Μιχάλης Μαμαλούκας, Στον αστερισμό του έρωτα. Δώδεκα ερωτικά διηγήματα και μια νουβέλα, Εκδ. ΑΛΔΕ, 2015.
Παιδεία, κουλτούρα, μόρφωση είναι τρεις λέξεις με παρεμφερές αλλά και διαφορετικό περιεχόμενο και είναι οι δεσπόζουσες στα διηγήματα του Μιχάλη Μαμαλούκα, τα οποία έχουν μεν ως θεματικό κέντρο τον έρωτα αλλά, θα έλεγα, ότι η ουσία πίσω από τα φαινόμενα είναι η ευκαιρία που του δίνεται να σκηνοθετήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το οικείο περιβάλλον, όπου θα γεννηθούν οι δώδεκα ερωτικές ιστορίες του και εκεί, σ’ αυτές να μιλήσει για πράγματα που αγαπά. Ταξίδια σε πόλεις ευρωπαϊκές, αξιοθέατα, θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο και που, με αφορμή τον έρωτα, βγάζουν στην επιφάνεια τη λίμπιντο σε όλες τις μορφές και ποικιλίες της. Εκείνο που προκαταβολικά πρέπει να λεχθεί είναι ότι έχει μάτι και νου στραμμένο στον άνθρωπο και τις αδυναμίες του, χωρίς να κρίνει ή να κατακρίνει. Όλοι οι έρωτες βρίσκουν στέγη στο βιβλίο, και οι ορθόδοξοι και οι ανορθόδοξοι, εφόσον όλα συμμετέχουν στο παιχνίδι της ζωής και όλα συμβαίνουν.
Συγκεκριμένα στις ιστορίες του που ανασύρει από το «συρτάρι των αναμνήσεων» (δανείζομαι τον τίτλο μιας ιστορίας του) θα επεξεργαστεί ό,τι ο ίδιος έζησε ή φαντάστηκε χάριν της συγγραφικής τέχνης. Μορφωμένος, ευσταλής, επιτυχημένος, πολυταξιδεμένος και καλοζωισμένος, φέρνει στο φως περιστατικά διακτινισμένα στον κύκλο της ζωής, σαν να είναι το ένα συγγενικό του άλλου, διαφορετικό, αλλά και παραλλαγή του ενός και μοναδικού, που αφήνει το δικό της ιδιαίτερο σημάδι, ευχάριστο, θλιμμένο, απρόσμενο, ενθουσιαστικό, τρυφερό, κανονικό ή έξαλλο. Και, όπως ο ίδιος έτσι και οι ήρωές του, άνδρες και γυναίκες, προέρχονται από ευπρεπές κοινωνικό περιβάλλον, ανήκουν στην φροντισμένη αστική τάξη, έχουν κάνει καλές σπουδές, έχουν ταξιδέψει εκεί όπου ο πολιτισμός έχει αφήσει ανεξίτηλο το ίχνος του, έχουν γνώση του εθιμοτυπικού και όλα, μα όλα, γίνονται καθώς πρέπει• comme il faut, σύμφωνα με το πρωτόκολλο, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.
Ο συγγραφέας – αφηγητής προσέχει τα λόγια του, αν και κάπου κάπου θέλει να προσθέσει στη συγγραφική του ρώμη την αντρική για να δημιουργήσει διονυσιακό ενθουσιασμό. Και σαν να ακολουθεί την επικούρεια κλίμακα της ηδονής, ανέρχεται από το πρώτο σκαλί –φαγητό, πιοτό και έρωτα– στα επόμενα, του ιδείν, του ειδέναι και του απολαμβάνειν, όπου συμμετέχουν όλες οι τέχνες και οι επιστήμες: η φιλολογία, η μουσική, η μυθολογία, η ιστορία, ακόμα και η διαδικασία και το ιεροτελεστικό της Θέμιδος, όσο αντέχει ο τόπος όπου διαδραματίζεται η ιστορία, ο οποίος δίνει και το έναυσμα, βέβαια.
Για παράδειγμα, στην 1η ιστορία, «Στο πλοίο – στο ταξίδι», το μακρινό ταξίδι των ηρώων, με εμφανές το καβαφικό διακείμενο, θα προσφέρει συγκινήσεις, όπως πρότεινε ο Αλεξανδρινός. Ο ώριμος κύριος ευπρεπής, ευγενικός και λίαν διακριτικός «την πέτυχε μια μέρα μόνη της στην κουπαστή», λες και τον περίμενε, όπως παρεμφερώς λέει και ο Ανδρέας Εμπειρίκος: «Μένει σιωπηλή στην κουπαστή μια νέα» μέχρι να την πλησιάσει «ο εξηγητής της γλώσσας των νουφάρων». Και την πλησίασε• εκείνη για Ιθάκη και εκείνος για Λευκάδα, θα βρουν τρόπο προσέγγισης ως γείτονες στα νησιά. Έτσι «απεμποδών» τα όποια εμπόδια, Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, της έπιασε κουβέντα για τ’ αστέρια, όχι όπως οι παλιοί ρομαντικοί, αλλά με πλήρη βιβλιογραφία, επιστημονική ακρίβεια και μυθολογική παραπομπή (στον αστερισμό του έρωτα, γαρ). Εκείνη, εξοικειωμένη με τα γηροκομεία, δεν έχει δυσκολία να συνομιλήσει με τον ηλικιωμένο κύριο. Και όλα εξελίσσονται ωραία στο «σούρουπο του βίου τους».
Η 2η ιστορία πετάει κοτρόνα στα νερά μιας λίμνης αλλά… σε λίγο όλα θα εξελιχθούν πάρα πολύ καλά και σούπερ ερωτικά-αισθησιακά, προκλητικά. Η Βιβιάν, που παραλίγο να κάνει ερωτική σχέση με τη Συλβί, στο οικοτροφείο στην Ελβετία, επιστρέφει στην πατρίδα. Την υποδέχεται ο αδελφός της με έναν πανέμορφο φίλο του… Το τι ακολουθεί ξεπερνά τα όρια μιας βιβλιοπαρουσίασης και καταλήγει σ’ ένα μονόπετρο. Έτσι όπως τρέχουν οι εξελίξεις και η αφήγηση, νομίζεις πως το δαχτυλίδι είχε αγοραστεί πριν γραφτεί το διήγημα, εκτός του ότι ένας από μηχανής θεός έχει αναλάβει εργολαβικά να κάνει ό,τι πρέπει τη στιγμή που πρέπει.
3η ιστορία. «Οι δύο Φίλοι», ο Ζεράρ και ο Ζαν, συμφοιτητές στην Ιατρική της Μασσαλίας, δίνουν την προέκταση του προηγούμενου επεισοδίου, το οποίο επίσης θα καταλήξει στην straight οδό του έρωτα. Στην 4η ιστορία, «Ζάκυνθος Λευκάδα», μια κοπέλα αναστατώνει έναν άντρα σε μια βεράντα, σκηνοθετημένη σαν τον πίνακα του Ιάκωβου Ρίζου «Αθηναϊκή ταράτσα», όπου και μας προσφέρεται από τον αφηγητή μάθημα επτανησιακού πολιτισμού. Στην επόμενη, 5η ιστορία, «Στον αστερισμό της Κασσιόπης» έχουμε έναν θλιβερό και σύντομο έρωτα, γιατί η μικρή επί γης Κασσιόπη θα φύγει γρήγορα να συναντήσει την άλλη στον ουρανό, 150 έτη φωτός μακριά, ακριβώς την ημέρα που μεσουρανεί το συνονόματο άστρο, στις 22 Αυγούστου. Η μικρή Κασσιόπη μας φέρνει στο νου τη μικρή «ποδηλάτισσα» του Ελύτη που κι εκείνης, αφού στη γη χάσαμε τα χνάρια της, «στον ουρανό ανάψαν τα φανάριά της».
Η «Χριστιάνα» είναι υπάλληλος ψυχρή και απόμακρη, μυστηριώδης έξω από τα σημερινά ειωθότα, στο αριστοκρατικό london, όπου θα έχουμε και το ανάλογο sightseeing, και, ω, του θαύματος θα λυθεί και το μυστήριο της ψυχρότητας. Ο αληθινός έρωτας θα λάμψει και θα κάμψει την ψυχρότητα της αλύγιστης «παρθένας» κόρης. Κάπου κάπου ευδοκιμεί κι αυτό το είδος.
7η ιστορία, «Ερωτική έπαρση». Πάλι πίσω στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας. Εκεί ένας ωραίος Έλληνας, Κρητικός και μια Αμερικανογαλλίδα, στη σύντομη σχέση τους (σαν τον 24ωρο βίο της ελυτικής Μαρίας Νεφέλης), θα προλάβουν να ερωτευθούν, να ξεναγηθούν, να περιηγηθούν το Παρίσι, να χωρίσουν, εκείνη να στείλει μακροσκελές γράμμα που θα δείχνει το ες αεί θαυμαστό αίσθημα που της ενέπνευσε ο Κρητικός εραστής. 8η ιστορία, «Το συρτάρι των αναμνήσεων», κάρτες, ποιήματα, ανάλυση ποιημάτων, στοχασμοί πάνω στην αγάπη και τον έρωτα. Η 9η ιστορία είναι η γνωριμία στο θέατρο, με μια βιολονίστρια και μάλιστα συμπατριώτισσα από τη Λευκάδα. Ταξίδι στη Λευκάδα, ιστορικά στοιχεία για τη Φιλαρμονική της, έρωτας. 10η ιστορία, μαθητικός έρωτας, έρωτας «νικητής» του Caravagio και «ανίκατος μάχαν» του Σοφοκλή. 11η ιστορία. Εδώ προβάλλει εκείνη η ωραία λέξη του Λυσία: ραστώνη. Γι’ αυτήν ο ήρωας θα ταξιδέψει στην Κύθνο, αλλά δεν θα την βρει, γιατί θα βρει δυο διαθέσιμες κυρίες. Ξενάγηση: Πηγές, Κολώνα, και οι τέσσερις άγιοι εκ των οποίων οι τρεις έχουν γίνει και ποίημα του Ελύτη, «Ακινδύνου Ελπιδοφόρου Ανεμποδίστου» (λείπει ο Πηγάσιος), οι οποίοι όμως δεν τον έσωσαν από την ερωτομανία και των δύο μαινάδων.12η ιστορία. Ο ήρωας δεν είχε προσέξει πως στη λέξη «ερωδιός» τα τρία γράμματα είναι ίδια με της λέξης «έρως» (μα, το υπαινίσσεται ο Πλασκοβίτης στο Φράγμα). Ωστόσο, «λαμπρά ταιριάζουν όλα», θα έλεγε ο Καβάφης και το ανήλικο ζευγάρι καταφέρνει να ολοκληρώσει τις σπουδές, αφού έχει πια ενηλικιωθεί, και τον έρωτά του.
Μέχρι εδώ ο έρωτας, ο συμπάρεδρος των μεγάλων θεσμών, έχει τον πρώτο λόγο. Πίσω όμως από αυτές τις ιστορίες, όπου οι ήρωες έχουν όλα τους τα καλά, κάποιοι άλλοι υποφέρουν από οικεία ή προπατορικά αμαρτήματα. Η νουβέλα, με την οποία κλείνει το βιβλίο, δίνει μια συγκλονιστική ιστορία, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα των ερωτικών ιστοριών, εκεί που ο θάνατος, η προδοσία, το μίσος, η εκδίκηση αποκαλύπτουν μια άλλη πτυχή της τραγικότητας της ζωής και της μοίρας. Σ’ αυτή τη νουβέλα ο συγγραφέας ξεφεύγει από τη ναρκισσιστική περιήγηση στους καλοζωισμένους αστούς για να ψαύσει βαθιές και ανεπούλωτες πληγές των δυστυχισμένων. Σαν να λέμε πως ο ήρωας της νουβέλας κουβαλάει πάνω του τη μοίρα του τραγικού ήρωα που πρέπει να πράξει και να πάθει από την πράξη του, σε μια αλυσίδα παθών χωρίς τέλος. Σαν να έρχεται αυτή η νουβέλα, μετά τους ανθρώπους που ζουν στον αφρό, να δείξει τους άλλους που ζουν στο σκοτάδι και στον εφιάλτη χωρίς συγχώρεση. Η νουβέλα διαταράσσει με το θέμα της την ισορροπία του βιβλίου, φέρνοντας τα πάνω κάτω, συμπαρασύροντας και τη δική μας διάθεση.
Το βιβλίο ετεροβαρές, κερδίζει το πολύ με το ανάλαφρο ερωτικό περιεχόμενό του, αλλά το «ευ» το κερδίζει με πολλά θαυμαστικά με τη νουβέλα του.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]