Αχιλλέας Κατσαρός, Cabaret Voltaire, Μίνθη, Ιωάννινα 2016.
H ποίηση ήταν πάντα το όπλο της δύναμης στην σκληρότητα των καιρών. Κι ήταν πάντα το μόνο όπλο που δεν καταργούσε τον ανθρωπισμό. Αντίθετα τον υπεράσπιζε και γινότανε η μαχόμενη πένα κατανόησης, ακόμα και του εχθρού, δημιουργώντας στη σεβαστική αλληλεγγύη ένα πρότυπο: το πρότυπο του ήρωα ποιητή, του ποιητή πολεμιστή, του ποιητή ανθρώπου, του «μαέστρου ποιητή» ‒για να αναφέρω αυτούσιους στίχους του Αχιλλέα Κατσαρού‒ του ποιητή που θυμίζει δέντρο, «με μαλλιά ανάκατα», «κλαδιά χέρια σε κίνηση», δίνοντας εντολές στους μουσικούς (σελ. 11). Γιατί, όπως στοχαστικά αποφαίνεται ο Αχιλλέας Κατσαρός, «εν τέλει ο ρυθμός είναι αμάρτημα» κι έτσι φιλοσοφικά ξεκινά την ποιητική του δημιουργία, γιατί ο ρυθμός υπήρξε πάντα, και συνεχίζει να είναι, το αμάρτημα και ο διαλυτής του χάους. Αμάρτημα γιατί είναι αυτό που κουβαλούμε μέσα μας και δεν το ξέρουμε, το ξαστοχούμε, όπως αποφαίνεται και η ετυμολογική διερεύνησή του όρου· από την άλλη πλευρά ο ρυθμός ήταν αυτός που την αρχή έβαζε σε τάξη τη θεία διακόσμηση και δημιουργούσε κόσμους, φωτεινά σύμπαντα, που μόνο στην τάξη, κι εξαιτίας, του ρυθμού δημιουργούνται. Ο ρυθμός δηλαδή πάντα δημιουργούσε ποίηση, έφτιαχνε κατασκευή, μέσα από αντιστάσεις αδράνειας και κοσμογονικές δυσκολίες, για αυτό και το γήινο αποτύπωμά του, ο μαχόμενος υιός του, είναι ο ποιητής. Κι η πρώτη φιλοσοφική, φυσιοκρατική, προσωκρατική, σκέψη ξεκινά με ποίηση.
Όλη αυτή η εισαγωγή για το ποιητικό έργο του Αχιλλέα Κατσαρού, θα φαινότανε στομφώδης, θα τολμούσα να πω, αν δεν υπήρχε η ωραία ενατένιση της ίδιας της ποιητικής σκέψης, μετρημένης στον σοβαρό της λόγο, έναν λόγο που κοπιάζει, μοχθεί, με καθαρότητα και απλότητα, να εκφράσει την αλήθεια. Το λέει στην αρχή κιόλας ο ποιητής μας: «τρία άλμπατρος με μύτες φαγκότα θέλουν να βγουν από τις λέξεις… τα δύο πετούν…». Από εκεί και πέρα αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε να κάνουμε με μία σοβαρή ποίηση, με έναν σοβαρό ποιητή, που βάζει τάξη στην αταξία. Γιατί αυτό ήταν πάντα και θα είναι το νόημα της ποίησης, το σχήμα, η μορφή, οι σκέψεις που πρέπει να εκφρασθούν, τα νεφελώματα του λόγου που πρέπει να διασαφηνιστούν, οι συγκινήσεις που πρέπει να αποτυπωθούν· αυτές που πρέπει να υποβληθούν κι εκείνες που πρέπει να αποσιωπηθούν. Αυτό δηλαδή που κάνει η ποίηση, η καλή ποίηση, η ωραία ποίηση, αυτή που βλέπουμε στη δημιουργία του Αχιλλέα Κατσαρού και χαιρόμαστε πολύ.
«Είμαστε τα γράμματα ψηφιακής εκτύπωσης
σε δύο τρία χρόνια δεν θα υπάρχουμε
και θα ρωτάμε ο ένας τον άλλον,
το ακούς αυτό το τραγούδι;».
Kι αλλού:
«Ανθολόγε Αντρέ Μπρετόν
πήλινα σκεύη οι λέξεις
έβαλαν πόδια
περπάτησαν
δέντρα τις κράτησαν
στα κλαδιά
να νιώσουν το βάρος
μαύρο χιούμορ του θανάτου
το διαβατήριο στο χάος,
άναρχος άγγελος
οδύνης και ηδονής».
Σκέπτομαι τις λέξεις του στίχου: «οδύνης και ηδονής», χαράς και λύπης και να τα φιλοσοφικά αντιθετικά δίπολα που στοιχειοθετούν την έννοια της υπόστασης στον ορισμό της ύπαρξης. Γιατί τίποτα δεν υπάρχει, αν δεν θεμελιώνεται στην αντίθεσή του, αν δεν συμπληρώνεται στην πολικότητά του: το αρσενικό και το θηλυκό, το φωτεινό και το σκοτεινό, το θετικό και το αρνητικό, η δράση και η αντίδραση.
«Υπάρχουν ανθολογίες εκεί έξω;
Δόρατα αιχμηρά;
Λεγεώνες ονείρων;
Κύματα επτά;
Υπάρχουν στάχτες;
Οδύσσειες;
Υπάρχουν αντίδοτα στον Άδη;
Ξανθό ξύλο να καίγεται;
Δρεπάνι;
Τόποι ευτυχισμένοι;».
Αγαπώ αυτήν την ποίηση. Την ποίηση που δεν είναι ανασάλεμα ψυχής, αλλά μία κατάθεση σκέψης. Πίσω από την οποία όμως υφέρπει η λεπτοφυής συγκίνηση. Η σκέψη είναι ο έλεγχος του θυμικού συναισθήματος, ακριβώς για να καθρεπτισθεί σε αυτό γαλήνια και να προάγει τον νου, το πνεύμα, την ανώτερη έκφανσή της. Η σκέψη είναι δράση, το πνεύμα, η πνευματικότητα είναι ο τόπος στον οποίο η δράση αυτή καταλήγει. Το πνεύμα είναι το απαύγασμα της σκέψης, η διαύγεια, η αποκρυστάλλωση της ανθρώπινης εμπειρίας και μόνο μία ποίηση «άπασχη» ‒ας μου επιτραπεί εδώ το λαϊκό ιδίωμα που αποτυπώνει εύστοχα την ουσία‒ μόνο μία ποίηση «άπασχη» οδηγεί εκεί. H ποίηση δηλαδή δεν υπηρετεί, και δεν πρέπει να υπηρετεί, την αναταραχή του συναισθήματος (αυτή είναι ποίηση πρωτόλεια), αλλά αντίθετα πρέπει να είναι μία ποίηση νηφάλια που να στοχεύει στην ανακατάταξη του νου, στην πνευματική αναταραχή που ανανεώνει, αναπλάθει και μετασχηματίζει την πορεία της ζωής. Αυτή η ποίηση, ευεργετική, που γίνεται αρωγός ζωής και σου δίνει τη λογική ελπίδα, όχι την υπερφίαλη ελπίδα του άκοπου συναισθήματος. Αυτήν την ποίηση μας δίνει με τη δημιουργία του ο Αχιλλέας Κατσαρός και εμείς τον ευχαριστούμε για τις δυνατότητες εσωτερικής, προσωπικής, διεύρυνσης που μας προσφέρει, με μία λυρική σκέψη που δεν ωραιοποιεί, όμως ενθαρρύνει:
«Ημέρα πρώτη.
Κάθοδος στον Άδη.
Η ανάσταση εδώ σαλπίζει πιο σιωπηλή
από τις κραυγές των ζωντανών,
οχύρωση του σώματος μπροστά στη σκιά».
«Ημέρα δεύτερη.
Παρατηρήσεις των εγκοσμίων στον τόπο των κεκοιμημένων».
«Ημέρα τρίτη.
Αναστάσιμη ημέρα.
Έξω από τον τάφο δεν θα δεις άγγελο ούτε γυναίκες.
Η κόλαση είναι πιο ζωντανή από κάθε περιγραφή.
Σπάνε οι βράχοι.
Χιλιάδες λεύγες πραγματικότητα,
αυτό είναι το αλύτρωτο κρασί».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η Aγγελική Κομποχόλη είναι δρ Φιλολογίας. Φωτογραφία: Coskun Cokbulan.]