του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου
Την Μεγάλη Ζωγραφική την θεωρείς, την οικειώνεσαι, την βιώνεις και κατόπιν, την αναπολείς. Και αναπολώντας την, αισθάνεσαι μια μυστηριώδη αύξηση της ύπαρξής σου όλης, μια μελαγχολική πληρότητα, ωσάν να σου αποκαλύφθηκαν μύχια, ανομολόγητα μυστήρια. Αυτό συμβαίνει σ’ εκείνον που δέχεται και σιωπηλά προσλαμβάνει τα θαυμαστά έργα του κορυφαίου μας Παναγιώτη Τέτση.
Από τότε περίπου που μας χάρισε το περίφημο εκείνο πορτοκαλένιο τραπέζι, το στρογγυλό και μυστηριώδες, το σχεδόν άδειο, με την σκιά του να προβάλλεται υπαινιχτικά στην επιφάνειά του, μοιάζει ωσάν να έκαμε την εμφάνισή του ένας μαγικός στ’ αλήθεια χώρος όπου εν σιγή τελούνταν εμφάνειες μεγαλειώδεις και αποκαλύψεις μυστικών κοσμικής σπουδαιότητας. […]
[Οι «Ύδρες» του] είναι κείνες οι απόκρυφες, οι τελετουργικές, που αποκαλύπτει ένας χρωστήρας που πάλλει, ηνιοχημένος αλλά φτερωτός πάντα, έμπειρος αλλά και μαζί έκπληκτος καθώς με τα ολοζώντανα, φαρδιά χρώματά του συλλαμβάνει και μνημειώνει τον κόσμο στις αρχέγονες, στις θεμελιακές του μορφές, στη γη, στην πέτρα, στο νερό, στους αιθέρες. Και τέτοιες αποκαλύψεις δεν τελούνται ούτε με μικρόσχημα έργα ούτε μ’ «επιμελημένη», αυτοσυγκρατούμενη πινελιά. Βιώνονται ζωγραφικά και αποτυπώνονται μ’ εύρος, με θεϊκή θα έλεγα φώτιση, σε έργα πλατιά, συμπαντικής εμβέλειας και υπερφυσικής ενόρασης.
Ο ευρύστερνος αυτός καλλιτέχνης που χαίρεται την δίκαιη κορύφωσή του σ’ αυτά τα έργα, εισέρχεται στον κόσμο των μυστηρίων που αντικρίζει όχι τόσο για να τα αποτυπώσει, αλλά για να τα μεταβιώσει ως πραγματικότητες πολλαπλής, λειτουργικής σημασίας. Μας βγάζει έτσι, εμάς τους κοινωνούς του υψηλού αυτού κατορθώματος, από μια άπνοη, τακτοποιημένη πραγματικότητα και μας εισάγει και μας ανάγει σε μια μυστική μεγαλειώδη πραγματικότητα με χρώματα που σου κόβουν την ανάσα, με πινελιά που μας ευρύνει, με μιαν αλήθεια που δεν είναι μόνο ζωγραφική αλλά αυτόχρημα υπαρξιακή. Υπάρχουμε για τέτοια γη (την Ύδρα), για τέτοια θάλασσα έμψυχη, για τέτοιον ουρανό αυλακωμένο από θεουργίες. Και χαιρόμαστε που υπάρχουμε, δοξάζομε τον Θεό που ο Τέτσης υπάρχει και μας βεβαιώνει με τα μεγαλοφτέρουγα έργα του πως δίκαιο, μεγάλο και ωραίο να υπάρχουμε. Γιατί οι «Ύδρες» αυτές δεν είναι η Ύδρα. Είναι εκείνος που αθανατίζει τις ουσίες του εαυτού του.
[Δημοσιεύτηκε στο περ. Ευθύνη, τχ. 353 (Μάιος 2001), σ. 269-270.]