Ιάννης Ξενάκης «Κείμενα, περί μουσικής και αρχιτεκτονικής». Μια διασυνδεόμενη βιβλιοκρισία – γράφει ο Στάθης Κομνηνός
Ως Έλληνας παρωχημένος και ντεμοντέ δεν θα πάψω να θεωρώ τη μουσική το ύψιστο και πρώτο εφόδιο και αγαθό μιας ολοκληρωμένης παιδείας. Αγαθό που κυριολεκτικά έχει τη δυνατότητα να διαπλάθει πολίτες και να χτίζει πόλεις ‒κι αυτή δεν είναι μια καινούργια ιδέα. Είναι, όμως, δυστυχώς μια λησμονημένη ιδέα. Μάλιστα εδώ στη χώρα που γεννήθηκε. Έτσι, σκοπεύω να παρουσιάσω, από το φιλόξενο και τον καλόν αγώνα της ανένδοτης ποιότητας αγωνιζόμενο Φρέαρ, βιβλία που αφορούν στη μουσική. Βιβλία, ωστόσο, που δεν θα αφορούν αποκλειστικά σε εξειδικευμένα μουσικολογικά θέματα, αλλά θα παρουσιάζουν πλατύτερο πνευματικό ενδιαφέρον, ώστε να είναι προσβάσιμα στο ευρύτερο φιλαναγνωστικό κοινό. Που θα ενέχουν γενικότερο φιλοσοφικό και λογοτεχνικό προβληματισμό και κυρίως θα εμφανίζουν μια σχέση με το ποιητικό γεγονός. Οι βιβλιοκρισίες αυτές θα προσφέρουν (ενσωματώνοντας, με παιδαγωγική πάντα στόχευση, σ
χετικά links) μια συνδυαστική ανάγνωση επί διαφόρων θεμάτων και μια πρακτικά κριτική διασύνδεση ποικίλων πεδίων (κατευθείαν με τις διάφορες πηγές, π.χ. σελίδες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, βιβλιοθηκών, αρχειοθηκών κειμένων, blogspots, μουσικών sites, καθώς και με δίκτυα άλλων τομέων (π.χ. youtube κλπ), έτσι ώστε από τη μια, ως μια κίνηση παιδευτικού εθισμού, να προτρέψουν το αναγνωστικό κοινό σε μιαν ευρύτερη πολιτισμική θέαση και από την άλλη να εισηγηθούν μιαν αντισυμβατική ματιά για τον τρόπο που οφείλουν να γίνονται οι βιβλιοκρισίες ή τουλάχιστον ένα ορισμένο τμήμα τους. Παράλληλα, η κίνηση αυτή επίτευξης συλλογικότητας επιχειρεί να τρώσει το κατεστημένο των μοναχικών δρόμων, της πνευματικής και ερευνητικής μοναξιάς, του κακώς εννοούμενου δονκιχωτισμού, της μη συνεργατικότητας και του πολυποίκιλου διχασμού, που φέρει θανάσιμη κληρονομιά της δυστυχώς η πατρίδα μας, και να επιτευχθεί, επιτέλους, η αλληλοβοήθεια, η σύμπραξη, η προβολή του διπλανού μας που έχει επιτελέσει άξιο έργο. Ο σκοπός είναι να θεμελιωθεί κοινή πορεία (μέσα από τις διάφορες οπτικές οπωσδήποτε…) και να εμπεδωθεί το συλλογικώς/κοινοτικώς υπάρχειν και πράττειν. Αυτή, λοιπόν, είναι η παρθενική βιβλιοκρισία τέτοιας μορφής και για το λόγο αυτό επιβάλλεται να έχει αρκετά μεγαλύτερη έκταση από τη συνηθισμένη, καθώς πρέπει να υπάρξουν όλες αυτές οι διευκρινίσεις αλλά και η κατάθεση, επίσης, ενός σχηματικού δικαιολογητικού της νέας ιδέας (ειλικρινά δεν έχω κάτι παραπλήσιο υπόψη μου, γι’ αυτό θεωρώ νέαν ιδέα την πρόταση διασυνδεόμενης βιβλιοκρισίας που εισηγούμαι). Οι άλλες που θα ακολουθήσουν δεν θα έχουν επ’ ουδενί τέτοια έκταση. Άρα, αν κάποιος απορήσει, σε μελλοντικές βιβλιοκρισίες, για ποιο λόγο γίνονται ορισμένα πράγματα, θα πρέπει να καταφύγει εδώ για τις απαραίτητες διευκρινίσεις. Τη νέα αυτή ιδέα θα ακολουθήσουν κι άλλες.

Το Φρέαρ αποτελεί το αυτονόητο όχημα που πάνω του αρθρώνεται, προδρομικά, η παρούσα ιδέα, καθώς το θεωρώ μακράν το ποιοτικότερο λογοτεχνικό περιοδικό εν Ελλάδι. Η ενοποιημένη ματιά θέασης των γνωστικών πεδίων και η κατάδειξη της όποιας συνάφειάς τους είναι κάτι απ’ το οποίο εμφορούμαι βαθύτατα και γι’ αυτό θέλω να την εισηγηθώ, για πρώτη φορά, από το βήμα του Φρέατος. Από τις στήλες αυτού του ολότελα ξεχωριστού για την ποιότητά του λογοτεχνικού περιοδικού, θα εντοπίζεται, όπως προανέφερα, το ποιητικό και ευρύτερα λογοτεχνικό γεγονός που, ωστόσο, θα συνδέεται με και θα αναδύεται από άλλους, ετερογενείς δήθεν χώρους, προσφέροντας, έτσι, μιαν ενοποιημένη εικόνα του υπαρκτού. Στο σημείο αυτό, πιστέψτε με, τα πράγματα διευρύνονται αισιόδοξα και αναγεννητικά, τόσο για τη λογοτεχνία και την εν γένει πνευματικότητα όσο και για τη χώρα την ίδια. Άλλωστε, αν ο μουσικός σμιλεύεται από την ποίηση, όπως δείχνει για μια ακόμη φορά το παράδειγμα Ξενάκη (βλ. σελ. 27, όπου ο Ξενάκης δηλώνει τη διάνοιξή του από τον Όμηρο και την πλάτυνσή του από τη Σαπφώ, τον Ανακρέοντα και τον (ποιητή) φιλόσοφο Πλάτωνα), τότε κι ο ποιητής οφείλει να σμιλεύεται από τη μουσική, τουλάχιστον ως δεινός και τακτικός ακροατής της. Η παρούσα δε βιβλιοκρισία έχει γίνει και για έναν πρόσθετο ακόμη λόγο: γίνεται ως μια πεισμωμένη πολιτική κίνηση, πέρα από την όποια «πνευματικότητα» του θέματος…, ενάντια στην εθνική ταπείνωση που η χώρα περνά, ενάντια στο κατά κεφαλήν… ακαλλιέργητο που τη μαστίζει, ενάντια στη μιζέρια της σκλαβιάς. Το σκυμμένο κεφάλι ανυψώνει η γνώση, έπειτα η πράξη της. Η εθνική ταπείνωση προσφέρεται για αναστοχασμό. Με το μαστίγιο στη ράχη, η απάντηση είναι φανατικά μία και μόνη: παιδεία. Επαναστατική επιμονή στην κατά κεφαλήν καλλιέργεια. Κι αυτό είναι κάτι που το έχουν επαναλάβει στην ιστορία τους οι Έλληνες. Κι αυτό, στις μέρες μας, μπορεί να δηλωθεί με τέτοια διάσταση, ώστε να ηχεί ως… εσχατολογικό στοίχημα ενάντια στο εφήμερο των εμπορείων και του νηπιώδους πανοικονομισμού. Αλλά και ως μέγιστη ενθαδική πρόταση νοήματος και ουσίας βίου. Οι παρακάτω αναφορές θα δείξουν, πιστεύω, σαφέστατα τι εννοώ όταν λέω «πολιτική κίνηση».
Εξαίρετη, λοιπόν, η επιλογή των εκδόσεων Ψυχογιός να φέρουν το ελληνικό κοινό κοντά σε κείμενα του Ιάννη Ξενάκη. Το βιβλίο του Κείμενα, περί μουσικής και αρχιτεκτονικής είναι μια συλλογή γραπτών του που βλέπουν για πρώτη φορά το φως στα ελληνικά. Η μετάφραση είναι έξοχη και την κάνει η Τίνα Πλυτά. Η επιλογή των κειμένων και η άρτια επιμέλεια ανήκουν στον Μάκη Σολωμό, στον οποίο αξίζουν συγχαρητήρια για τη δουλειά του. Η έκδοση εμπλουτίζεται με ευρετήριο ονομάτων, γλωσσάρι, παραρτήματα και πολύ χρήσιμες σημειώσεις του επιμελητή κ.λπ. Δεν θα πάψω να τα τονίζω αυτά, καθώς αποτελούν χρησιμότατα εργαλεία γόνιμης μελέτης των διαφόρων κειμένων. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές η εκδοτική τεμπελιά μαζί με την εκδοτική τσιγκουνιά στερούν τον αναγνώστη από τις διευκολύνσεις αυτές. Το βιβλίο του Ξενάκη απαρτίζεται από 17 κείμενα, όπου το εύρος τους εκτείνεται από τις διαφωτιστικές αυτοβιογραφικές αναφορές του 1ου κεφ. μέχρι τις σκέψεις περί της γαλλικής και ελληνικής μουσικής και σύνθεσης, την επιστήμη και αρχιτεκτονική και την έννοια, τέλος, του χρόνου. Διανθίζεται με κείμενα κατάμεστα από φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, που με το πλάτος των ενδιαφερόντων του συγγραφέα τους πλατύνουν τη στενότητα επαρχιακών συνειδήσεων και παιδείας και παραπέμπουν σε μιαν ευλογημένη οικουμενικότητα γνώσης.

Μίλησα για πολιτική. Είναι χαρά μεγάλη να βλέπει κανείς έναν διεθνή Έλληνα να κινείται με κοσμοπολίτικη άνεση στα πνευματικά σταυροδρόμια του κόσμου. Ιδού, λοιπόν, πώς περπατά κανείς στην αλλοδαπή: η Ελλάδα υπερτερεί της Γαλλίας (βλ. σελ. 31) διότι έχει ζωντανή λαϊκή μουσική παράδοση (και πάμπολλες μουσικές ιδιαιτερότητες συμπληρώνω εγώ…), ενώ στη Γαλλία η αντίστοιχη είναι νεκρή (αυτόθι: «η λαϊκή παράδοση του χωριού, όπως την εννοούμε στην Ελλάδα με τον όρο «λαϊκή τέχνη»»). Οι επισημάνσεις αυτές του Ξενάκη είναι καίριες και γόνιμες για στοχασμό. Διατηρώ κάποιες ισχυρές επιφυλάξεις πια, όμως το σπουδαιότερο είναι άλλο: Το γνωρίζουμε αυτό; Προβάλλουμε δημιουργικά την (όποια) ζωντάνια μας; Πόσο ζυμώνει αυτό το γεγονός/δεδομένο το παρόν μας; Πόσο και πώς είναι εξαγώγιμο αυτό το προϊόν μας; Πόσο συντελεί στη συνειδητοποίηση μιας ταυτότητας με την οποία συναναστρεφόμαστε τους ξένους; Πόσο ορίζει κάθε πτυχή του συλλογικού μας βίου; Σε σχέση με την (όποια) ιδιοπροσωπία μας (και ασφαλώς υπάρχει τέτοια…, αποδεικτικά, και μάλιστα με κύριο όχημα τη μουσική: για μιαν ελάχιστη απόπειρα καθορισμού και ταυτοτικού αναστοχασμού βλ. Στάθη Κομνηνού, Αρχαία ελληνική μουσική) χαρακτηρίζεται, επιτέλους, «ξενόφερτη» (βλ. σελ. 31) «η επίσημη διδασκαλία των ωδείων», που δεν κατάφεραν να καταπνίξουν «την αρτιότητα και τον πλούτο» της εγχώριας παράδοσης. Χωρίς διαμονοποιήσεις, απομονωτισμούς, περιχαρακώσεις, εθνικούς αυνανισμούς, φονταμενταλιστικές κορώνες, παραδοσιοκρατικούς νάρθηκες και φολκλορικές αγκυλώσεις ο Ξενάκης πραγματοποιεί μιαν (απαραίτητη πολιτικά και ασφαλώς πνευματικά) διάκριση μεταξύ του ιθαγενούς και οικείου και του αλλογενούς και προτρέπει σε γνώση των ταυτοτικών ιδιαιτεροτήτων, ώστε να καταστούμε γόνιμα και ελκυστικά ομιλητικοί με το οθνείο. Φυσικά, υπάρχει και το ελλαδικά γνωστό σε όσους, όπως ο γράφων, ασχολούνται ενεργά με τη μουσική: «…ελάχιστες μελέτες λαογραφικές έγιναν από εκείνους που θα μπορούσαν να τις μεταπλάσουν ώστε να ενταχθούν σε μια καινούργια και ζωντανή νεοελληνική μουσική. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ακόμη «ελληνική μουσική σχολή» (βλ. σελ. 31), εννοώντας, όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι, κάτι που θα προέρχεται μεν από τη μήτρα της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης, αλλά θα είναι εντελώς αφομοιωμένο και δημιουργικά θα την αντιδανείζει και δεν θα την πιθηκίζει δουλικά. Όμως εμείς κοιμόμαστε συνήθως βαθιά. Καιρό τώρα. Και κάνα δυο αιώνες πιθηκίζουμε μακάριοι. Κοπρίζουμε τα εγχώρια, ως καραμπινάτοι μειονεκτικοί επαρχιώτες (τις βρισιές πρωτοεισηγείται ο Πίνδαρος…), κι ούτε που υποψιαζόμαστε ότι Ευρωπαίοι «…μουσικοί απαρνούνται [μουσικές τους ιδιαιτερότητες] και επιστρέφουν σε μουσικά κλίματα πολύ πλησιέστερα στη δική μας δημοτική μουσική» (σελ. 41). Ότι κλυδωνίζεται στην Ευρώπη (καιρό τώρα, και ασχέτως αν διαφωνεί με το βαθμό της εκτίμησης ή όχι κανείς…) το τονικό σύστημα και σεισμοπαθούν οι συγχορδίες της τετάρτης, της δεσπόζουσας και του προσαγωγέα. Ότι εισάγονται αραβικές και ασιατικές κλίμακες. Ότι πλήττεται η μουσική παράδοση που έσπειρε η Αναγέννηση, όχι μόνο φυσικά από το δωδεκαφθογγισμό κ.ά. Εμείς, εδώ, στην περιφέρεια της μειονεξίας, όπου η άγνοια και η αμεριμνησία βασιλεύουν, μυριζόμαστε κάτι απ’ όλα τούτα; Έχουμε κάποια γνώση περί τίνος πρόκειται; Κάποια απάντηση μήπως; Ξέρουμε για κάποιο εγχώριο εξαγώγιμο μουσικό προϊόν μας; Γνωρίζουμε αν συντελούνται μουσικές πολιτισμικές εξαγωγές αυτή τη στιγμή;…

Αντλώ από ένα συκοφαντημένο, αγνοημένο, περιφρονημένο και απαξιωμένο σκέλος της μουσικής μας παραδόσεως (το κατονομάζει στη σελ. 46 ο Ξενάκης…), αφού μια στόχευση αυτών των βιβλιοκρισιών είναι να στρέψουν το ενδιαφέρον προς την επανεκτίμηση και αξιολόγηση, με κάθε δυνατό τρόπο, κάθε σκιασμένης και διαβλημένης πτυχής του εγχώριου πολιτισμικού προϊόντος και παραθέτω, ως ένα μεταξύ πολλών άλλων παρόμοιων αλλά ενδεικτικότατο ωστόσο παράδειγμα, την εκπληκτική μουσική/πολιτιστική συνομιλία που έλαβε χώρα λίγο καιρό πριν και στην οποία ο αείμνηστος πια Λυκούργος Αγγελόπουλος κι ο έξοχος μαθητής του και συνεχιστής της παράδοσης, με ομιλητικές προοπτικές και διαθέσεις προς το εξωτερικό, Κωνσταντίνος Αγγελίδης, συνομιλούν, μουσικά και από το ιδιαίτερο μετερίζι τους, με τμήματα της μουσικής ετερούσιων (ή ομοειδών;) παραδόσεων (η αποτίμηση και ο αναστοχασμός για τα ημέτερα αφήνεται στον ακροατή), εδώ. Ξεφεύγοντας κάποιος από νάρθηκες δικούς του ή περασμένους από άλλους σ’ αυτόν, ας (ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕΙ να) ακούσει (όλο…) το παραπάνω μουσικό υλικό με βάση αυτή τούτη τη μουσική και μόνο και, αν θέλει και μπορεί, ας σκεφτεί και μουσικολογικά. Ας στοχασθεί, για το συγκεκριμένο παράδειγμα τονίζω, την αντίδοση μουσικών ιδιωμάτων και την όποια συνομιλία τους. Επίσης, την εξαγωγή του εθνικού πολιτισμικού προϊόντος. Ας μην αφήσει, όμως, να του μιλήσει ο νους του πρώτα (οι τυχόν ιδέες των συρμών και των προκάτ αντιλήψεων που η ελλαδική μειονεξία και αυτοταπείνωση τού ενστάλαξε…), πριν αφήσει το αυτί του ν’ ακούσει όσα ΜΟΥΣΙΚΑ κατατίθενται. Έπειτα, αν είναι έτοιμος για μια μικρή απελευθέρωση, ας παραλληλίσει «από άποψη μουσική» το άκουσμα με οιαδήποτε μουσική συμβαίνει ν’ αγαπά…
Συμπληρώνοντας σ’ όλα τα παραπάνω, τονίζω εμφατικά πως η λόγια μουσική μας έχει κειμενικές καταγραφές που καλύπτουν, χονδρικά, τα τελευταία 1000 χρόνια και επίσης σπαράγματα καταγεγραμμένου (αρχαιοελληνικού) υλικού 2000 ετών. (Βλ. σχετικά για το θέμα και σελ. 107, 108). Επίσης, υπογραμμίζω την καταλυτικής σημασίας αναφορά του Ξενάκη στο τετράχορδο (σελ. 109), την οποία ο ίδιος δεν δείχνει να κατανοεί, που εγώ θεωρώ ωστόσο (βλ. εδώ) ως θεμελιώδες πολιτισμικό γονιδίωμα της ιδιοπροσωπίας μας. Υποδεικνύω, στη σελ. 166, την αναφορά του στις αρχαιοελληνικές κλίμακες που περνούν στο δυτικοευρωπαϊκό μουσικό περιβάλλον και αλώνουν τη δυτική μουσική. Θεωρώ μερική την αλήθεια αυτή. Δεν αναπτύσσω. Είναι σημαντική η παρατήρηση, όμως, ότι το δυτικό μουσικό σύστημα διαμορφώθηκε, όπως και τόσα άλλα πράγματα, με βάση το ελληνικό μουσικό παράδειγμα. Τονίζω, όμως, ότι υπάρχει τεράστιο μουσικό υλικό, στο δικό μας μουσικό σύστημα, που παραμένει εντελώς ανεκμετάλλευτο, τόσο προς το εξωτερικό όσο και προς το εσωτερικό της χώρας μας. Αυτό ας προσεχθεί ιδιαιτέρως. Τέλος, επιτροχάδην σημειώνω τη διαφωνία μου σχετικά με την (όποια και με όποιον τρόπο…) υπέρβαση της τονικότητας και των τονικών κέντρων που θίγει ο Ξενάκης, αφού ο άξονας είναι η σπονδυλική στήλη στο έργο τέχνης. Υπήρχε και θα υπάρχει πάντοτε (διαφορότροπα ασφαλώς). Σημαίνει κέντρο βάρους, το οποίο οργανώνει, μεταξύ πολλών άλλων, την προσληπτικότητα και το μετοχικόν της σύνθεσης και τον συντονισμό του δέκτη με το έργο. Κι επιπλέον, τέλος, ο άξονας είναι πλάστης μορφής και ισορροπίας. Η περιστροφή, άλλωστε, γύρω από έναν άξονα είναι κάτι που διέπει την ίδια τη γη, πόσο μάλλον τη μουσική της.

Εξόχως σημαντικά είναι τα ερωτήματα που θέτει ο Ξενάκης στη σελ. 43. Δεν τα παραθέτω. Εξαιρώ μοναχά ένα και δίνω, μετά λόγου γνώσεως μάλιστα, απάντηση. Τα υπόλοιπα ας τα απαντήσει ο αναγνώστης. «Από άποψη μουσική στέκει [η δημοτική μουσική] δίπλα σε κατορθώματα μελωδικά όπως, π.χ. του Μότσαρτ, του Μπαχ, του Βάγκνερ;». Υπογραμμίζω, για τους ίδιους τους μουσικούς μάλιστα και μουσικολόγους και όχι μόνον για το φιλόμουσο κοινό, τη φράση: «από άποψη μουσική». Είναι σημαντικότατη. Θέτει το πρόβλημα στη μόνη σωστή του διάσταση. Ε λοιπόν, απαντώ: ΝΑΙ, χίλιες φορές ναι. Όσο κι αν αυτό ακούγεται ως ύβρις στα πάσχοντα από αυτοπεριφρόνηση αυτιά μας… (Άγνωστοι και αναξιοποίητοι…) Συνθέτες που ακούν στο όνομα Ιω. Κουκουζέλης, Ιω. Γλυκύς, Χρυσάφης ο Νέος, Ιάκωβος Πρωτοψάλτης, Μπαλάσιος ιερεύς (αναφέρομαι σε ένα μόνο σκέλος της μουσικής μας, μια που ο Ξενάκης αναφέρει τη «δημοτική μουσική» και λίγο αργότερα την ίδια την εκκλησιαστική μουσική και τις συνδυάζει), Πέτρος Λαμπαδάριος, Σίμων Καράς κ.ά., στέκονται, «από άποψη μουσική», τουλάχιστον ισότιμα δίπλα στις έκπαγλες και ιερές κορυφές της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής, που ο Ξενάκης μνημονεύει (δες π.χ. τα αργά ανοιξαντάρια Κουκουζέλους σε εκτέλεση του ανεπανάληπτου Ιω. Χασανίδη. Για το ανεξοικείωτο, ίσως, αυτί είναι σαν να μυείται κανείς για πρώτη φορά στον Μπαχ ακούγοντας, μονομιάς, όλο το «καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο» ή τις παραλλαγές Goldberg από μια θεϊκή και μυσταγωγική εκτέλεση σαν εκείνη του Glenn Gould: μουσικά Ιμαλάϊα… Για μια πρώτη επαφή του αναγνωστικού κοινού σχετικά με το ανυπολόγιστης αξίας φαινόμενο Gould εδώ όπου, συνάμα με μια πρώτη γνωριμία με τον θεϊκό Καναδό σολίστα, μπορεί κανείς να δει τον εθισμό, υπό σκληρό δικτατορικό μάλιστα καθεστώς, των Ρώσων στη μουσική και να προβεί σε ανάλογες αποτιμήσεις για τα ημέτερα, παραδειγματιζόμενος από τη ρωσική στάση… Ας παραδειγματιστούμε όλοι μας).

Φυσικά, δεν θα πρέπει τυχόν να δυσανασχετεί κανείς αν αυτή η μουσική εντάσσεται στο λατρευτικό περιβάλλον. Διότι αν δυσανασχετεί θα πρέπει να πετάξει στα σκουπίδια πάνω από το 90% της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής με την οποία… εκστασιάζεται, αφού η μουσική αυτή εξίσου θάλλει εντός του θρησκευτικού χώρου. Συνεπώς, μόνο από ΜΟΥΣΙΚΗ σκοπιά θα πρέπει να κρίνει κανείς τα πράγματα. Η λόγια αυτή μουσική μας (που η ΜΟΥΣΙΚΗ της γλώσσα και όχι ο φολκλορισμός, στον οποίον την υποβάλλουν ακόμη και σημαντικότατα ονόματα της συνθετικής μας παράδοσης δίχως να έχουν αληθινή γνώση της ‒βλ. σελ. 48-49 όπου γίνεται λόγος για τους δικούς μας συνθέτες‒ πέρασε αυτούσια στη δημοτική μας μουσική…) είναι εφάμιλλη των κορυφαίων στιγμών της δυτικής μουσικής. Ασφαλώς, υπό άλλον ορίζοντα (βλ. σελ. 44, 108), υπό μιαν άλλη φιλοσοφική/μουσική ματιά του κόσμου αλλά και του ίδιου του μουσικού φαινομένου (εκκινώντας από την αρχαιοελληνική μουσική ματιά ακόμη, βλ. σελ. 46, 108). Και πρέπει να γνωρίζουμε πως έχει σφραγίσει καταλυτικά με την επιρροή της μέγα τμήμα της ανατολικής μουσικής και κείται στη ρίζα της δυτικοευρωπαϊκής (σελ. 47, 166), την οποία επηρέασε βαθύτατα. Κι επίσης να μη μας διαφεύγει ότι η τεράστια σε έκταση και σημασία δυτική μουσική αποτελεί ένα μόνον ιδίωμα της παγκόσμιας μουσικής, είναι μια σημαντικότατη διάλεκτός της και ΟΧΙ η μόνη και απολυταρχική γλώσσα της, όπως ημιμαθώς θέλουν πολλοί να πιστεύουν (και να επιβάλλουν). Στη σελ. 44 (και ειδικότερα στη σελ. 46) μπορεί κανείς να διαβάσει παραπλήσιες απόψεις του Ξενάκη και να σταθεί με περίσκεψη (την επιβάλλουν πια οι συνθήκες στη χώρα…) στη διαπίστωση ότι «…η απλή σύγκριση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι προσεγγίσεις ελληνικής δημοτικής και ευρωπαϊκής μουσικής απαιτούν δύσκολους χειρισμούς…». Συμπληρώνω πως ακόμη κι ο ευσυνείδητος Ξενάκης έχει ελλιπέστατες επιστημονικές, μουσικολογικά, αναφορές στη λόγια αυτή εθνική μας μουσική και πως έχει κάποιες απόψεις αστήρικτες, με τις οποίες διαφωνώ, όπως π.χ. για τη διακοπή παραγωγής μουσικών συνθέσεων (σελ. 107, όπως υπονοεί) με την τουρκική κατάκτηση και για το ότι η συνέχεια της αρχαιοελληνικής μουσικής παράδοσης γίνεται μοναχά «κατά κάποιον (απροσδιόριστο δυστυχώς μουσικολογικά από τον Ξενάκη) τρόπο στο Βυζάντιο», αφού και τέτοιες υπάρχουν (βλ. π.χ. εδώ) και συνεχίζονται ως τις μέρες μας (…) και ακόμη αν δεχτούμε ότι η αρχαιοελληνική μουσική πέρασε στο λεγόμενο «Βυζάντιο» τότε πέρασε και μετά την κατάκτηση, όπως προκύπτει από τη συνθετική παραγωγή (βλ. εδώ). Δεν θα σχολιάσω την ορθότητα, σε κάποια σημεία, ή όχι κάποιων απόψεων του Ξενάκη, κυρίως αναφορικά με τη δική μας μουσική παράδοση (π.χ. σελ. 47-49, όπου φαίνεται να θεωρεί τις παράλληλες τετάρτες ή πέμπτες πολυφωνία (βασικό αρμονικό λάθος στη δυτική μουσική που χαρακτηρίζεται ως τέτοιο λόγω του πολυφωνικού της εθισμού και της αποφυγής της μονοφωνίας…), ούτε και θα υπεισέλθω σε καθαρά μουσικολογικά θέματα. Ας το πράξει ο αναγνώστης που διαθέτει ανάλογη παιδεία. Αν όχι, τότε ας μην δεχθεί άκριτα, τουλάχιστον, ό,τι πλασάρεται εύκολα στα μουσικά πεζοδρόμια. Ας δηλώσει άγνοια. Τιμή του και άθλος του. Ας αναζητήσει και μετά ας αποτιμήσει την όποια ποιότητα της ελληνικής μουσικής με στοχασμό και καρδιακό παλμό κι όχι με απόψεις ετοιματζήδικες και προκατειλημμένες. Ρωτώ, όμως, κι ας απαντήσει ο ακροατής της, θέτοντας την ερώτηση με τις λέξεις του ίδιου του Ξενάκη (βλ. σελ. 49) «…θα αποφεύγαμε … να γράφουμε μενουέτα ή γκαβότες κάτω από την Ακρόπολη» (υπό την έννοια, ασφαλώς, της επιδίωξης να εκφράσει κανείς τον εαυτό του, τα χώματα και τον ουρανό του τόπου); Και το ρωτώ αυτό, δίχως σεχταριστικές διαθέσεις, απομονωτισμό, φονταμενταλιστική παραδοσιοκρατία, αλλά ωστόσο με διάθεση (συν)ομιλητικής αυτεπίγνωσης (βλ. σελ. 51), απευθυνόμενος όχι μόνο στον απλό φιλόμουσο ακροατή, αλλά φθάνοντας μέχρι τους Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Χατζιδάκι, Σαμάρα, Μάντζαρο, Καλομοίρη, Σκαλκώτα, Αντωνίου, Σακελλαρίδη… Ο Ξενάκης, χαρακτηριστικά, ζητά να «…επαναθέσουν τα προβλήματα της μουσικής στην Ελλάδα (σελ. 50) και παραινεί, ολότελα σοφά, τον Έλληνα συνθέτη «να ζητήσει εκφραστικά και δομικά μέσα στη δημοτική και στην εκκλησιαστική μουσική από τη μια μεριά και στις πρωτοπόρες ανακαλύψεις της ευρωπαϊκής μουσικής από την άλλη», αφού ‒και ιδού για μια ακόμη φορά η πολιτική χροιά αυτής της βιβλιοκρισίας‒ «θα δημιουργήσει μουσική γλώσσα ιδιόμορφη, δική του, που θα ξεκινάει από τα ελληνικά χώματα και θα συναντάει (ενεργητικά, συνειδητά) την παραγωγή της ευρωπαϊκής επιστημονικής μουσικής σκέψης» (σελ. 51). Ο αληθινός κοσμοπολίτης, σε αντίθεση προς τον μειονεκτικό κάφρο, μεριμνά για τη διάσωση της πολυχρωμίας και της διαφορετικότητας (βλ. σελ. 153-157), ως φαίνεται, περνώντας μέσα από την αναζήτηση στοιχείων ταυτότητας. Όταν συνομιλείς με τη Δύση ως Χατζηαβάτης θα καταστείς δουλικό. Αν ομιλείς μαζί της ως (ξεπεσμένος έστω…) αριστοκράτης, τότε ομιλείς με την κάλβεια φωνή του… ανθρώπου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]









