Αγαπητέ φίλε,
Σε θυμήθηκα και πάλι απόψε. Ερχόσουν λέει, μέσα απ΄τις αψίδες της αρχαίας πολιτείας. Κάτοχος της ελληνικής, όπως είπε ο ποιητής, με την ελευθερία και το ήθος να σε γεωμετρούν.
Γεννήθηκες μες στις τεχνοτροπίες της εκκλησίας του Χριστού και τώρα με τη χάρη ενός που επέλεξε τ’ ανθρώπινο μαρτύριο χύνεσαι σαν νερό μες στον κόσμο.
Το όνειρο τελειώνει εδώ. Πάει καιρός που κρύφτηκες απ’ τους φίλους και τους στίχους σου. Τώρα γυρνάς αναπάντεχα, κάθε φορά πιο νέος και όμορφος από ποτέ. Κάτω στις προκυμαίες σε περιμένουν φίλοι μυθικοί, το κορίτσι σου και η πάνλευκη maseratti που πάντα ονειρευόσουν. Η Αθήνα, η Φλωρεντία, τα ωροσκόπια πια δεν σε χωρούν. Οι φίλοι σου ήταν πάντα τοξότες, γεννημένοι στο τέλος ενός αιώνα, ρείθρο και ελπίδα μαζί αυτού του κόσμου.
Πάλι θα χαθείς, το ξέρω, πάλι θα σε κρύψουν οι Απόλλωνες του Μπελβεντέρε, οι χίλιες και μία όψεις της μεγάλης και γλυκιάς πολιτείας μας. Όμως εγώ που έμαθα να σώζω λάμψεις και αντικατοπτρισμούς στο τέλος κάθε νύχτας, κρύβω κάτι από σένα μες στα καινούρια χρόνια, τέμνοντας την καρδιά μου με το δέος κοριτσιών που αψηφούν βασιλιάδες και νόμους. Όπως η Ιουλιέτα, η Μαρία των Μεδίκων και η άλλη η πιο ταπεινή, η επονομαζόμενη και Μαρία των αρχιτεκτονικών σχολών που τόσο αγάπησε την Πέργαμο κι εσένα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]