Τα σαρανταπέντε χρόνια παρουσίας μου στα γράμματα, που ήταν η αφορμή για μια συνάντηση παλαιόθεν φίλων και γνωστών στην αίθουσα του Public στο Σύνταγμα, με την πλατεία και το κτήριο της Βουλής να παρουσιάζονται πιάτο μπροστά μας, έστω και με τη συνειρμική αμφιθυμία που μου προκάλεσαν οι πρόσφατες αναμνήσεις από τις ογκώδεις συγκεντρώσεις σ’ αυτό το ιστορικό τετράγωνο της Αθήνας, δεν σας κρύβω ότι μού δημιουργούν ανάμεικτα αισθήματα, συγκίνησης και αμηχανίας. Κανονικά, αν δεν θέλουμε να διογκώνουμε τα πράγματα, κάτι που είναι μάλλον εγγενές στα ήθη των συγγραφέων, είναι μια ελάχιστη ως προς το δημόσιό της εκτόπισμα επέτειος. Επειδή ένα από τα βασικά παρεπόμενα της ειρωνικής, στοχαστικής στάσης είναι η μετρημένη αντίληψη των πραγμάτων, δεν μου είναι καθόλου βαρύ το να αναγνωρίσω κάτι αυτονόητο. Ότι μπροστά στις μείζονος σημασίας επετείους που αφορούν τους μείζονες της λογοτεχνίας και των άλλων τεχνών, η μοίρα των κριτικών είναι προδιαγεγραμμένη: Να συνοδεύουν με τα κείμενά τους μόνο τις στήλες αναθημάτων που οι εκάστοτε κανόνες αναγείρουν για τους πρόσκαιρα, έστω, δαφνοστεφείς, προτού η σκόνη του χρόνου ολοκληρώσει τη δουλειά της και σε άλλες μεν στήλες αφήσει να ξεχωρίζουν τα εγχάρακτα, διατηρώντας την παρουσία προσώπου και έργου, ενώ σε άλλες –μου έρχεται τώρα συνειρμικά η εικόνα των στηλών που βλέπουμε περιπλανώμενοι στον Κεραμεικό– η απάλειψη κάθε μνείας σαρώνει εντελώς τα πάντα και επιστρέφει δημιουργήματα και δημιουργούς στην αφάνεια. Γι’ αυτό και η απλή μελέτη της ζωής των έργων στην κλασική, στη ρομαντική ή στη νεωτερική εποχή, πέρα από τις διαφορές στην ταυτότητά τους επισημαίνει ένα κοινό σημείο: το πόσο μάταιη είναι η σπουδαιοφάνεια της κριτικής. Δεν είναι χαρακτηριστική η ειρωνεία του πράγματος, όταν σκεφθούμε βαθύτερα το εξής: πως όταν οι ιδιοτροπίες των κανόνων τείνουν στη διάσωση κάποιων από τα έργα, μαζί τους είθισται να περισώζουν, αν και αυτό δεν είναι απόλυτο, ορισμένους, τους πιο χαρακτηριστικούς τρόπους υποδοχής τους; Και με την ευκαιρία αυτή θυμάμαι μια κάπως παλιά και μάλλον διασκεδαστική για μένα και εντόνως απλοϊκή εικόνα της σχέσης έργου και κριτικής, παραστημένη από τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο (που ίσως κι αυτός τη δανείστηκε από κάπου αλλού), όπου η κριτική εμφανίζεται ως πιστή θεραπαινίδα με κύριο καθήκον της να έχει πάντοτε σε τάξη την είσοδο στον κοιτώνα της λογοτεχνίας! Με όλα αυτά θέλω να σας πω, με μια τάση υπερβολής, ότι σήμερα αισθάνομαι σαν να δημιουργώ αγεφύρωτες ρήξεις, προδίδοντας την παράδοση της θεραπαινίδας, χαμηλόφρονης κριτικής της λογοτεχνίας που ήξεραν όλοι˙ ότι ήδη έχει εκφράσει την ανησυχία της σειρά ολόκληρη από ικανότατους συναδέλφους του παρελθόντος, ο Τέλλος Άγρας, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο Βάσος Βαρίκας, ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης, ο Ανδρέας Καραντώνης, ο Τίμος Μαλάνος, ο Κλέων Παράσχος. Σαν να μου λένε: αν είναι δυνατόν! Σαν πολύ την άφησες να σηκώσει τη μύτη της και τώρα κοντεύει πια να θέλει ν΄ ανταγωνιστεί την κυρά της!
Αυτά όμως είναι δευτερογενείς στοχασμοί, του λογίου. Στην αρχή, ό,τι απλώς ήθελα να κάνω, με την ευκαιρία αυτής της συνάντησης, ήταν να πω λίγα λόγια για το ξεκίνημα αυτών των σαρανταπέντε ετών, και σ’ αυτό ακριβώς θέλω να στραφώ τώρα, έστω κι αν αλλάξω τελείως τον τόνο της αντιφώνησης μου, περνώντας από τα σοβαρά και κάπως στιφά στα πιο προσωπικά, αφού κάθε αναδρομή είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα της μνήμης και των βιωμάτων. Ξεκινώντας λοιπόν, ας σημειώσω ότι όλοι μας έχουμε την τάση να θεωρούμε μοναδικό κι ανεπανάληπτο αυτό που ζούμε (και ως ένα βαθμό έτσι είναι, καθώς τίποτε δεν επιστρέφει το ίδιο), αλλά αν πάω πίσω στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα νομίζω ότι η σκληρότητα του καιρού εκείνου, διαφορετική οπωσδήποτε, δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τη σκληρότητα του καιρού που ζούμε. Σημασία έχει ότι και τότε όπως και τώρα είχαμε (και μιλάω στον πληθυντικό, για να συμπεριλάβω τους συνομιλήκους μου) την ίδια περίπου αίσθηση αδιεξόδου αλλά και περίπου την ίδια αβεβαιότητα ως προς τη διάρκεια του. Τότε, το 1968, οι νεότεροι πιστεύαμε ότι ο υπόλοιπος κόσμος ακολουθούσε ερήμην μας έναν δρόμο αποκλίνοντα από τον ανάδελφο δικό μας, ότι ήμασταν για τα καλά εγκλωβισμένοι από μια αναχρονιστική καθεστηκυία τάξη που ταυτόχρονα εκμεταλλευόταν και αναδείκνυε το λειψό τής, εντός πολλών εισαγωγικών, δημοκρατικής μας ωριμότητας. Έχοντας ολοκληρώσει με χίλια βάσανα τη στρατιωτική μου θητεία μόλις δυο-τρεις μήνες πριν από τον Απρίλιο του ΄67, είχα έρθει στη Θεσσαλονίκη για να ξαναπιάσω την κομμένη γραμμή των σπουδών μου. Ωστόσο για την ώρα παρακολουθούσα, κυριευμένος από μια αδράνεια που με εντυπωσίαζε, τα έργα και τις ημέρες ενός καθεστώτος που μπορεί να στολιζόταν με τα οπερετικά χαρακτηριστικά της μπουφόνικης υπερβολής, με τον τόνο της φωνής και την παρουσία των δυο πρωταγωνιστών του να ενισχύουν αμέσως την καρικατουρίστικη διάθεση (μάλλον το άλλοθι της αμυντικής μας στάσης), αλλά η όλη κατάσταση δεν έδινε την αίσθηση του ευμετάβλητου, της ρευστότητας. Νιώθαμε, όσοι τουλάχιστον είμαστε γνωστοί, σε γενικές γραμμές μουδιασμένοι και απογοητευμένοι.
Και όχι χωρίς λόγο. Θυμάμαι ότι η 21η με είχε βρει έτοιμο να ταξιδέψω στην Αθήνα. «Στις 21 Απριλίου 1967 το πρωί στη Θεσσαλονίκη ήταν ήλιος και ωραίος καιρός», αρχίζει ο Γιώργος Ιωάννου το χαριτωμένο διήγημά του «Ο Πρόεδρος Ταμέλης». Και πράγματι υπήρχε μια φοβερή διαύγεια στην ατμόσφαιρα, εκείνο το πρωί που ξεμύτισα από το ισόγειο διαμέρισμα μιας μίζερης πολυκατοικίας όπου ζούσα, στο στενό δρόμο της Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, παράλληλα με την Ιπποδρομίου και κοντά στην Καμάρα. Ξυπνημένος και ειδοποιημένος ότι «κάτι τρέχει» από τα απανωτά χτυπήματα στο τζάμι των διπλανών συμφοιτητών μου, πετάχτηκα έξω και άκουσα με έκπληξη να έρχεται από το βάθος της έρημης Εγνατίας ο ρυθμικός ήχος του τύμπανου και του ομαδικού βαδίσματος που συνόδευαν την εμφάνιση των στρατιωτικών αγημάτων. Ήταν δέκα η ώρα.
Η συνέχεια στην έντυπη έκδοση του περιοδικού (Φρέαρ, τχ. 2).