Όταν σταμάτησε στον ουρανό ο Χρόνος
Κρατώντας μιαν αυγή
Στο χνούδι της εξομολόγησής σου Πίστεψα
Πως σκοτωθήκανε οι άγρυπνες οι νύχτες,
Ότι στα μάτια σβήσαν οι ρυτίδες
Κι απλώνοντας τα χέρια
Για να μετρήσω
Τον αξεδιάλυτο από τη θάλασσα ουρανό
Ήμουν κομμένος πια γλυκά
Από φτερά και σελαχιών πτερύγια.
Έβρασαν όνειρα και εφιάλτες
Κι αναδύθηκες απ΄ τον αφρό του κοχλασμού
Με φύκια μες στο στόμα
Κι ένα καλάμι που θα κέντριζε όσους καθρέπτες λίμνασαν.
Είχες τη μνήμη του νερού
Σα θάλασσας και βάλτου
Και μιαν Όστρια στα μαλλιά
Που πιάνουν Τραμουντάνα
Καθώς αυτά ριζώνουν στην πέτρινή σου μνήμη.
Φυσούσε μόνο μέσα μας
Και γίναμε ό, τι το τίποτα σκοτώνει
Πιο πάνω κι από Ένα κι ούτε κραυγή εντόμου
Σε μέγεθος να το περνά.
Ξαπλωμένοι βρίσκαμε τ΄ ανάστημα
Τα χείλη έξω από την τάφρο να σταθούν
Στη χλόη που άνοιξη κρατούσε στο φθινόπωρο
Σφαλίζοντας τ΄ ολάνοιχτό μας στόμα με φιλιά
Καθώς κρυώναμε στη νηνεμία του αισθήματος.
Φιλιά που άλλοι χάνουν την ανάσα αλλά στην μπέσα τους
Κλεψύδρες έλιωναν κι ας έμοιαζαν στο στένωμα πνιγμένες.
Οι γεύσεις μήλου και λωτού μπερδεύτηκαν στο στόμα
Κατέβηκε όλο το κόκκινο από τα μάτια
Και σε ρωτούσα :
Πόσο το θάνατο θα φέρεις στη ζωή;
Πόση ζωή μετά το θάνατο θα δώσεις;
Και κει που άπλωνες στο πλάτος τ’ ουρανού κουβέντες
Μαζί με την ηχώ μιας τελείας
Ξαπλώνοντας απάνω τους
Τις έκανες αιχμές·
Κι όσο νερό μας μάζευα μου χύθηκε
Με δάκρυα, άλατα και αναμονή που ίδρωνε.
Ο χρόνος λάσπωνε ακίνητος
Και βρέθηκα ξανά σε νύχτα
Με όνειρα που πριν τσαλαβουτούσαν στα νερά
Και τώρα, να πασχίζουν μες στο έλος
Μην και ντυθούν τον ύπνο.
Πόσο το θάνατο θα φέρεις στη ζωή;
Πόση ζωή μετά το θάνατο θα δώσεις;
Πόσο βαριά τα πρώιμά σου χρόνια
Κι ήταν αυτό το μόνο που δεν σου ‘γδυσα
Σα χόρευες στον άξονα του κόσμου
Που έχει κλονιστεί
Απ΄ την ορμητική συνήθεια να πνίγεται παιδί.
Καθώς, επέστρεφες στη θάλασσα και πάλι
–Πώς να σε πιάσω φύλλο μου που άνοιξη δεν δέχτηκες–
Ρευστή γινόσουνα και σε μπουκάλια
Κλεισμένη να ΄σαι δεν το θέλω.
Είχα φυλάξει τόσα από αφίλητο κρασί
Και τ΄ άνοιξα να τα μεθύσουμε
Μη ζαλιστεί όποιο κενό και μέσα του να πέσει
Κι όμως, τ΄ αφήσαμε τόσο πολύ
Στον άνεμο που κρύωσε το άρωμα και έφυγε
Αφήνοντας το θρίαμβο του όξους
Και ήπια
τόσο πολύ, ποτέ δεν φαρμακώθηκα
Ούτε όταν σκοτώθηκε
Το χρώμα της υπόσχεσης σε μαύρο μαρκαδόρο.
Τι έφταιξε σα σχίστηκε η Ερυθρά στα δυο
Και δεν βαδίσαμε στη μέση μα πλεύσαμε παράλληλα;
Ακολουθώντας σε στην τάφρο του πνιγμού
Ηλεκτρισμένος μες στα στήθη
Με τα σπασμένα κολυμπούσα χέρια σου
Κι όμως, στεκόσουνα σε λάβα
Μείον δεκάξι αιώνων απ΄ το μηδέν.
Μες στο αρχέγονο Αιγαίο μας
Θα κατευνάζαμε όσες βροντές από τον Δία ρίχνονταν όμως,
Δεν γίνεται στο δωδεκάθεο διπλός να είν΄ ένας θεός
Χρησμοί να εκτοξεύονται για τ΄ άπειρο
Κατόπιν να σιγούν βροντοφωνάζοντας για λάθος,
Να γράφονται στη μήτρα του ανείπωτου
Συνάμα δε, να βγαίνουν απαράλλαχτοι
Στην Κύπρο και τα Κύθηρα.
Και η γη θα χάνεται και ένα ταξίδι με εισιτήριο άτρητο.
Δεν ξέρω αν ήμουν (της υπόσχεσης) παιχνίδι
Μα υπήρξαμε μπαλόνια για γιορτή
Και γίναμε δυο αχινοί που σκότωναν
Το κάθε βήμα τους με βουτηγμένες λέξεις στο λεμόνι.
Σχιζόταν μέσα μου παιδί
Κι συ ήδη γεννημένη με ρυτίδες.
Ας μην αδειάζεις κόλαση μες τη στεριά
Έχει να κάψει τόσα η τρέλα σου
Τα φρύγανα της ερημιάς,
Το τελευταίο απ΄ την αγάπη γράμμα
Για να το κάνεις ρήμα, προσταγή που δίνει
Στην έντιμη την τρέλα
Στολή του παραδείσου από κουρέλια καμωμένη.
Ρίξε αγάπη μες στην κόλαση
Αν θες να εκραγεί, ώστε, να τιναχθούν όσοι ξαστόχησαν
Μην και συγχωρεθεί το τρύπιο παρελθόν τους.
Να μου φορέσεις τα λευκά που άγγελοι τα ντύνονται
Και οι τρελοί, όχι τ΄ αποκριάτικα πριν να ηχήσει δωδεκάτη,
Μoνάχα με τους στρατηγούς να παίζεις μες στο σκάκι
Για να ρημάξουμε τη δίτιμη τη λογική
Να νιώσεις την Τετράτιμη
ωσάν Πολύτιμη που είσαι
Δίχως τη μάσκα της Δευτέρας
Τα χείλη βρίσκοντας που σε κρατάνε στον γκρεμό
Αφού, τον έφτυσαν το φόβο σου για να σε πιάσουν στο κενό.
Αξίζεις το παιδί που θα γεράσει ώριμα
Να σου λυθεί ο αφαλός και μέσα του να μπεις
Τη δεύτερη τη γέννα να τολμήσεις
Και όποιος θα σε λυτρώσει να το ξέρεις,
Στα χρόνια που δεν έζησες σε περιμένει
Γιατί, μάθε όπως το φως αχτίδα οδηγεί,
Όλο το σύννεφο του κόσμου μας, βαραίνει
Απ΄ ό, τι δεν το ζήσαμε κι απ΄ ό, τι ζήσαμε στραβά
Κι όταν θα λύνει τη βροχή του
Θα ‘χει σταγόνες κι από μένα
Πόσο το θάνατο θα φέρεις στη ζωή;
Πόση ζωή μετά το θάνατο θα δώσεις;
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Το έργο είναι Ο Μοναχός στη θάλασσα (γερμ. Der Mönch am Meer) του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ.]