frear

Η κόκκινη απόχη – της Εύης Γεροκώστα

Εκείνο το βράδυ περπάτησε πολύ. Αγαπούσε τους νυχτερινούς χειμωνιάτικους περιπάτους στην πόλη. Του άρεσε να βλέπει τους δρόμους, τους ανθρώπους –κουκουλωμένους στα ρούχα και στον εαυτό τους–, τα κουλουριασμένα αδέσποτα, τα σχήματα και τα χρώματα του φεγγαριού, τα αστέρια να παίζουν κρυφτό με τα σύννεφα.

Ο καιρός είχε ψυχράνει. Γι’ αυτό βγήκε. Ήθελε να καθαρίσει το μυαλό και την καρδιά του στην παγωνιά. Για να μπορέσει ν’ αποφασίσει. Ν’ αποφασίσει ποιος ήθελε να είναι.

Τον φώναζε Ταχάρ. Τον συναντούσε τα βράδια, αργά. Το χειμώνα φορούσε μια ολόσωμη καφετιά μάλλινη κάπα, με μια κουκούλα που σχεδόν έκρυβε το πρόσωπό του. Θύμιζε τις κάπες που φορούν οι Μαροκινοί –έτσι του έδωσε αυτό το όνομα. Ζούσε πάνω στο λόφο μαζί με δυο σκυλιά, ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό, καφετιά κι αυτά, που τον ακολουθούσαν παντού. Από μακριά έμοιαζαν με τρεις καφετιές κηλίδες.

Περπατούσε πάντα σκυφτός. Μιλούσε όταν ήθελε, σε όποιον ήθελε –αν ήθελε.

Την πρώτη φορά που τον είδε, ένιωσε μια μουσούδα να τρίβεται στο πόδι του. Γύρισε και είδε το ένα από τα δυο σκυλιά. Έσκυψε να του χαϊδέψει το κεφάλι. Πίσω του ακούστηκαν τα βήματα του Ταχάρ. Εκείνος γύρισε και του χαμογέλασε, μ’ εκείνο το λίγο στραβό χαμόγελο που όταν ήθελε έκαιγε καρδιές. Ο Ταχάρ δεν ανταποκρίθηκε. Τραγουδούσε. Κι όταν τραγουδούσε δεν υπήρχε χώρος για λόγια.

«Κοιμάμαι στο χαλίκι, χορταίνω από βρισιά
και μ’ έχει σαν σκουλήκι του κόσμου η μπαμπεσιά».

Τον άκουγε για ώρα. Όταν τέλειωσε το τραγούδι, ο Ταχάρ σήκωσε το βλέμμα του και του είπε:

«Σκέφτεσαι πολύ εσύ. Φτιάξε ένα χάρτινο καραβάκι και γράψε πάνω του με κόκκινο μολύβι τις σκέψεις σου. Έπειτα περίμενε τη μεγάλη βροχή. Κι όταν έρθει, άφησε το καραβάκι σ’ ένα δρόμο αγαπημένο, να ταξιδέψει στα λασπόνερα. Τα γράμματα και οι σκέψεις θα ξεθωριάσουν και θα χαθούν. Τότε θ’ αρχίσεις να ζεις.»

Τα σκυλιά έμοιαζαν να χορεύουν δίπλα του.

Πέρασαν μέρες και νύχτες, ήλιοι και φεγγάρια. Όνειρο είναι η ζωή. Και ζωή τα όνειρα. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα ποιος ήταν. Δεν ήξερε ούτε τι είναι η ζωή. Χαρά ή βάσανο; Πόνος γλυκός ή αφόρητος; Ψέμα ή αλήθεια; Ζευγάρια όλες οι ερωτήσεις. Εκείνος όμως ήταν μόνος. Πληγωμένος, θεραπευμένος, αλλά μόνος.

Την αναζητούσε τη μοναξιά, από μικρό παιδί. Στις βόλτες, στα ταξίδια, στις μεγάλες στιγμές της ζωής του. Δεν τη φοβήθηκε ποτέ. Μεγάλωσε μαζί της, την ερωτεύτηκε, έζησε μαζί της στο ίδιο σπίτι, την παντρεύτηκε. Πιο εύκολο να ερωτευτεί κανείς τη μοναξιά παρά έναν άνθρωπο.

Εκείνη την εποχή έφτιαξε δεκάδες χάρτινα καραβάκια με σκέψεις και κόκκινες μολυβιές.

10802060_886772604696128_938626966074772224_n

Έπειτα ήρθαν οι μεγάλες βροχές. Τα καραβάκια έπλευσαν για ταξίδια μακρινά στα λασπόνερα. Τα γράμματα όμως δεν ξεθώριαζαν. Έμεναν εκεί, να του θυμίζουν τις σκέψεις του. Άρα δεν είχε έρθει ακόμα η στιγμή να μάθει ποιος ήταν. Δεν είχε έρθει η στιγμή να ζήσει.

Έπειτα έφτασε η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου.

Έβρεχε από το πρωί, στον ουρανό και στο μυαλό του.

Είχε καιρό να συναντήσει τον Ταχάρ. Ένα βράδυ είδε τα σκυλιά μόνα τους και πήγε ν’ ανησυχήσει. Σκέφτηκε τότε ότι, ακόμα κι αν κάτι του είχε συμβεί, τουλάχιστον τα σκυλιά θα είχαν το ένα το άλλο.

Σηκώθηκε βαρύς από το κρεβάτι. Έψαξε στο συρτάρι του και βρήκε ένα κόκκινο χαρτόνι. Το δίπλωσε μια φορά, το δίπλωσε δεύτερη…

Ένα κατακόκκινο καραβάκι.

Μέχρι τότε, τα καραβάκια τα έφτιαχνε με άσπρο χαρτί –το έβρισκε πιο εύκολα μπροστά του και πάνω του τα κόκκινα γράμματα φαίνονταν καλύτερα. Τώρα όμως; Κόκκινα γράμματα πάνω σε κόκκινο καραβάκι;

Πήρε κόκκινο μολύβι κι έγραψε τις σκέψεις του.

Όταν νύχτωσε πήρε το καραβάκι και βγήκε, χωρίς ομπρέλα.

Η βροχή δυνάμωνε. Σε μια γωνιά του δρόμου διέκρινε την καφετιά κάπα. Πάνω στην κάπα κοιμούνταν τα δυο καφετιά σκυλιά, το ένα πάνω στο άλλο. Δίπλα στην κάπα, ο Ταχάρ. Τραγουδούσε.

«Από σήμερα εμένα θα προσέχω,
θα κοιτάζω τη δική μου τη ζωή…»

-Φόρα την κάπα σου, τα σκυλιά είναι μαθημένα.

Για πρώτη φορά, ο Ταχάρ άφησε το τραγούδι στη μέση:

-Το κόκκινο καραβάκι που κρατάς έχει ήδη φύγει.

«Τα ’χασε ο Ταχάρ», σκέφτηκε, και συνέχισε να περπατάει.

Κι όσο εκείνος απομακρυνόταν, τόσο το τραγούδι δυνάμωνε μέσα στη σιωπή της νύχτας.

Έβρεχε για τα καλά πια. Είχε ήδη φτάσει σ’ ένα δρόμο αγαπημένο.

Τα φώτα λιγοστά.

Δίπλα στο πεζοδρόμιο είχε σχηματιστεί ένα ρυάκι. Το νερό φαινόταν καθαρό.

Κοίταξε το κόκκινο καραβάκι με τα κόκκινα γράμματα. Όμορφο ήταν.

Το ακούμπησε στο ρυάκι κι εκείνο άρχισε να πλέει, γρηγορότερα απ’ ό,τι τα προηγούμενα.

Εκείνος άρχισε να βαδίζει δίπλα του και να το ακολουθεί.

11652_989308831109171_8002319490101248877_n

Ξαφνικά τα κόκκινα γράμματα ξεκόλλησαν από το καραβάκι, έγιναν κόκκινα ψαράκια, λαμπύρισαν κι άρχισαν να κολυμπάνε στο ρυάκι.

Τα ακολούθησε. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Δεν σήκωσε ούτε στιγμή το βλέμμα του από το ρυάκι.

Τα ψαράκια κολύμπησαν για ώρα μέχρι που κάτι τα σταμάτησε.

Μια κόκκινη απόχη.

Τα ψαράκια μπήκαν μέσα και μεταμορφώθηκαν ξανά σε γράμματα.

Σήκωσε το βλέμμα του και είδε μια κοπέλα. Μέσα στο σκοτάδι δεν ξεχώρισε το σουλούπι και τα χαρακτηριστικά της. Μονάχα τα μάτια της είδε. Μάτια χαμογελαστά.

-Μ’ αρέσει να ψαρεύω τις σκέψεις των ανθρώπων. Τις παίρνω μαζί μου, τις αφήνω για λίγο μαζί με τις δικές μου κι έπειτα τις δίνω σε κάποιον άλλο. Πρώτη φορά όμως σήμερα ψάρεψα σκέψεις μπροστά σ’ αυτόν που τις γέννησε… θα μου τις χαρίσεις;

Δεν μπορούσε ν’ απαντήσει. Οι σκέψεις είχαν ήδη χαριστεί. Κι όχι μόνο αυτές…

Δεν ξέρουμε αν εκείνο το βράδυ έμαθε ποιος ήθελε να είναι.
Δεν ξέρουμε αν τα γράμματα ξεθώριασαν μέσα στην απόχη.
Δεν ξέρουμε αν φτιάχτηκαν άλλα καραβάκια.
Ούτε αν η κοπέλα που ψάρευε σκέψεις έμεινε κοντά του.

Η ιστορία σταματά εδώ. Ο άνεμος την παίρνει μακριά και μια μέρα θα τη φέρει πίσω. Τότε θα μάθουμε τη συνέχεια…

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργα: Αlexander Jansson.]

10291101_765258760180847_2280860495673434733_n

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη