Παιχνίδι
Ποτίζω τα αισθήματά μου καθημερινά.
Τα κυκλοφορώ στους δρόμους μετά
να τα θαυμάσουν όλοι-
που είναι έτσι ανθισμένα.
Να θέλουν να τα κόψουν,
αλλά να διστάζουν.
Κι εγώ να διασκεδάζω με τους δισταγμούς τους.
Και να κρυφογελώ.
Κι έπειτα να κόβω ένα και να τους το δίνω δώρο.
Μια χαρά,
Μια λύπη,
ή μια τύψη-
να φεύγει από πάνω μου,
να ξαλαφρώνω.
****
λέξεις
φωνή δεν έχουν
όμως φωνάζουν
αν τις αγαπάς
Κι όταν τις σιωπάς θεριεύουν.
Φτάνει μόνο πάνω στο σώμα τους να περπατάς.
Χωρίς αναπνοή να τις διανύεις.
Να εναποθέτεις σ’ αυτές τις ελπίδες σου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Thomas Hoepker (H Nέα Υόρκη στα ’80).]