Ήταν ένα βροχερό και ήσυχο απόγευμα στην εταιρία Βέγκερντεν. Ο διευθυντής ως συνήθως βρισκόταν στο γραφείο του και κάπνιζε, ρίχνοντας που και που καμία ματιά έξω από το παράθυρο. Ο Πιμ καθόταν σιωπηλός στο γραφείο του και δούλευε στον υπολογιστή.
Ήταν ο μοναδικός υπάλληλος που είχε απομείνει στη Βέγκερντεν. Ο διευθυντής τον αντιπαθούσε, αλλά δεν τον έδιωχνε από την εταιρεία. Πάντοτε έβαζε τον υπάλληλό του να κάνει υπερωρίες ή του μείωνε τον μισθό. Ήταν στην ουσία μια τιμωρία για όσα έκανε στο παρελθόν. Από τότε όλα πάγωσαν μεταξύ τους. Τον Πιμ δεν τον ένοιαζε. Ασκούσε αυτό το επάγγελμα γιατί το αγαπούσε, ακόμα και αν δούλευε κάτω από τέτοιες συνθήκες. Εκείνος, όμως, δεν θυμόταν το παρελθόν, ή καλύτερα δεν ήθελε να θυμάται τι είχε συμβεί…
Ο διευθυντής, αφού κάπνισε και το τρίτο τσιγάρο, έτριψε τα χέρια του, ξερόβηξε και με ένα πονηρό χαμόγελο είπε στον Πιμ:
–Λοιπόν, ανίκανε, πρέπει να φύγω επειγόντως. Θα μείνεις εδώ μέχρι αργά να τελειώσεις την δουλειά σου.
Ο Πιμ γούρλωσε τα μάτια.
–Μάλιστα, είπε.
Ο διευθυντής φόρεσε το κασκέτο του, φάνηκε να διστάζει. Έγνεψε στον Πιμ αντίο και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Δεν φαινόταν να βιάζεται ιδιαίτερα.
Ο υπάλληλος αναστέναξε βαθιά και συνέχισε να πληκτρολογεί. Που και που σήκωνε το κεφάλι του και κοιτούσε γύρω του. Έβλεπε μαύρες σκιές να έρχονται προς το μέρος του. Προτίμησε να μη δώσει σημασία, θεωρώντας πως τα έβλεπε από την κούρασή του. Συνέχισε τη δουλειά του. Κάθε φορά σήκωνε το κεφάλι του, έβλεπε σκιές ανθρώπων να στέκονται και να τον κοιτούν. Κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε μεσάνυχτα. Έκλεισε τα μάτια του και έβαλε το κεφάλι του στις χούφτες του.
Ξαφνικά, ακούστηκε ένας βρόντος και ο Πιμ πετάχτηκε σαστισμένος. Η καρέκλα του έσπασε στα δυο και σωριάστηκε κάτω. Τα γυαλιά του έπεσαν και έσπασαν. Τα φώτα χαμήλωσαν. Ο Πιμ δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε. Δοκίμασε να σηκωθεί, δυστυχώς όμως δεν τα κατάφερε. Ένιωθε σαν να ήταν κολλημένος στο πάτωμα. Κρύωνε. Η θερμοκρασία του χώρου άρχισε να πέφτει, ο υπολογιστής έπεσε κάτω και καταστράφηκε. Ο Πιμ έπιασε το πληκτρολόγιο, το μόνο που απέμεινε, και το κράτησε σφιχτά. Με δυσκολία ίσα που μπορούσε να διακρίνει τη σκιά ενός άντρα να κατευθύνεται προς το μέρος του. Έμοιαζε πολύ με τον διευθυντή…
Ο Πιμ πλησίασε για να δει καλύτερα. Ναι, ήταν αναμφίβολα ο διευθυντής. Στο χέρι του κρατούσε ένα όπλο. Στάθηκε απέναντι στον Πιμ και χαμογέλασε πονηρά. Ο υπάλληλος έσφιξε τα δόντια του…
Μια νέα σκιά ξεπρόβαλε τώρα πίσω από τον διευθυντή. Ο Πιμ έκλεισε τα μάτια του και κράτησε το πληκτρολόγιο στην αγκαλιά του, αυτή τη φορά πιο σφιχτά. Θυμήθηκε εκείνη την νύχτα της δολοφονίας. Κοίταξε τον διευθυντή του και αναστέναξε βαθιά.
Ένας διευθυντής, ένας υπάλληλος και ένα παρελθόν συνδεδεμένο που δεν ξεχνιέται. Μια μάχη ανάμεσά τους είχε ήδη αρχίσει. Η ώρα του Πιμ είχε φτάσει. Μια νέα σκιά ξεπρόβαλε τώρα από την άλλη μεριά του γραφείου. Μα δεν ήταν σκιά ανθρώπου. Ήταν αυτή του θανάτου. Ο Πιμ έκλεισε τα μάτια του. «Θα με βρεις μπροστά σου κάποτε, Ρίτσαρντ», ψιθύρισε και η σκιά τον τύλιξε…
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η Μαριλένα Ματσώτα είναι μαθήτρια Β΄ Γυμνασίου και με το διήγημα αυτό πήρε το Α΄ Βραβείο στον 3ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Συγγραφής Διηγήματος που οργάνωσαν τα Εκπαιδευτήρια «Νέα Γενιά Ζηρίδη», σε συνεργασία με το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς και τις εκδ. Κέδρος, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την Ουνέσκο.]