«Είμαι συγγραφέας, προσπαθώ να καταλάβω γιατί γεννιέσαι, γιατί υπάρχει ο κόσμος, γιατί υπάρχει ο θάνατος» γράφει ο Κώστας Μαυρουδής, μεταφέροντας τα λόγια του Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ.
Στο βιβλίο του Η αθανασία των σκύλων (Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013) έβαλε τον αναγνώστη του, με έναν ευφυή τρόπο, στο κέντρο του προβληματισμού ζητημάτων όπως ο θάνατος και η αθανασία, η φιλία, ο έρωτας, η ροή της ιστορίας, ο χρόνος, η φθορά, η μνήμη. Με πρόφαση τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο ή τις καλές τέχνες τον έσπρωξε σε μια υπαρξιακή αναζήτηση απαντήσεων.
Ο ίδιος ο συγγραφέας καλλιεργημένος και υψηλής αισθητικής άνθρωπος χρησιμοποίησε το «εύρημα» της διακειμενικότητας αλλά και της αυτοαναφορικότητας, για να πετύχει να εστιάσει ο αναγνώστης του στην ουσία των ερωτημάτων. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε να προκαλέσει τον αναγνώστη του να σκεφτεί πάνω στα υπαρξιακά αυτά ερωτήματα αποφεύγοντας εντέχνως τον διδακτισμό, αν και θα ήταν πολύ εύκολο για τον συγγραφέα να φιλοσοφεί ως αφηγητής ή ως ένας ήρωας του βιβλίου.
Ο Μαυρουδής προτίμησε να βγάλει τον αναγνώστη του από το πλατωνικό σπήλαιο και να του δείξει κάποιες εικόνες του κόσμου. Ο σκύλος στάθηκε η αφορμή και ο συνδετικός ιστός στην δική του εσωτερική ανασκόπηση, την οποία εκθέτει με τη μορφή μικρών αφηγημάτων. Χρησιμοποιώντας, κάθε φορά, ως αφορμή έναν σκύλο και ίσως παίζοντας με το ρητό «ο σκύλος είναι ο πιο πιστός φίλος του ανθρώπου», ο Μαυρουδής οδηγεί τον αναγνώστη να αναρωτηθεί εάν ο ίδιος ο άνθρωπος είναι ο πιο πιστός φίλος του ανθρώπου.
Ο συγγραφέας πλάθει 70 αφηγήματα με ιστορίες που αναφέρονται σε γεγονότα σημαντικά ή ασήμαντα, ιστορικά ή ατομικά, άλλοτε ως πρωτοπρόσωπος και άλλοτε ως τριτοπρόσωπος αφηγητής, άνθρωπος ή σκύλος. Χρησιμοποιεί πάντοτε έναν σκύλο για να προβάλλει τις ανάγκες του, τις σκέψεις του, δηλαδή τον λεγόμενο εσωτερικό του κόσμο. Ο σκύλος, λοιπόν, γίνεται ένας καθρέφτης για να δούμε τον άνθρωπο. Τα διαφορετικά είδη σκύλων μπορεί να αντιπροσωπεύουν και τις διαφορετικές προσωπικότητες των ανθρώπων. Ωστόσο, ο άνθρωπος ερμηνεύει τον κόσμο μέσα από όσα μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του και όσα αντιλαμβάνεται μέσα από τις αισθήσεις του.
Αυτό παραπέμπει στον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, ο οποίος άσκησε έντονη κριτική στην ανθρωπομορφική θρησκεία παρατηρώντας σκωπτικά ότι «ο κάθε λαός και η κάθε φυλή αποδίδουν στους θεούς τους τα δικά τους χαρακτηριστικά· και τα ζώα, τόνιζε, θα έκαναν το ίδιο, αν μπορούσαν να ζωγραφίσουν και να φτιάξουν αγάλματα».
Ο συγγραφέας δημιούργησε μικρά αφηγηματικά κείμενα που άλλοτε μοιάζουν με ημερολόγιο και άλλοτε με δοκίμιο, αλλά πάντοτε με γλώσσα που τη χαρακτηρίζει η ακρίβεια, η οικονομία και η λιτότητα. Ο Μαυρουδής ξεκίνησε από την ποίηση, η οποία τείνει σε λιτά γλωσσικά σχήματα για να μιλήσει για την ουσία.
Θα μπορούσα να πω πως κάθε αφήγημα θυμίζει κινηματογραφικό πλάνο που τελειώνει κάπως απροσδόκητα, χωρίς δηλαδή να έχει ολοκληρωθεί, αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση όπως οι παιδικές μας αναμνήσεις. Το κάθε αφήγημα παραμένει ανοιχτό ώστε να συμπληρωθεί από τον αναγνώστη. Η μικρή φόρμα άλλωστε ευνοεί αυτά τα «παιχνίδια» με τον αναγνώστη, ο οποίος καλείται να συμπληρώσει μνήμες που είναι κοινές, για παράδειγμα ένα λογοτεχνικό έργο όπως του Σταντάλ ή έναν πίνακα του Βελάσκεθ.
Η μνήμη απεχθάνεται τα κενά και γεμίζει τις ιστορίες με λεπτομέρειες από την φαντασία. Οι άνθρωποι αναρωτιούνται για το νόημα της ζωής ενώ για τους σκύλους τίθενται ίσως απλοϊκά ερωτήματα όπως «Γιατί κρύβονται, σαν παιδιά που παίζουν, τα παλιά γεγονότα;»
Ο απλός, ο καθημερινός άνθρωπος όμως, ασχολείται και εκείνος με απλοϊκά ερωτήματα και όπως ο σκύλος «βαδίζει ανύποπτος για τη συγκυρία» μέσα στο κάδρο της Ιστορίας «παρών παντού και σ’ όλους τους χρόνους, διεκδικεί, θα ’λεγες να υπάρχει ισότιμα.». Ο σκύλος όμως «πεθαίνει χωρίς να υποψιάζεται την απουσία του, χωρίς να ξέρει τίποτε για το χρόνο… μιαν αθάνατη ύπαρξη». Κι ο άνθρωπος όμως ζει πολλές φορές την ζωή του σαν τους Βερολινέζους σκύλους, περπατώντας σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι. Η αμφισημία δεν δίνει ποτέ την σωστή απάντηση, οι ματαιώσεις μας μας ωριμάζουν και η αιωνιότητα καταρρέει με τον θάνατο που πλησιάζει απειλητικά με την πρώτη απώλεια κάποιου κοντινού μας προσώπου.
Δεν θα αναφερθώ κι εγώ στις πλούσιες αναφορές του Μαυρουδή σε λογοτεχνικά βιβλία, πίνακες ζωγραφικής, ταινίες, μουσικές, ιστορικά γεγονότα αλλά και την Μυθολογία που παίζει με τις Ιστορίες και τα «πεπρωμένα» τους. Θα σταθώ όμως στην πρόταση την αντιγραμμένη από το Ταλμούδ: «Εκείνος που σώζει έναν άνθρωπο είναι σαν να σώζει όλο τον κόσμο», που λέει ένας Εβραίος στην ταινία Η λίστα του Σίντλερ, η οποία αναφέρεται στη γενοκτονία των Εβραίων, και τη μεταφέρει ο συγγραφέας σε ένα από τα αφηγήματά του. Αναρωτιέμαι πόσους ανθρώπους σώζει ένας συγγραφέας με τα αφηγήματά του, μέσα στα οποία ακινητοποιείται ο χρόνος και δίνεται η ψευδαίσθηση πως ο άνθρωπος μπορεί να πλησιάζει την αθανασία. Μέσα από τη γραφή του ο συγγραφέας ζωγραφίζει ξανά τη ζωή ως ζωντανή μνήμη κάθε φορά που ένας αναγνώστης διαβάζει μία από τις μικρές ιστορίες του Μαυρουδή στο βιβλίο του Η αθανασία των σκύλων.
Κλείνω το βιβλίο με γλυκιά αίσθηση νοσταλγίας και σκέφτομαι πως ίσως τελικά η αθανασία να μην είναι τίποτα άλλο παρά αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας ονομάζει το κερδισμένο παρόν: «…κι αυτό που υπήρξαμε, ακέραιο, σε αιώνια γαλήνη συντηρημένο, σαν ένας θεός να το σταμάτησε εκεί».
• Κρατικό Βραβείο Διηγήματος [2014]
• Βραβείο Βραβείο Διηγήματος – Περιοδικό “www.oanagnostis.gr” [2014]
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Επάνω, πίνακας του Anthony van Dyck, το έργο μέσα στο κείμενο του Edwin Henry Landseer.]