Μια ανάγνωση του βιβλίου της Αρχοντούλας Διαβάτη, Σκουλαρίκι στη μύτη, εκδ. Νησίδες, 2015.
Διαβάζοντας το Σκουλαρίκι στη μύτη, το χρώμα γύρω μου σταδιακά γύρισε σε σέπια τόνους και το πικάπ άρχισε να παίζει μόνο του «Εσένα που ξέρω τόσο λίγο», ξανά και ξανά. Στο βάθος οι φωνές των γειτόνων που όλο και δυνάμωναν ‒τρωγόντουσαν για μια ασήμαντη αφορμή‒ με σήκωσαν να κλείσω το παράθυρο του πίσω ακάλυπτου. Απέναντι, ένα νεαρό ζευγάρι αγαπιόταν και έτσι πως έπεφτε το φως του ήλιου στο παραθυρόφυλλο, έτρεξα να προλάβω τη μέρα πριν χαθεί, αφήνοντας το παράθυρο ανοιχτό και το πικάπ να παίζει και το βιβλίο να διαβάζεται.
Η συλλογή διηγημάτων της Αρχοντούλας Διαβάτη Σκουλαρίκι στη μύτη είναι ένας οικείος κόσμος, που διαρκώς τελειώνει και ξαναρχίζει. Μοιάζει να επιστρέφει συνέχεια για να επιβεβαιώσει συμπεράσματα που κανείς δεν θέλει να επιβεβαιωθούν: οι άνθρωποι τελειώνουν, η ιστορία επαναλαμβάνεται, τα όνειρα ξεθωριάζουν, το χθες είναι όμορφο και το αύριο τρομακτικό. Αντίδοτο σε αυτήν την υπαρξιακή μελαγχολία: αγάπες-βιβλία, αγάπες-ταινίες, παρέες, πορείες και εκδρομές και η ζεστασιά της γραφής.
Σ’ όποια σελίδα του βιβλίου κι αν τύχει και σταθεί κανείς, αμέσως θα αντιληφθεί ισχυρή την παρουσία του ΧΡΟΝΟΥ. Του χρόνου που περνά, του χρόνου που πέρασε ή του χρόνου που θα περάσει. Αν βιαστικά κρατήσουμε τις πρώτες μόνο λέξεις των διηγημάτων της συλλογής, θα συναντήσουμε πρωταγωνιστές ηλικιακά προσδιορισμένους: Αγόρια και κορίτσια… /Νεαροί στη Λέσχη του Κάβουρα… / και θα συλλέξουμε καθαρό χρόνο: Όταν θα γίνουμε γέροι… / Αξημέρωτα είχαμε βγει… /Μεσημέρι Κυριακής… / Δημοτικό αναψυκτήριο, βραδάκι… /Τρίτη μεσημέρι… /Εφτάμιση το πρωί… /Δεν είναι ποτέ εκεί, την ώρα που πρέπει… /52ο Φεστιβάλ… /Μετά την πορεία… /Είχα τελειώσει το σχολειό… /Θυμάμαι στη Δράμα… /Αξημέρωτα είχαν ξεκινήσει… /Τα γενέθλια στο φέισμπουκ… /Χτες ακόμη… /Όταν έχεις μια παιδική καρδιά…
Ακόμη και οι χώροι, είναι ουσιαστικά χρόνοι:
Στην αίθουσα αναμονής… /Θα συναντιόμασταν στο πατρικό… / Στο πατάρι σκαλίζοντας παλιά τεφτέρια… / Στην Αγαπηνού φίλησα πρώτη μου φορά../
Αν σταθούμε γενικά στα σκηνικά της δράσης των διηγημάτων, συνήθως πρόκειται για χώρους μεταβατικούς (δρόμοι, μέσα μεταφοράς, χώρος αναμονής) ή προσωρινής παραμονής (ξενοδοχεία, πρόχειρα νοικιασμένο διαμέρισμα), τόποι συνάντησης – τόποι εκδηλώσεων (πάρκο στην πλατεία, ταβέρνα, δημοτικό αναψυκτήριο, Λέσχη, έκθεση φωτογραφίας, φεστιβάλ κινηματογράφου) ή έντονα βιωμένους χώρους (πατρικό, εκεί που φίλησε πρώτη φορά).
Δεν μιλάμε όμως μόνο για λέξεις και σκηνικά αλλά και για δομές που σχετίζονται με τον χρόνο. Τα πιο γοητευτικά σημεία στις αφηγήσεις της συγγραφέως, δημιουργούνται είτε μέσα από άλματα χρονικά που φέρνουν αντιμέτωπα το παρόν με το παρελθόν ή το μέλλον, είτε μέσα από παράλληλες διαδρομές με διαφορά φάσης, είτε, ακόμη, μέσα από στιγμές που διογκώνονται με οπτικές πληροφορίες, αναφορές, αναδρομές και σκόρπιες σκέψεις ώστε να μετατραπούν σε πυκνές διάρκειες, μα προσωπικά αγαπημένη όλων είναι η ακριβώς αντίθετη πρακτική: η διάρκεια, μια ολόκληρη ζωή, που συμπιέζεται, θρύψαλα γίνεται και χωράει σε μια στιγμή μετέωρη, βλέπε «Πλανήτης Μελαγχολία».
Κλείνοντας, να εκμυστηρευτώ πως πολύ αγάπησα την «πλαστική τσάντα νεωτερισμών» (σ. 7) και τα «μικρά άγρια τριαντάφυλλα στον φράχτη – που εξηγούν με το άρωμά τους κάτι που είναι δύσκολο να το πεις με λόγια» (σ.43).
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]