του αποψινού μας ταξιδιού στην ποίηση. Και αρχίζω αμέσως το ταξίδι στην ποίηση της Χριστίνας Αργυροπούλου.
Υιοθετώντας την άποψη του Πλάτωνα, αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις, η λέξη, που χρησιμοποιεί η ποιήτρια, είναι η έκφραση της σκέψης και της αίσθησης, του συναισθήματος και του ενστίκτου, του απλού και του σύνθετου, του ατομικού και του συλλογικού, του ωραίου και του άσχημου, της ζωής και του θανάτου, είναι η έκφραση του απέραντου και του άπειρου όσο απέραντος και άπειρος είναι ο κόσμος που ζούμε και οι άνθρωποι που τον απαρτίζουν. Και η άβυσσος; Είναι η έκφραση του απόλυτου βάθους, του ανεξερεύνητου και του αφανούς, του χάους και του απίθανου. Και τα δυο μαζί, η λέξη και η άβυσσος συνθέτουν μια απίθανη αντίθεση, μια θέση και μια άρση, η λέξη εκφράζει την ύπαρξη, την αποτύπωση της ζωής, η άβυσσος το απύθμενο και το άπιαστο, το ανεξερεύνητο και το αμέτρητο, το σκοτεινό και το θανατηφόρο, κι έτσι ανάμεσά τους κλείνεται η ζωή και ο θάνατος, το ζενίθ και το ναδίρ, το ον και το μη ον, δηλαδή το σύμπαν. Το σήμα, λοιπόν, απ’ την αρχή είναι ολοφάνερο. Η ποιητική συλλογή αναφέρεται στη ζωή, στον ανθρώπινο κόσμο και στη συμπαντική του διάσταση.
Η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε δυο ενότητες, δηλαδή στα ποιήματα που αφορούν τα εις εαυτήν και αυτά που αφορούν τα εν δήμω. Αυτή η σαφής και διαυγής διάκριση προσδιορίζει την υπαρξή της και ό,τι την αφορά ως πρόσωπο, ως ανεπανάληπτη ατομική οντότητα. Ταυτόχρονα ως κοινωνικός άνθρωπος και ως πολιτική οντότητα περικλείει την αγωνία της και τον προβληματισμό της για την πατρίδα της, τους ανθρώπους και την οικουμένη.
Η εμπειρία της Αυστραλίας και της Ελλάδας, η φυγή και η επιστροφή αποτελούν την αφετηρία αυτής της ποιητικής δημιουργίας. Η αναζήτηση και η ελπίδα αποτελούν το κίνητρο της μετακίνησης «στη φιλόξενη χώρα των ευκαλύπτων» και γεμίζουν την ψυχή της στην ξενιτειά. Εκφράζει το θαυμασμό της για «τους απόδημους Έλληνες στους αντίποδες του κόσμου» γιατί ένιωσε τον Έλληνα έξω από τον τόπο του, μεγαλειώδη, νοσταλγό και δραστήριο, που στόχος του είναι ο Σταυρός του Νότου. Η παλίνδρομη κίνηση, αναχώρηση-επιστροφή, αποτελεί την ατομική και συμπαντική κανονικότητα.
Η μορφή της μάνας, ως άγγελος και εμψυχωτής, μετατοπίζεται και διευρύνεται από την ατομική περίπτωση στη γενικευμένη περίπτωση των μανάδων του κόσμου που ζητούν ελπίδα γι’ αυτές και τα παιδιά τους.
Η κοσμοπολίτικη συνείδηση της ποιήτριας, της δίνει τη δυνατότητα να κινείται από το ατομικό και ελλαδικό στο γενικό και το παγκόσμιο. Η νοσταλγία και η αγωνία της, η χαρά και η λύπη της εκφράζουν ταυτόχρονα και τον ταλαιπωρημένο πολίτη του σήμερα.
Ο έρωτας, το ελιξήριο της ζωής, είναι ο άξονας πλεύσης, ο έρωτας ήλιος και σελήνη, ο έρωτας καρδιοκατακτητής και παντοκράτορας, που επηρεάζει και καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων, που γεμίζει χαρά και αποθεώνει αλλά και απογοητεύει και προδίδει. Και αν το λάλημα του πετεινού μαρτυράει από παλιά μια προδοσία που επιβεβαιώνεται άπειρες φορές, προμηνύει όμως και μια καινούργια μέρα, την ελπίδα και το όνειρο της ζωής, ανανεώνει κάθε μέρα την ψυχή του κουρασμένου ανθρώπου, είναι το μήνυμα της νέας μέρας, της νέας ελπίδας ,της νέας ζωής. Η αναζήτηση του ανθρώπου και πιο συγκεκριμένα του Εσύ, στα μάτια και στην τρικυμία των χειλιών, υποστασιοποιεί το πάθος που είναι για την ποιήτρια στοιχείο της ζωής της «Μη φοβάσαι το πάθος, αν δεν με πιστεύεις, γράψε με λάθος !…»
Η φιλοσοφία σε ό,τι εκφράζει τη ζωή βαραίνει στην ποίηση της Χριστίνας με τρόπο κρυστάλλινο, έντονα αισθαντικό, απίθανα ρεαλιστικό και άρρηκτα δεμένο με το χρόνο και την ομορφιά της ζωής και της φύσης.
Λίγες στιγμές είναι η ζωή
Στιγμές του πριν και του μετά,
Στιγμές χαράς και λύπης.
Τα χρόνια είναι στιγμές,
Ένα ποτήρι δροσερό νερό,
μπουκέτο τριαντάφυλλα,
πεταλούδα φεύγουσα.
Απ’ την άλλη η ελπίδα φωτίζει την αγωνία και τη θλίψη, την πεζότητα ενός εκπαιδευτικού σεμιναρίου, που ολοκληρώνεται εν κενώ. Οι κούκοι διαπιστώνει είναι λίγοι, αφανείς ,χωρίς τη ευφράδεια των πολιτικών και ρητόρων και η άνοιξη φαίνεται να αργεί.
Η αναφορά εις εαυτόν συνδέεται με τη μητέρα της στην ύπαρξή της και την απώλειά της, ως έκφραση της αιώνιας μάνας μας, της μνήμης, της τρυφερότητας και της αγάπης. Κι ο πατέρας αντίζυγος, που ήρθε κι έφυγε ανεπαίσθητα, είναι λυπημένος γιατί του λείπει το φως, οι φίλοι κι η ζωή. Και το ταξίδι αυτό στην ποίηση με όλες τις ομορφιές της λέξης και της τέχνης του ποιείν συνεχίζεται στο χρόνο τον ανθρωποκαταλύτη που τυλίγεται και ξετυλίγεται συνεχώς. Όμως κι χώρος εμπνέει την ποιήτρια, η μεσόγειος θάλασσα, ο ομφαλός της γης, ο τόπος που συναντήθηκαν οι κορυφαίοι πολιτισμοί, και που είναι το εικονοστάσι της ιστορίας και η Γοργόνα της πλώρης μας.
Ποια είναι, τελικά, η άποψη της ποιήτριας για τη λέξη και την άβυσσο; Η ίδια ψάχνει να βρει τις λέξεις που δε χάνουν τη σάρκα τους, τις ανασέρνει από την άβυσσο, τις ντύνει και τις δίνει νέα πνοή. Η λέξη και η άβυσσος είναι για την ποιήτρια ταυτότητα και ετερότητα, είναι ύλη, πνεύμα και χάος. Είναι α-λήθεια, α-ήθεια, συν-ήθεια, ευ-ήθεια, είναι αδελφές παράταιρες, άβυσσος η λέξη, εγώ, εσύ, όλοι μας.
Και το τέλος του μοναχικού περιπάτου με τον εαυτό της έρχεται στην πολύβουη Αθήνα με ανθρώπους που παραμιλούν και χειρονομούν σαν μαριονέτες ενός αλλόκοτου θεάτρου, και είναι το σκαλοπάτι για τη μετάβαση από το εγώ στο εμείς με ένα τεράστιο, απειλητικό, εναγώνιο και ίσως ελπιδοφόρο ερώτημα: πού πάμε; Και γίνεται το ερώτημα αυτό το όχημα για την πορεία στα εν δήμω συμβάντα και συμβαίνοντα.
Την ουδετερότητα και την καθαρότητα επικαλούνται άνθρωποι που υπήρξαν τρόφιμοι καναλιών για προθέσεις ψήφων, που υπήρξαν άρχοντες διαχειριστές από ψέμα σε ψέμα που εξαπατούν εαυτούς και αλλήλους, οι Πόντιοι Πιλάτοι, οι κερδώοι, οι χαρτώοι, οι Εφιάλτες που αδιάντροπα περιφέρονται στους γνώριμους λείμωνες της θλιβερής εξουσίας τους χωρίς να ενδιαφέρονται για τους πολίτες που στριμωγμένοι στις σικελικές μυλόπετρες κοιτάνε ενεοί. Όμως, η οξυδερκής και έμπειρη ματιά της ποιήτριας, που ανατέμνει το κοινωνικό σώμα και εντοπίζει τα υποκείμενα της ιστορίας, καταγράφει τα κύρια χαρακτηριστικά –προβλήματα του 21ου αιώνα με λέξεις ουσίας και ακρίβειας. Ο 21οςαιώνας που είναι απροσδιόριστος, με χρηματιστές και τραπεζίτες με αδιέξοδα και φληναφήματα, με υποσχέσεις και άνεργους, με Εξάρχεια και κουκουλοφόρους οδηγεί στην άκρη του γκρεμού με τους ανθρώπους νήπιους και οργισμένους, βυζαντινούς και ανεύθυνους, ρωμαιοδρόμους για θέαμα!…
Η αγωνία της για το σπίτι-πατρίδα της είναι έκδηλη και καταλυτική. Βλέπει αυτούς που φωνάζουν και λιθοβολούν το σκέλεθρο της εξουσίας, που κάποτε επαινούσαν με φληναφήματα και λόγια πλαστικά, να είναι τώρα άνεμος. Κι η ίδια έντρομη εκ βαθέων ρωτάει: Κι ο τόπος χωρίς πυξίδα που πάει; Έτσι, ως θύμα και ποιητής-τιμωρός, υφίσταται τις συνέπειες, μαστιγώνει όμως όλους τους συμποσιαστές της εξουσίας, πλούσιους και φτωχούς, άρχοντες και αρχόμενους, που μεθυσμένοι ακόμα από το απλήρωτο συμπόσιό τους, δεν εννοούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να αλλάξουν νοοτροπία.
Έχει, επίσης, το χάρισμα εύκολα να μετατοπίζεται από το εδώ στο εκεί, από τους μεγάλους στα παιδιά , στα παιδιά όλου του κόσμου που ελπίζουν στη ζωή, αν και οι μεγάλοι πρόλαβαν και άλεσαν τα όνειρά τους. Σε πείσμα, όμως, του ολέθρου και της εξόντωσης, συνεχίζουν να ονειρεύονται και όταν δεν ονειρεύονται τραγουδούν, για να θυμηθούμε και τον αξέχαστο Μάνο Χατζιδάκι. Και ως γκόλφι τους προσφέρει την πρότασή της καθαρή κι ελπιδοφόρα: «μπορείτε να οραματιστείτε και να ξαναχτίσετε τον κόσμο, αυτό είναι το νέο μου νανούρισμα, παιδιά, του μέλλοντός μας. Αναγνωρίζει την ανάγκη να κλείσει η εποχή του Μίνωα, αφού οι άνθρωποι αλλοτριώθηκαν σε λατομεία σύγχρονα και ελπίζουν στη χορηγό μνήμη, για να βρουν το δρόμο τους, να κλείσουν το λαβύρινθο και να βρουν λίγο Ήλιο στη χώρα του Ήλιου.
Στη δύσκολη συγκυρία επικαλείται και τον Γέρο του Μοριά, που τον κάναμε άγαλμα, για να δείχνει το μέλλον, ενώ από τα ευαγγέλια απομνημονεύματά του κανείς δεν έμαθε τίποτα ούτε και από τον πόνο των αγώνων του, επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά αυτό που έλεγε ο Χέγκελ ότι η ιστορία διδάσκει ότι οι άνθρωποι δε διδάσκονται από την ιστορία, μαζί με την πικρή της διαπίστωση: «παίγνια παιγνίων όλοι μας
οι δρόμοι αδιάβατοι, ούτε λέξη
για μια νέα Τριπολιτσά!»
Ταυτόχρονα, επειδή η ελευθερία είναι πικραμένη και άφαντη, ο τόπος ορφανός κι νέοι αοιδοί άφαντοι, η ποιήτρια απελπισμένη ανοίγει διάλογο και με άλλους παππούδες μας, το Σολωμό και τον Οδυσσέα και ζητάει από τον τελευταίο να φτιάξει μαζί με τους σύγχρονους Έλληνες σκαρί περήφανο, γιατί μνηστήρες μας κυκλώνουν πολλοί χωρίς πρόσωπο, όλοι μας γίναμε όμοιοι με τον αδύναμο θεό του εμπορίου και της φενάκης και τα αγάλματα του μουσείου της Ακρόπολης πονούν και απαιτούν δικαιοσύνη, ενώ η Ιθάκη πρέπει να είναι δια βίου αγώνισμα όλων μας.
Το παρελθόν και το παρόν συμπλέκονται, για να ερμηνεύσουν τον κόσμο και να προκύψουν οι λύσεις των προβλημάτων σε μια κοινωνία που οι άλλοι είναι τόσο πολλοί και η αλλοτρίωση έγινε υπεροχή και η απανθρωπιά εντιμότητα.
Σ’ αυτό, λοιπόν, τον κόσμο της ποιήτριας και όλων μας που σας περιέγραψα με λέξεις κυρίως της ίδια, έρχεται το ποίημα, φεγγάρι σε λευκό χαρτί, που ταξιδεύει σε ξηρά και θάλασσα και μοιράζει ελπίδα για καλύτερες μέρες, και η ποίηση που είναι η πρώτη κραυγή του ανθρώπου, η χαρά του ερωτευμένου, η προσμονή του ξενιτεμένου, το αίνιγμα του παντός, να επιχειρήσει να μας λυτρώσει και να μας εμψυχώσει. Όμως, η πικρή διαπίστωση «μα ποιος ακούει ποίηση;» δείχνει ότι η ποίηση σ’ αυτή τη σύγχρονη κοινωνία είναι ανεπιθύμητη κι οι ποιητές «λαπάδες», που όμως θα πάρουν κάποτε την εκδίκηση τους ή θα καθοδηγήσουν τους ανθρώπους, όταν ο πόλεμος που κάνουν, όπως λέει και ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, θα λήξει. Από το θεματικό προβληματισμό της δε λείπει ούτε η Παλαιστίνη, ούτε η Γάζα, ούτε η Αφρική, ούτε η Συρία και ζητείται επειγόντως ελπίς. Η ευαισθησία της εκτείνεται από την Αυστραλία μέχρι τον Ερύμανθο, το βουνό που αντίκρυζε κάθε πρωί απ΄ το παράθυρό της, που μαθαίνει τους ανθρώπους να αγωνίζονται.
Κι επειδή η ζωή είναι σκληρή και αδυσώπητη, καθώς επιτρέπει στους φίλους να φεύγουν, όπως η Γοργόνα της Ταϋλάνδης, η Charin, η φίλη της ποιήτριας, καταφεύγουμε συχνά στην αφήγηση, στο παραμύθι, για να απαλύνουμε τον πόνο μας, εφόσον η ζωή του καθενός είναι αφήγηση αφηγήσεων αλλά και ταυτόχρονα η αναζήτηση της ελευθερίας μας μέσα από τη βούλησή με στόχο την ανεύρεση νοήματος. Τέλος μετά από ένα τόσο μακρινό και πλούσιο ταξίδι, είναι αναγκαίο ένα απάνεμο λιμάνι, η οδός Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα. Εκεί στο νούμερο 17, με καφέ και ποίηση συνεχίζεται η ζωή με κάθε δρόμο της να είναι καθρέπτης της εποχής μας.
Αποφεύγοντας τις πολύ αφαιρετικές γενικεύσεις επιχείρησα να σας παρουσιάσω το βιβλίο της Χριστίνας Αργυροπούλου αξιοποιώντας κυρίως το λόγο της, τη φαντασία της, τα όνειρα και τα αισθήματά της, τις πικρές διαπιστώσεις της και την ελπίδα της για τη ζωή, την κοινωνία την πατρίδα και το μέλλον όλου του κόσμου. Η ποίησή της διακρίνεται για τον διαυγή, πλούσιο και ευθύβολο λόγο της και για την τέχνη της επιλογής της λέξης και της φράσης. Ο στίχος εκφραστικός, αβίαστος με αρμονία πλήρη, ενθουσιάζει και προβληματίζει ζυγισμένος με το μέτρο της ωραιότητας, το διακριτικό ορθολογισμό και την κοινωνική εμπειρία. Ένας στίχος διάφανος και κρυσταλλένιος στη θεματική του συνθετότητα και στη λογοτεχνική του αρτιότητα, δεν εμποδίζει κανένα να διεισδύσει στην ψυχή της ποιήτριας και του σύγχρονου κόσμου. Τα νοήματα πηγάζουν αβίαστα σαν γάργαρα νερά από κάθε ποίημα αυτοτελώς και από το σύνολο ποιητικό σώμα, καθοδηγούν και δροσίζουν τη διψασμένη σκέψη του οδοιπόρου στο δρόμο της ποίησής της. Τον προβληματίζουν και τον στενοχωρούν, του αναπτερώνουν το ηθικό και τον προετοιμάζουν για το μέλλον, τον προειδοποιούν και τον χαλυβδώνουν, του υποδεικνύουν με την ατέλειωτη μελωδία της ποίησης τι υπάρχει, τι συμβαίνει και πως πρέπει να αγωνιστεί, για να πετύχει. Κι έτσι η ποίηση στα επιδέξια χέρια της Χριστίνας Αργυροπούλου γίνεται το βάλσαμο της ανθρώπινης αγωνίας και περιπέτειας καταξιώνοντας την ποίηση και αποζημιώνοντας τον τυχερό αναγνώστη της.
Άργος, 23.3.2016
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργα: Joseph Cornell.]