Γιώργος Αλισάνογλου, Παιχνιδότοπος, Κίχλη, Αθήνα 2016.
Το παλίμψηστο της Μνήμης ή πώς η τραυματική Μνήμη ανάγεται σε μετωνυμία μιας διαχρονικής και υπερτοποπικής πολιτισμικής παθογένειας που ερείδεται σε ανθρωπολογικά στοιχεία: αυτή θα μπορούσε να είναι η κεντρική ερμηνευτική αρτηρία της καινούριας ποιητικής συλλογής του Γιώργου Αλισάνογλου Παιχνιδότοπος, που κυκλοφόρησε πρόσφατα (Φεβρουάριος 2016) από τις εκδόσεις Κίχλη. Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή. Παρά τον οπτιμισμό που αναδύεται από τον τίτλο, ο Παιχνιδότοπος του Αλισάνογλου δεν μοιάζει να προσφέρεται για παιδικό παιχνίδι και το ειρωνικό πρόσημο του τίτλου του γίνεται κατανοητό στον αναγνώστη, όταν τον συν- αναγνώσει με τον υπότιτλο του βιβλίου: τραύμα για εννέα μήνες και 3 εποχές. Πρόκειται για μια περίοδο δηλαδή ισόχρονη με την ανθρώπινη κύηση και τόσο επώδυνη όσο η έλευση κάθε ανθρώπινης ύπαρξης στον αφιλόξενο κόσμο ή μήπως τόσο τραυματική όσο η γέννηση ενός ποιητή μέσα από την επίπονη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας που επιδεινώνεται όσο η φθορά και ο πόλεμος δεν έχουν ημερομηνία λήξης αλλά ανανεώνονται ατέρμονα διαγράφοντας επάλληλους κύκλους;
Η ποιητική συλλογή αποτελείται από τέσσερα μέρη: Πόλεμος, Μνήμη, Λάφυρα και Όρια της Άνοιξης, με κάθε ένα από αυτά να αντιστοιχεί σε μια εποχή του χρόνου. Η «κυοφορία» του ποιητή διαρκεί από το καλοκαίρι μέχρι και τον χειμώνα και η γέννησή του διαδραματίζεται την άνοιξη. Εν προκειμένω, σε μια πρώτη ανάγνωση, μπορούμε να μιλήσουμε για ασύμμετρη ποσοτικά δομή της συλλογής δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ των τεσσάρων μερών της είναι ετεροβαρής· ο Πόλεμος κατέχει τη μεγαλύτερη έκταση στο βιβλίο, τα επόμενα δύο μέρη είναι περίπου ποσοτικά ισότιμα και το τελευταίο μέρος Τα όρια της Άνοιξης είναι ποσοτικά το ισχνότερο, καθώς αποτελείται μόνο από τρία ποιήματα. Το τελευταίο ωστόσο αυτό μέρος της συλλογής ενέχει μια ερμηνευτική δυναμική, που υπερβαίνει την αριθμητική του ισχνότητα, καθώς η φωνή του ποιητή, διηθημένη μέσα από τα δεινά, απελευθερώνει το ανεσταλμένο φορτίο ελπίδας, παρά την παθογένεια, τους πολιτισμικούς αταβισμούς, τον θάνατο.
Είναι νευραλγικής σημασίας η χρήση των συμβόλων στο εν λόγω βιβλίο στον βαθμό που αυτά ισοπεδώνουν τις χρονικές διαφορές, ανασημασιοδοτούν την Ιστορία, την επικαιροποιούν, διαρρηγνύοντας τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τόπων και εποχών. Μυθικά πρόσωπα, όπως η Κίρκη, ο Οδυσσέας, η Πηνελόπη, η Ελένη, οι Δαναοί και οι Μυρμιδόνες, πρόσωπα ιστορικά, όπως η Μαρία Αντουανέτα και η Θηρεσία, αλλά και διαχρονικοί λογοτεχνικοί ήρωες, όπως η Οφηλία, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα συνυπάρχουν σε ένα κάδρο, όπου το παρελθόν πολτοποιείται σε ένα αδιάρρηκτο παρόν και το παρόν αντιμετωπίζεται ως ένα μέλλον εις το διηνεκές με δυστοπικά κάποιες φορές φορτία. Διαβάζουμε: «Η μητέρα μου, μια οποιαδήποτε γυναίκα/ που δραπέτευσε από το βασίλειο της Τροίας/ μια οποιαδήποτε γυναίκα που δραπέτευσε/ από το βασίλειο της Δανιμαρκίας/ η μητέρα μου, δραπέτευσε από το βασίλειο της Γαλλίας /». (…) ήταν Ελένη, Οφηλία, Μαρία Αντουανέτα, / ήταν Θηρεσία, Αραγονία, Οξάνα, Κίρκη, Πηνελόπη, / Πενθεσίλεια, Λευκοθέα /η μητέρα μου /ακολουθεί τους κύκλους αίματος των προγόνων της /διεκδικεί το μερίδιό της στον κόσμο /διασχίζει νεκρή τις κάμαρες του Μπίκερναου /κανένας ρόλος δεν της αποδόθηκε απόψε /μια οποιαδήποτε γυναίκα η μητέρα μου /που το όνομά της είναι Βικτώρια /». Το «εδώ» του Παιχνιδότοπου είναι υπερτοπικό, το «τώρα» δεν σχηματοποιείται χρονικά και η αναπαράσταση της συντελεσμένης πραγματικότητας μέσα από την ποιητική γλώσσα ανακαινίζεται και αναβαπτίζεται, με τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τέχνη να θολώνουν, να συγχέονται και εντέλει να ομογενοποιούνται. Η ποίηση αναζητεί και εντοπίζει το ιστορικό «είναι» στο ποιητικό «γίγνεσθαι» και η ταύτιση της ζωής με την τέχνη στην παρούσα συλλογή μπορεί να θεωρηθεί ως μια καίρια συμβολή στην αυτοναφορικότητα της ποίησης.
Η απουσία συχνής χρήσης των σημείων στίξης μας φέρνει μπροστά σε μια ποίηση ρέουσα που μαγεμένοι ακολουθούμε τον ρυθμό της. Τα φορτία των ποιητικών κειμένων εσωκλείουν σε πολλά σημεία μια έμμετρη δυναμική και η ρυθμικότητα των στίχων είναι εν πολλοίς απότοκη της απουσίας της τελείας. Η εν λόγω συνθήκη σε αντίστιξη με τους ρηξικέλευθους διασκελισμούς, που μεταθέτουν βίαια κάποιες φορές το νοηματικό διακύβευμα στον επόμενο στίχο, εδραιώνουν το καθεστώς της συγκινησιακής αλληλουχίας. Η ποιητική γλώσσα του Αλισάνογλου συνίσταται σε ένα πυκνό δίκτυο μεταφορών και μια σύνθετη οργάνωση των γλωσσικών υλικών με ταυτόχρονη προσφυγή σε δραματικής προέλευσης στοιχεία, όπως οι εμβόλιμες συνομιλίες του ποιητικού υποκειμένου με άλλες φωνές: (…)“Από τη Δύση κύριοι γυρίσαμε πάλι πεινασμένοι”/ Κι από την άλλη, / ούτε ένα ερωτικό σονέτο απόψε/ να υπογράψει/ την αιωνιότητά μας/».

Πολλές από τις λέξεις μέσα στο ποίημα δεν επιφέρουν μόνο τον ιδιαίτερο χρωματισμό της «λέξης» αλλά οδηγούν κάποιες φορές και σε αλλαγή της σημασίας της. Χαρακτηριστική επί παραδείγματι είναι η χρήση της λέξης τραύμα, με την οποία φαίνεται ο ποιητής να κομίζει πολλαπλές εννοιολογικές πυκνώσεις: το τραύμα ως βίωμα, το τραύμα ως όνειρο, το τραύμα σε ρόλο «διασώστη» της Μνήμης, το παρελθόν τραύμα αλλά και το επικείμενο, το αναπόφευκτο, το μέλλον τραύμα. Διαβάζουμε στο ποίημα [Πριν, ήταν πληγή]: «όνειρο, κάποιου άλλου που έμοιαζε τόσο υπέροχα με το/ δικό σου τραύμα/ μακριά· τόσο κοντά, ο σκοτεινός ανοιχτός κόσμος /που ήρθε νωρίς·/που έχει τόσο πολύ αργήσει/» αλλά και στο ποίημα [Λάφυρο Τραύμα / Όνειρο]. «Μα, είμαι / αναπόφευκτο τραύμα/ ζω μες στα σπλάχνα σου/ ολομόναχος/ περνώντας/ ― εννιά μήνες και τρεις εποχές ― / (…)».
Οι σημασιολογικές μονάδες Μνήμη ― Τραύμα ― Όνειρο ― Πόλεμος ― Ποίηση συγκροτούν ένα ιδεολογικό πεντάγωνο, με αμφίδρομες ωσμώσεις, όπου στο κέντρο του βρίσκεται ο άνθρωπος. Πρόκειται για ερμηνευτικά κλειδιά που βέβαια ενέχουν και δομική λειτουργία μέσα στην ποιητική συλλογή δεδομένου ότι σπονδυλώνουν τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου, συνηγορώντας υπέρ της διάσωσης μιας αλήθειας σε θραύσματα. Οι αντιθέσεις, τα ζεύγματα και τα αντώνυμα συμφύρονται, συγκλίνουν προς έναν βαθμιαίο συγκερασμό, και ο ποιητής μοιάζει ενίοτε αμήχανος μπροστά στη φθορά και στην προσπάθεια να διασώσει την αλήθεια της Ιστορίας που αποδίδεται μέσα από τα θραύσματά της: «δύσκολα κυλά η κυκλοφορία / μέσα σε τόσους πολέμους /», δηλώνει, ενώ ο λόγος του θρυμματισμένος και αυτός και ενίοτε διασπαθισμένος μεταξύ πολέμων συντελεσμένων και πολέμων σοβούντων μετεωρίζεται ανάμεσα στην κραυγή και τη σιωπή. Σταχυολογούμε από το ποίημα [Λάφυρο ουλή]: [κι η φωνή σου έκτοτε θρυμματίζεται/ όλο θρυμματίζεται και καθυστερεί]/». Ο ποιητής μονολογεί διερωτώμενος: «Πουλί στεντόρειο/ που πετάς ψηλά, πέρα από τα ναυάγια των πόλεων/ πες μου, έχω πεθάνει κι είμαι ακόμη εδώ; / ― είμαι αρκετά νεκρός για τον κόσμο αυτό; ― / Γιατί κάθε νύχτα είναι η ίδια νύχτα/ μα εγώ σε άλλο τέρμα φτάνω; /». Η ανθρωπολογική διάσταση της ποίησης του Αλισάνογλου είναι συνυφασμένη με την έννοια της Ύπαρξης, με πολλαπλές ερμηνευτικές δεσπόζουσες: α) την αποστολή του ποιητή να πορεύεται με το άχθος των αμαρτημάτων της Ιστορίας, β) την κραυγή της αγωνίας του για το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει ο πολιτισμός και γ) τη στυφή επίγευση του θανάτου του ουμανισμού. Και ίσως εδώ να μην μπορεί να ειπωθεί τίποτε πιο ουσιώδες πέρα από όσα ο ποιητής γράφει: « (…) Φθινόπωρο στον πολιτισμό / μα μνήμη άνοιξης μοιάζει να τους οδηγεί στον ουρανό/ [7 λεύγες κάτω από την ρίμα του καιρού― θαμμένοι/ εκεί όπου ανθίζει μια Αλεξάνδρεια του νου/ ― και όλοι οι νεκροί υποκλίνονται σ’ αυτό]/.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η Σωτηρία Καλασαρίδου είναι διδάκτωρ Διδακτικής της Λογοτεχνίας Α.Π.Θ. Φωτογραφία πάνω: Ljiljana Jovanovic.]