Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος, Πατίνι με αυτόματο πιλότο, Ταξιδευτής, Αθήνα 2015.
Στη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Πατίνι με αυτόματο πιλότο, ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος μας δείχνει πώς συναρμολογεί τα κουμπιά της σύγχρονης τεχνολογίας με τις παραδοσιακές κουμπότρυπες· πώς, με απλά λόγια, συνδυάζει αρμονικά πράγματα εκ πρώτης όψεως ετερόκλητα. Έτσι το παράδοξο δεν είναι παράδοξο, αν κανείς κοιτάξει καλά και πίσω από τα ευκόλως εννοούμενα, τα οποία ευφραίνονται με την παραπλάνησή μας. Δεκατρία, ολογράφως, και αριθμητικώς, 13, είναι τα διηγήματα ‒σημαδιακός αριθμός‒ πράγμα που θα μπορούσε να καταχωριστεί στα της μοίρας και αν είχε και ο μήνας δεκατρείς, ευτυχισμένη μέρα, όταν παρέδιδε το βιβλίο στον εκδότη, τότε έχει πετύχει πέρδικα, που λέει κι ο ποιητής.
Τίτλος του πρώτου αφηγήματος είναι «το τέλος της άναρχης αρχής»· άναρχη μπορεί να είναι, τέλος όμως έχει! Άρα, με το ένα πόδι στη γη και τ’ άλλο στον αέρα, κρεμάμενοι από του παράλογου τα τέλια πάμε να δούμε της λογικής τον παραλογισμό. Γνωστή η μέθοδος και από τα άλλα γραψίματα του συγγραφέα, η ευρηματικότητα και η καλλιτεχνική ευαισθησία του, η ευελιξία να κινείται σε ένα πρώτο επίπεδο και να επιτρέπει να διαφαίνονται άλλα κι άλλα και να στέλνει τον αναγνώστη, όπου μπορεί το πνεύμα του να φτάσει, εκεί όπου η γλώσσα του οριοθετεί τον κόσμο του.
Πώς λειτουργεί ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής; Μα κατ’ εικόνα και ομοίωσιν ενός εγκεφάλου. Κι ένας ανθρώπινος εγκέφαλος, κατ’ εικόνα και ομοίωσιν τίνος; Ιδού η απορία που κανείς δεν θα απαντήσει. Κι έτσι ένας υπολογιστής μπορεί κάλλιστα να αναπαραγάγει ό,τι έβαλες στα χαράγματα του εγκεφάλου του, της μνήμης του δηλαδή, αλλά δεν μπορεί να αποτυπώσει συναισθήματα π.χ. που μπορεί η ανθρώπινη μνήμη. Όσον αφορά το τι γίνεται τη νύχτα, μέσα στον ανθρώπινο υπολογιστή, καμιά επιστήμη δεν έχει καταλήξει ακόμα. Γιατί όταν κάνουν επανάσταση όλα αυτά που είναι κλεισμένα στα κουτάκια τους, διαρρηγνύουν τα τοιχώματα, βγαίνουν έξω, σαν όνειρα, σαν φαντασίας πλάσματα, σε νέες διασυνδέσεις και αναπροσαρμογές και τότε, κάνουμε λόγο για όνειρα προορατικά και νεοπροφητικά· άντε, τώρα να βρεις τι προηγείται ως ανθρώπινη αίσθηση και τι ως θεϊκή. Και επειδή «χάος η ψυχή του ανθρώπου», η σκέψη του συγγραφέα αυτό το χάος αποτυπώνει.
Επανερχόμαστε. Αναζητούμε της άναρχης αρχής το τέλος. Μα αφού δεν έχει αρχή η αρχή πώς θα έχει τέλος; Ο ίδιος δουλεύοντας όχι με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή (μ’ αυτόν γράφει μόνο) αλλά με τον δικό του προορατικό και νεοπροφητικό, βγαίνει από τον συμβατικό χρόνο, διολισθαίνει σε ένα time lapse, σε έναν δικό του ιδιωτικό χρόνο και από εκεί, σαν από μετερίζι, αγναντεύει «τα τ’ εόντα προ τ’ εόντα τα τ’ εσόμενα», συμπυκνώνοντας την ιστορική γνώση – παρόν, παρελθόν και μέλλον, και από το μέλλον ξηλώνοντας τη ζωή που πέρασε, μπαίνει ανάποδα στο χρόνο για να προλάβει το κακό πριν γίνει, να αφήσει την τρέλα, ως θεία μανία, να αναλάβει το ιερατικό της έργο. Αρκετά λατρέψαμε τη λογική, καιρός να απαλλαγούμε από αυτήν, να δώσουμε στο όνειρο και στην αλήθεια ελπίδα και προοπτικές. Αυτό, λοιπόν, κάνει. Μπαίνει στο χρόνο ανάποδα.
Σταματώ σε μερικά σημεία του βιβλίου που κεντρίζουν ιδιαιτέρως το δικό μου «υπολογιστή». Ο καθρέφτης είναι μαγικό αντικείμενο που επιτρέπει τη βουτιά στην άλλη πλευρά, εκεί που κρύβεται το άγνωστο και το ανεξερεύνητο. Εκεί ο Σανουδάκης θα αναζητήσει, όπως στα παραμύθια, εκείνο που η κανονική ζωή του στερεί ή έχει απωθήσει στα σκοτεινά της μνήμης. Η βουτιά στην άβυσσο, όπως έλεγε ο Charles Baudelaire, «Plonger au fond du gouffre, Enfer ou Ciel, qu’importe?/ Au fond de l’Inconnu pour trouver du nouveau!», δεν έχει σημασία αν θα είναι στην κόλαση ή στον παράδεισο, αρκεί να είναι στο άγνωστο. Τι ψάχνει ο Σανουδάκης; Τη ζωή του. Ό,τι έχει καταγράψει ο υπολογιστής του εγκεφάλου του, ό,τι έχει γίνει και ό,τι έχει περάσει και ό,τι έχει ξεχαστεί: ήθη έθιμα, προλήψεις. Όλα αυτά μπαίνουν στην αφήγηση για να προωθήσουν το μύθο αλλά με τη μέθοδο του δομώντας αποδομώντας.
Συγκεκριμένα, περίεργος και ανυπάκουος, παραβιάζει το παλιό έθιμο ή την πρόληψη, που απαγορεύει να κοιτάζει κανείς τον καλυμμένο καθρέφτη, για σαράντα μέρες, λόγω θανάτου προσώπου της οικογένειας, και έτσι, καταβυθιζόμενος στα άδυτα του καθρέφτη, αποκτά την υπερφυσική ικανότητα να προβλέπει, μεταξύ άλλων, το θάνατο προσώπων. Οπότε αρχίζει να στοχάζεται πάνω στο «είναι και δεν είναι». Διαπιστώνει ότι το είδωλό του, στον καθρέφτη, διαφοροποιείται, μάλλον, ενοχλητικά σαν ο άλλος του εαυτός. Για να μάθει τι συμβαίνει συγκεντρώνει μια άπειρη βιβλιογραφία που καταλήγει σε βιβλιομανία. Η συνακόλουθη γνώση, σαν τεράστια φούσκα, περιέχει τα πάντα: ιστορία, πρόσωπα, γεγονότα, ένα συνονθύλευμα, ένα μωσαϊκό. Φύρδην μίγδην ατάκτως; Όχι. Πίσω από την αταξία υπάρχει και τάξη και σειρά.
Όπως ο κυνηγός στήνει καρτέρι στα πουλιά έτσι και ο ψαράς στα ψάρια. Η δεύτερη καταβύθιση γίνεται στη θάλασσα, σαν παραλλαγή της προηγούμενης στον καθρέφτη, αλλά και μιας άλλης, της αναισθησίας στο χειρουργείο, με πρωταγωνιστή τον γιατρό. Τώρα ο αφηγητής, στο λήθαργό του, συναντά όλους εκείνους που πήρε οι θάλασσα: νεκρούς αεροπόρους με τα αεροσκάφη τους (ιστορική μνήμη από το Μάλεμε;) γυμνά κρανία, άδειες κόγχες ματιών, ακρωτηριασμένα χέρια που σαν ψυχές στο Άδη προσπαθούν να τον αρπάξουν. Ο συνειρμός φέρνει στην επιφάνεια όλα τα πλοία που διέσχισαν τη θάλασσα και διαδραμάτισαν ρόλο στην ιστορία, όλους όσους πέρασαν από εκεί, Βενετσιάνους, Σταυροφόρους, πρόσωπα του μύθου, έργα τέχνης, δημιουργήματα του πολιτισμού: Καρυάτιδα, Αριάδνη, Ίκαρος, υπολογιστής των Αντικυθήρων και εν ολίγοις όλους και όλα που κατέληξαν στη θάλασσα.
Αργότερα, με όχημα ένα «ουρανοδρόμο πατίνι» με αυτόματο πιλότο (κυρίως αν τρέχει στην κατηφόρα, σίγουρα αυτόματο πιλότο έχει) τριγυρνά στα παιδικά στέκια, με τους παιδικούς φίλους, στις παιδικές αναμνήσεις: το παλιό σπίτι, η Καίτη με το τσιγάρο της, η Ακ Τάμπια, ο βενετσιάνικος προμαχώνας, τα τείχη, οι πρόσφυγες, οι δρόμοι, τα σοκάκια, όλα αναδύονται με μια νέα ονειρώδη παρουσία, καταργώντας την ουσιαστική τους απουσία, μέσα σ’ ένα θολό κύμα εικόνων μιας εποχής που πέρασε. Το ξύπνημα στο θάλαμο του νοσοκομείου, τον βγάζει από τον διολισθήσαντα χρόνο, δείχνοντας πώς δούλεψε αυτός ο ανθρώπινος εγκέφαλος -υπολογιστής με όλο εκείνο το υλικό που είχε αποταμιεύσει μια ολόκληρη ζωή και έφερε στην επιφάνεια ό,τι εθεωρείτο ξεχασμένο και χαμένο.
Ο Σανουδάκης, μέσα από τις παραλλαγές του βυθού του καθρέφτη, του βυθού της θάλασσας, του βυθού της βιβλιοθήκης και, κυρίως, του χειρουργείου επεχείρησε μια δική προσωπική Νέκυια· μια εις Άδου κάθοδον, από την οποία επέστρεψε νικητής και εμπλουτισμένος με υλικό που απαίτησε την καταγραφή του.
Το παρελθόν δεν νικιέται εύκολα, ωστόσο. Ο υπολογιστής έχει κι άλλες ιστορίες καταγραμμένες, όπως αυτή του Χουσεΐν και του Χαραλάμπη της Ελεωνόρας και του Ανδρέα, σχέσεις δύσκολες Ελλήνων-Τούρκων, ενέδρα από δω ή από κει, παλιές ιστορίες, από τις οποίες επιλέγω το διήγημα «Επί πτερύγων ανέμων». Κι εδώ μια μικρή στάση για να φανεί ο αόρατος μίτος που οδηγεί από το προφανές στο αδιευκρίνιστο και μυστηριώδες. Ο Ανδρόνικος ερωτεύεται μια όμορφη από πλούσια οικογένεια συμφοιτήτριά του. Οι δικοί της διώχνουν την κοπέλα στο εξωτερικό και ο έρωτάς τους σταματά βίαια. Όταν ο Ανδρόνικος διορίζεται στο σχολείο βρίσκεται αντιμέτωπος με μια μαθήτρια πιστό αντίγραφο εκείνης. Και είναι εκείνη που κάνει το πρώτο βήμα και τον προκαλεί. Βήμα και παραπάτημα θα βρεθούν και οι δύο σ’ ένα βαθύ πηγάδι. Σαν να λέμε πως, ο χρόνος κάνει ανακωχή, δίνει την ευκαιρία στον κακορίζικο επιλεγμένο του, σαν να του χαρίστηκε τότε για να πληρώσει αργότερα. Οιδίπους ή Ισμαήλ Φερίκ Πασάς, για να θυμηθούμε και την συμπατριώτισσά του Ρέα Γαλανάκη; Το πηγάδι είναι γεμάτο κρανία και οστά γεγυμνωμένα και έτσι η τραγική εξέλιξη μιας ιδιωτικής υπόθεσης φέρνει στην επιφάνεια μια σελίδα της κρητικής ιστορίας που είχε παραμείνει άγνωστη και ανεξερεύνητη.
Η ιστορία του Αποσελέμη ποταμού παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον. Ο παππούς έχασε το γιο του σε βεντέτα και, χάνοντας τον κόσμο, δίνεται ολοκληρωτικά στον ονειροπαρμένο και διαρκώς αφηρημένο εγγονό, στον οποίο διηγείται την ιστορία. Και όπως έχει πείσει τον εγγονό ότι υπάρχει ένα άστρο στον ουρανό και αυτό είναι ο πατέρας του, έτσι τον έπεισε πως ο θόρυβος των ορμητικών νερών του ποταμού πάνω στα βότσαλα είναι ο βήχας εκείνων που πνίγηκαν το ’97. Όταν, αργότερα, στο ποτάμι έγινε υδροηλεκτρικό φράγμα και στέγνωσε, τότε πάνω στα βότσαλα ζωγραφίστηκαν τα πρόσωπα των πνιγμένων. Η εικαστική αναφορά στα ζωγραφισμένα βότσαλα του Γιάννη Ρίτσου γίνεται αυτομάτως, αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι ο μύθος πίσω από την επιφάνεια ή αλλιώς είναι η επιφάνεια που έχει καλά κρυμμένη στους κόλπους της την ιστορία και τον μύθο. Όσο για τον εγγονό, με αυτά που έχουν δει τα μάτια του και έχει ακούσει από τον παππού του, φυσικό είναι να είναι «αφηρημένος». Τίποτα δεν είναι ανερμήνευτο. Κάπου καλά κρυμμένη μια αλήθεια περιμένει να βγει στο φως και να λύσει ένα αίνιγμα.
Ο Σανουδάκης αποδεικνύεται για άλλη μια φορά επιδέξιος ταξινόμος του χάους. Αναδεικνύεται σε οιακοστρόφο της φαντασίας, δίνει προοπτικές στην αφήγηση, φέρνει στην επιφάνεια την Ιστορία μέσα από τις μικρές ανθρώπινες δυστυχίες, παραμένοντας ο ίδιος πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης του δράματος της ζωής, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα στον συναισθηματικό υπολογιστή του. Γλώσσα γλαφυρή, αγγίζει τη ρίζα, ύφος χαρίεν, στην επιφάνεια, δεν αφήνει τον αναγνώστη να δει τι δράμα κρύβει πίσω του, ιστορίες πολλές μικρές μέσα στη μεγάλη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]