«Μνημοσύνην καλέω, Ζηνὸς σύλλεκτρον, ἄνασσαν, ἣ Μούσας τέκνωσ᾽ ἱεράς, ὁσίας, λιγυφώνους, ἐκτὸς ἐοῦσα κακῆς λήθης βλαψίφρονος αἰεί». Τη Μνημοσύνη προσκαλώ, τη σύζυγο του Διός, τη βασίλισσα ή οποία γέννησε τις ιερές Μούσες, τις οσίας, τις λιγυροφώνους (με την λιγυρή φωνή) πού έχει πάντοτε την λήθη έξω από την κακίαν (Ορφικά-Μνημοσύνη).
Η μνήμη. Μια διαφορετική διανοητική δραστηριότητα των έλλογων όντων, ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό, θεμελιώδες και αρχιγέννεθλο στοιχείο της ατομικής υπόστασης. Είναι διάρκεια και βίωση εμπειρίας, τάξη και ασίγαστος αγώνας, μέτρο και διάσταση καθοριστική και μοναδική σαν αποτύπωμα, σαν ένας απροσδιόριστος, εντούτοις άχρονος, γενετικός κώδικας της νόησης.
Damnatio Memoriae: η καταδίκη της μνήμης. Η απόλυτη και πιο αυστηρή τιμωρία για έναν Ρωμαίο. Η πρακτική ακύρωση, κάθε ίχνους του καταδικασμένου πολίτη, διαγράφοντας από τα δημόσια αρχεία, κάθε πληροφορία για τον ίδιο. Κάθε φυσική σύνδεσή του με το παρελθόν χάνεται και μαζί η ύπαρξή του στο παρόν και βεβαίως στο μέλλον. Δεν υπήρξε ποτέ, δεν υπάρχει μνήμη που να του ανήκει, άρα δεν υφίσταται ούτε σε παροντικό ή μελλοντικό χρόνο. Δεν αφορά την συλλογική μνήμη. Η μνήμη προηγείται, ακυρώνει ή επιβεβαιώνει τον θάνατο, γι’ αυτό είναι πιο βέβαιη κι από την ίδια την βίωση του.
«Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα;
Αν θυμηθεί λίγο λιγότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, σβήνει», Γ. Σεφέρης.
Tο Mnemonic του Theatre de Complicité ξεκινά με τη στιχομυθία: «γιατί ανεβάσατε μια παράσταση σχετική με τη μνήμη;» ρωτά κάποιος τον σκηνοθέτη. «Έχω ξεχάσει τον λόγο», απαντά αφοπλιστικά εκείνος, καταδεικνύοντας τη δυναμική της μνήμης ακόμη κι όταν έχουμε ξεφύγει ‒έστω και για λίγο‒ από τη συντριπτική της έλξη.
Ο Kant διώχνοντας τον Lampe, τον πιστό του υπηρέτη που τον συντρόφευε μια ολόκληρη ζωή, υποβάλει τον εαυτό του σε μια ιδιότυπη τιμωρία: πρέπει να διαγράψει την παρουσία του Lampe από τις σημειώσεις του, έστω και ως απλή αναφορά, προκειμένου να διαγράψει και τον ίδιο ως φυσική οντότητα. Είναι μια δοκιμασία, μια μάταιη αναμέτρηση με την ανίκητη μνήμη που θα βασανίζει τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο ως το τέλος της ζωής του.
«Τώρα ξυπνάμε με την μνήμη μας
στυλώνοντας το βλέμμα, σε εκείνο που ήταν...», R.M. Rilke.
Η μνήμη λοιπόν επανέρχεται, επανατοποθετεί τα γεγονότα, επανακαθορίζει τη συνειδητή σκέψη, την ανάγκη, το συναίσθημα, την εικόνα, τον ήχο, την τέχνη και τη δημιουργία. Υπάρχει λόγος, μόνο με την προϋπόθεσή της δυνατότητας να καταγράφει από την μνήμη.
«Η μνήμη υπήρξε είδος λογοτεχνικό πριν ακόμη γεννηθεί η γραφή», E. Montale. Δημιουργεί ή καταλύει την προσδοκία, την ελπίδα το όνειρο. Έτσι βιώνουμε την καταιγιστική ένταση των συναισθημάτων που αυτά μας δημιουργούν μόνο μέσα από το πρίσμα της διαρκούς μνήμης.
«Κι’ εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται:
Μιά μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη συ και σβήνει
Κι’ ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά», Μ. Αναγνωστάκης.
Ο Einstein απευθυνόμενος στον Valery (o οποίος σημείωνε συνεχώς κάθε σκέψη του διακόπτοντας τον περίπατό του με τον διάσημο φυσικό), του είπε φανερά εκνευρισμένος: «Εγώ όταν έχω μια ιδέα δεν την ξεχνώ ποτέ». Η νοητική επεξεργασία, η πολύπλοκη διαδικασία της αναλυτικής σκέψης, της συνδυαστικής λογικής, όλων των μορφών και των επιπέδων του λογισμού (συγκριτικός, αφαιρετικός, επαγωγικός, αφαιρετικός κ.λπ.) στοιχειοθετούν την ιδέα, την περιχαρακώνουν, την διαφυλάττουν από την ίδια τη φθορά, αναστέλλοντας την καταλυτική δράση της λήθης. Ιδέα ή θεωρία, ορισμός ή αξίωμα, δεν οφείλουν την ύπαρξή τους στην απόδειξη και την εφαρμογή, στην επαλήθευση και τη διασταύρωση, αλλά στην αυτενέργεια της διαρκούς μνήμης.
«Ευτυχείς όσοι μπορούν να λησμονούν» καταλήγει συμπερασματικά ο Nietzsche, ενώ ο Stanislavsky επανακαθορίζει τη φόρμα του μεταμοντέρνου ηθοποιού, ενεργοποιώντας την συγκινησιακή του μνήμη. Το ίδιο παρατηρούμε και στον Grotowski που καταφεύγοντας στην Ινδία προσπαθεί να λησμονήσει τα πάντα, μέχρι τη στιγμή που τον κυριεύει η παντοδύναμη μνήμη, υποτάσσοντας τον ανήμπορο δημιουργό στη θύμηση του θεάτρου.
«Το παρελθόν ήταν στιγμή πριν γίνει μνήμη ονείρων
κι αισθημάτων, πρώτα», Άθως Δημουλάς.
Μια διαρκής αναμέτρηση με το μέτρο του χρόνου η μνήμη που η ίδια δημιουργεί. Δεν μας προστατεύει από την οδύνη της απώλειας, την ευτυχία της αγάπης, τον λυσιμελή έρωτα, τον θάνατο. Αντίθετα επιτείνει την βιωματική εμπειρία τους, τα σηματοδοτεί ως γεγονότα, τα χαράζει στο γνωστικό μας φορτίο, στον χαρακτήρα και στην τελική φύση μας.
«Είμαστε αυτό που θα γίνουμε», κατά τον G. Perec. Γι’ αυτό χαμένο και ξεχασμένο είναι δυο τελείως διαφορετικές έννοιες. Ο Gion στα περίφημα τετράδιά του ορίζει την αληθινή Κόλαση: «να μην μπορείς να ξεχάσεις», να βιώνεις δηλαδή με την ίδια ένταση, αδιάκοπα, την ουσιαστική, διαρκή μνήμη.
«Πως να ζήσεις χωρίς το άγνωστο μπροστά σου;» αναρωτιέται ο René Char, σε μια απόπειρά του να εξηγήσει την προαιώνια ανάγκη του ανθρώπου να γνωρίζει το μέλλον. Η αντιστροφή του ερωτήματος προκαλεί διανοητικό ίλιγγο, αφήνοντάς μας συναισθηματικά γυμνούς και ανίσχυρους μπροστά στην σαρωτική μνήμη: « πως να ζήσεις με το άγνωστο πίσω σου;». «Το μεγάλο ποτάμι της μνήμης τα παρασύρει όλα» Γ.Κοντός.
«Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» θα πει ο Ιησούς απευθυνόμενος στους μαθητές του κατά τη διάρκεια του Mυστικού Δείπνου περιγράφοντας τον πυρήνα του σημαντικότερου μυστηρίου του Χριστιανισμού: την θεία μετάληψη. Η ανάμνηση, η διαπιστωμένη μνήμη δηλαδή, έρχεται να διασφαλίσει την αδιόρατο δεσμό μεταξύ του ζωντανού Λόγου και της ανθρώπινης υπόστασης, σε μια υπερβατική «καινή διαθήκη», σε μια σχέση ολοκληρωτικά καινούργια, αλήθειας και βιωματικής ταύτισης ορίζοντας το πλαίσιο μιας ανατρεπτικής εμπειρίας που κέντρο δεν έχει τον άνθρωπο αλλά την αγάπη.
«Μνήμη του λαού μου, σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω», Οδυσσέας Ελύτης.
Η στιγμιαία κατάργηση, η απώλεια ή και η εξασθένηση της κυρίαρχης μνήμης καθιστά το υποκείμενο φάντασμα του εαυτού του, βυθίζοντάς το στην βασανιστική «Λευκή Αγωνία» της μνήμης, όπως εύστοχα την προσδιορίζει ο Mallarmé, όπως περιγράφεται και στην κλινική νευροπαθολογία η νόσος Αlzheimer.
«Να μην επιτρέψω να ξεχάσω τον εαυτό μου» ορίζει ο σκοτεινός Φάουστ ως ύστατη επιταγή και ύψιστο καθήκον του, στην πορεία για την κατάκτηση της απόλυτης σοφίας, στον αγώνα για την κατανόηση των κοσμικών μυστηρίων και την αποκάλυψη της μεταφυσικής αλήθειας. Η μνήμη είναι και εδώ, μέτρο και κανόνας.
«ό,τι ζήσαμε
χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στον σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
όσα δε ζήσαμε
αυτά μας ανήκουν—»
Τάσος Λειβαδίτης, Η 25η Ραψωδία της Οδύσσειας .
Στη Θεία Κωμωδία ο Δάντης, σ’ ένα πρόσωπο προορισμένο για την Κόλαση, δηλαδή την «αιώνια λησμονιά του Θεού», προτείνει να το συμπεριλάβει στις σημειώσεις του για να διατηρήσει τη μνήμη του. Είναι η απεγνωσμένη προσπάθεια του κορυφαίου ποιητή της Ιταλίας από τη μια να δώσει έναν πιο αφαιρετικό αλλά και απόλυτο ορισμό της Κολάσεως και από την άλλη να υπογραμμίσει τη λυτρωτική αναγκαιότητα της μνήμης.
«Αν άλλαζε η μνήμη σε γυαλί μπορεί και να ′βλεπα
πιο καθαρά, λίγο πριν σβήσει, την εικόνα σου.» Τ. Πατρίκιος
Από τον Beckett με την «τελευταία μαγνητοταινία», τον Aragon, τον Heidegger (Η λήθη του Είναι), τον Shakespeare με τις πολλαπλές αναφορές στη μνήμη και τη δράση της, «old man forgot», ως τους Freud, Gurdjieff και Brook (που απαγόρευαν να κρατά κανείς σημειώσεις κατά τη διάρκεια της ψυχαναλυτικής συνεδρίας, της πνευματικής δοκιμασίας ή της πρόβας αντίστοιχα, προκειμένου να ενταθεί η αποτελεσματικότητα της μνημονικής καταγραφής), η μνήμη θεωρείται η «αψηλή βίγλα στα φρένα μας» (Ν. Καζαντζάκης). Είναι η οριζόντια γραμμή που τέμνει την ανθρώπινη ύπαρξη, «υπενθυμίζοντάς» της τον ουσιαστικό προορισμό της, την πραγματική της φύση, τα όρια και τις ασύλληπτες δυνατότητές της, εκφράζοντας όλο το φάσμα των συναισθημάτων, των αποχρώσεων, των τόνων, του ψυχισμού μας.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,
ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι. Κ.Π. Καβάφης.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Jacek Yerka.]