«Ξεχωρίζοντας το θεμελιώδες από το ενδεχόμενο»
Για την ποιητική συλλογή Αλίπλοος Ουρανός της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου (Γαβριηλίδης, 2015)
«Στραφταλίζουν» οι λέξεις στον Αλίπλοο Ουρανό της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου χορεύοντας τον αναγνώστη μια στο βυθό και μια στον αφρό, μια στα κύματα και μια στον ουρανό. Ένα ταξίδι αρμύρας, όπου οι αισθήσεις ταξιδεύουν όχι στα γνωστά και τα τετριμμένα ενός τέτοιου ταξιδιού και σίγουρα μακριά από κοινοτοπίες και γραφικότητες. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου έχει αναμφισβήτητα τον δικό της τρόπο να μας μεταφέρει σε «θαλασσεύουσες πολιτείες», να μας ψιθυρίσει διακριτικά τα μυστικά και τα αφανέρωτα, τα μυστικιστικά και τα αρχέγονα που ζέουν στα μεγάλα βάθη ή αναδύονται με χάρη για να φτάσουν ψηλά, «να σπάσουν επιτέλους το τσόφλι του ουρανού», όπως αυτολεξεί λαχταρά και ο γλάρος των στίχων της.
Μια συνεχής παλινδρόμηση ανάμεσα στα ύψη και στα υδάτινα έγκατα, με στάσεις εκεί όπου η ματιά της ποιήτριας εστιάζει γι’ αυτό που αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό, ως πολύτιμο. Και δεν πρόκειται για κοράλια και μαργαριτάρια, αλλά για αγκαθωτούς αχινούς και ανάποδους κάβουρες, για γλάρους και αρμενάκια, ακόμα κι αυτοί οι λεμονανθοί κάτι απ’ το «λευκό του αφρού του κύματος» κρατούν, ενώ το ηλιοβασίλεμα «σιρόπι από νεραντζάκι γλυκό», αφήνοντας ενδεχομένως πέρα από την αδιαμφισβήτητη ομορφιά του και μια υπόρρητη πικράδα.
Πλέοντας ποίημα-ποίημα, η θάλασσα συνομιλεί με τον ουρανό στην αιώνια γλώσσα του σύμπαντος και της δημιουργίας, στο απλό αλφάβητο, το χαραγμένο στη γενετική μνήμη, παρωχημένο στους σύγχρονους πολύβουους κώδικες, αλλά αναπόφευκτα και νομοτελειακά οικείο. Όλα αυτά στο ποίημα με τίτλο «Αλφάβητο». Με παρεμφερές αλφάβητο φαίνεται να ψιθυρίζει και η νύχτα, στο ομότιτλο ποίημα, μόνο που εδώ οι φθόγγοι καλούνται να αποκωδικοποιηθούν στο βαθύ σκοτάδι, σε δύσκολα μονοπάτια, εναλλασσόμενα, «βουστροφηδόν» γραμμένα. Στο έκτο ποίημα της συλλογής το διαζευκτικό «ή» του τίτλου «Περσίδες ή πεφταστέρια» μοιάζει σαν να επισημαίνει το δικαίωμα της επιλογής της οπτικής. Για κάποιους είναι αστέρια που πέφτουν, μια χρυσή βροχή σε μια καλοκαιρινή νύχτα, προς τέρψη αποκλειστικά των αισθήσεων, ενώ για άλλους η άχρονη εκείνη στιγμή «όπου αρχή και τέλος ένα, πριν και μετά κανένα», που μόνο με τη δύναμη του νου μπορεί να συλληφθεί.
Η παρήχηση παρασύρει στο φειδωλό ποίημα με τίτλο «Όναρ», όπου το γράμμα «ρο» – «ρέουν ροές ρευστών υδάτων» – αποτυπώνει γλαφυρά την κινητικότητα των εικόνων, μέσα στην ακαθόριστη ατμόσφαιρα του ονείρου, μικραίνοντας κι άλλο την απόσταση ανάμεσα στο εφήμερο και το ατέρμονο, ενώ στο πρώτο ποίημα της συλλογής, τον «Παφλασμό» το ίδιο γράμμα, το «ρο», αναδεύεται μαζί με το «φι», το «ταυ», το «σίγμα» -«σφαδάζει στραφταλιστά το σφρίγος του σφυγμού», «το σκίρτημα σπαρταράει και στροβιλιστά σκάει»- για να μιμηθεί με σθένος το ρου του κυματισμού.
Το αποτύπωμα του χρόνου, η συνέχεια και το αιώνιο θίγονται με επιμονή και συχνά.
Το αποτύπωμα του χρόνου, η συνέχεια και το αιώνιο θίγονται με επιμονή και συχνά. Η θάλασσα κι ο ουρανός άλλωστε είναι δυο σύμβολα που εμπεριέχουν το άφθαρτο και το αιώνιο, ανταλλάσοντας και ανακυκλώνοντας την ενέργεια του κόσμου και η ποιήτρια τα χρησιμοποιεί περίτεχνα ώστε να θέσει και να αναδείξει αυτές τις έννοιες. Στο ποίημα με τίτλο «Ναυτίλος», ο χρόνος αποτυπωμένος στη σπείρα του όστρακου, κουβαλά τις αιώνιες μνήμες, αυτές που λειτουργούν ως εστία για τη λυτρωτική επιστροφή. Αντίθετα, στο ποίημα με τίτλο «Αλώνι» ο χρόνος εγκλωβίζεται στο τώρα, σε έναν φαύλο κύκλο άγονης προσπάθειας, εκεί όπου η μνήμη έχει χαθεί και τα φτερά μόνο μπορούν να λυτρώσουν, ενώ στο ποίημα «Ψαράδες» ο χρόνος ενώνεται σε «μιας στιγμής σταμάτημα».
Την υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας, όπως αυτή κορυφώνεται με απανωτά ερωτήματα και με μια λυτρωτική επίκληση στο θείο στο ποίημα «Έπεα Πτερόεντα», έρχονται να αποφορτίσουν δυο -γραμμένα λες από παιδικά ενήλικο χέρι- ποιήματα, που υπενθυμίζουν στον αναγνώστη ότι η αγωνία της ύπαρξης πηγαίνει χέρι-χέρι με την ελαφρότητά της, αντιπαραβάλλοντας στα αιώνια άλυτα τα απλά και παιδιόθεν κατακτημένα. Η θάλασσα, ένα τραμπολίνο για να φτάσει κανείς στα σύννεφα στο ποίημα «Συννεφάκι», ενώ στο έτερο με τίτλο «Αρμενάκι», οι απλές γραμμές ανάγονται σε δυσκολότερα σχήματα, οι απλές ομορφιές σε καθολικές.
Εκείνα για τα οποία η ποιήτρια δε θέλησε να μιλήσει με έννοιες αόριστες και συμβολικές, τα προσωποποίησε σε έμβια όντα με ξεκάθαρο ρόλο σε αυτό το αλίπλοο ταξίδι, μεταθέτοντάς τους εν μέρει ανθρώπινες αδυναμίες, αρετές και επιθυμίες. Ο γλάρος, πτηνό – σύμβολο των θαλασσινών ταξιδιών, εμφανίζεται δυο φορές στη συλλογή. Την πρώτη, ως ερωτικό πάθος, απόλυτο, μοιραίο, εξυψωτικό, και τη δεύτερη ως μύχια επιθυμία της απόλυτης ελευθερίας, απαλλαγμένης από τη μετριότητα και τη συνεχή μάταιη αναζήτηση ως «σκοτεινός ναυαγός του φωτός». Λιγότερες από τις ιδιότητές του φαίνεται να φέρει ο κάβουρας, στο ομότιτλο ποίημα, καθώς η χαρακτηριστική λοξοδρόμησή του ήταν αρκετή για να συνοψίσει τους παράδρομους της ψυχικής περιπλάνησης πέρα από το εμφανές και το αυτονόητο. Αντίθετα, η περιγραφή του αχινού, λεπτομερής όσο χρειάζεται ώστε να χτιστεί ένα ασφυκτικό και κλειστοφοβικό περιβάλλον, που ωστόσο αφήνει στιγμές φωτός ακόμη κι αν αυτές πηγάζουν από τα αιχμηρά αγκάθια του.
Και είναι οι μεμονωμένες λέξεις στη συλλογή της Παπαγεωργίου αυτές που κρατούν το ποίημα στο ύψος ή στο βάθος που επιθυμεί η ίδια. Άλλωστε, όλα τα υποκείμενα –μερικές φορές ακόμη και αυτές οι αισθήσεις- στο βιβλίο μοιάζουν να μην αντέχουν τη μετριότητα, επιθυμούν είτε το απόλυτο ύψος είτε το θαλάσσιο βάθος, την Ομορφιά αναπόσπαστη από την Αλήθεια, κι όταν δεν μπορούν να τα κατακτήσουν κυριολεκτικά, τα αναζητούν αέναα και τα κερδίζουν μέσα από την ψυχική ανάταση. Οι λέξεις μετουσιώνουν τις απλές εικόνες σε βιωμένες αισθήσεις, τα φωνήεντα παίζουν με τα σύμφωνα γεννώντας θαλασσινούς ήχους που φτάνουν ξεκάθαρα στα αυτιά μας. Και, εν τέλει, είναι αυτές οι επίλεκτες λέξεις που καθαρίζουν τους στίχους από τα περιττά και συμπυκνώνουν τις περιγραφές παίρνοντας επάνω τους την «ευθύνη».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]