Ο Έντουαρντ Τόμας (Philip Thomas Edward, 1878-1917) γεννήθηκε στο Λάμπεθ του Λονδίνου το 1878, κι είχε καταγωγή από την Ουαλία. Σπούδασε αρχικά στο Κολέγιο του Αγίου Παύλου και στη συνέχεια στο Κολέγιο Λίνκολν του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, όπου παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας. Υπήρξε παραγωγικός συγγραφέας πολλών κειμένων, συμπεριλαμβανομένων των βιογραφιών του συγγραφέα Richard Jefferies (1848 – 1887), του ποιητή, μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Άλτζερνον Τσαρλς Σουίνμπερν (Algernon Charles Swinburne, 1837-1909) και του γνωστότερου Τζων Κητς, καθώς και ένας μέτρια επιτυχημένος δημοσιογράφος, το έργο του οποίου επικεντρώθηκε στην εικόνα της Αγγλίας και της υπαίθρου.
Ο Έντουαρντ Τόμας υπέφερε από σοβαρές κρίσεις κατάθλιψης και επαναλαμβανόμενες ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις, που έφταναν έως και πλήρους κατάρρευσης. Τα γραπτά του αναφέρονταν περισσότερο στην ύπαιθρο, κι είχαν έντονη την ανάμειξη της παρατήρησης, αρκετές πληροφορίες, κριτική λογοτεχνίας και πολυποίκιλες προσωπικές σκέψεις. Το 1913, γνωρίστηκε με τον Αμερικανό ποιητή Ρόμπερτ Λι Φροστ (Robert Lee Frost, 1874 – 1963), τον διασημότερο της γενιάς του. Μετά από αυτή τη συνάντηση φαίνεται πως αφοσιώθηκε πλήρως στην ποίηση. Το 1914, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τον επηρέασε συναισθηματικά αρκετά και μετατόπισε το ποιητικό του ενδιαφέρον στο μεγάλο πόλεμο, οδηγώντας τον να γράψει ‘πολεμική ποίηση’ πολύ πριν φτάσει ο ίδιος στα χαρακώματα και έρθει σε άμεση επαφή με την πολυεπίπεδη φρίκη του πολέμου. Η ποίησή του ίσως ενήργησε περίεργα και σίγουρα αποφασιστικά στο να ενταχθεί στο στρατό. Αρχικά πήγε στο Έσσεξ όπου εργάστηκε ως εκπαιδευτής στην ανάγνωση των στρατιωτικών χαρτών, αλλά τον Σεπτέμβριο του 1916 άρχισε να εκπαιδεύεται στο Βασιλικό Πυροβολικό και όταν πήρε το βαθμό του ανθυπολοχαγού, το Νοέμβριο, ο ίδιος ζήτησε εθελοντικά να υπηρετήσει στο εξωτερικό. Τον Ιανουάριο του 1917 άφησε την Αγγλία για την Γαλλία. Την 9η Απριλίου, ο Έντουαρντ Τόμας δυστυχώς σκοτώθηκε από έκρηξη στην πρώτη ώρα της μάχης της Αρράς (Arras) ενώ βρισκόταν σε ένα παρατηρητήριο και κατηύθυνε την τρέχουσα διαδικασία της αρμοδιότητάς του.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία, δεν γνωρίζουμε αν έγραψε κάποια ποιήματα, αλλά ένα μικρό ημερολόγιο τσέπης, τον σκιαγραφεί ως ένα αλλαγμένο και ευαίσθητο άνθρωπο σε πολλά θέματα της ζωής του, έναν αποτελεσματικό αξιωματικό και έναν σχετικά παραγωγικό συγγραφέα, για τα χρόνια βεβαίως που πρόλαβε να ζήσει. Βρίσκεται θαμμένος στο στρατιωτικό νεκροταφείο Agny στα περίχωρα της Αρράς. Άφησε πίσω τη σύζυγό του Helen, και τα τρία παιδιά τους. Δεν πρόλαβε να δει τυπωμένα τα Ποιήματα (Poems, 1917), που δημοσιεύθηκαν με το ψευδώνυμο, Edward Eastaway. Σε λιγότερο από δύο χρόνια, πάντως, είχε γράψει πάνω από εκατόν σαράντα ποιήματα.
Το καινούργιο σπίτι
(Μάρτιος 1915)
Έτσι σαν έκλεισα την πόρτα
Απόμεινα μονάχος
Μες στο καινούριο σπίτι, κι ο αγέρας
Άρχισε να μουγκρίζει.
Ξάφνου πάλιωσε το σπίτι
Και γέρασα κι εγώ,
Τ’ αυτιά μου τάχασαν απ’ τον τρόμο
Απ’ όσο μπόρεσα να μαντέψω.
Φουρτουνιασμένες νύχτες, ανταριασμένες μέρες, δίχως τέλος,
Πικραμένες μέρες με τον ήλιο
Να λάμπει θλιμμένα: παλιές λύπες
Κι άλλες πολλές που ακόμα δεν άρχισαν.
Όλα μου προβλέφθηκαν,
Τίποτε δεν μπόρεσα να πω,
Αλλά έμαθα πως θα ακούγεται ο αγέρας
Σαν θα ‘χουν γίνει όλα αυτά.
The New House
Now first, as I shut the door,
I was alone
In the new house; and the wind
Began to moan.
Old at once was the house,
And I was old;
My ears were teased with the dread
Of what was foretold,
Nights of storm, days of mist, without end;
Sad days when the sun
Shone in vain: old griefs and griefs
Not yet begun.
All was foretold me; naught
Could I foresee;
But I learned how the wind would sound
After these things should be.
Αυτό το σύντομο σχετικά ποίημα του Έντουαρντ Τόμας φανερώνει ξεκάθαρα τον τρόπο με τον οποίο το σπίτι του καθενός και η έλλειψή του, αποστασιοποιεί και διχάζει οικογένειες, κοινότητες και κοινωνίες. Αυτά τα τετράγωνα κουτιά των ανθρώπινων καταφυγίων, όπως αποκαλούνται χαρακτηριστικά από μερικούς, αποτελούμενα από τούβλα, σκυρόδεμα, πέτρα και ξύλο, φαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις να αποκτούν μεγαλύτερη αξία από τις ζωές που έζησαν μέσα σε αυτά και αντιμετωπίζονται με πολύ μεγαλύτερη ευλάβεια και σεβασμό. Διαβάζοντας όμως το παραπάνω ποίημα του Έντουαρντ Τόμας, σκέφτεται κάποιος την παροδικότητα και την ανθρώπινη αυταπάτη της ιδιοκτησίας και της ασφάλειας εν γένει. Ίσως αποτελεί κλασσικό παράδειγμα για το τι μπορεί να κάνει τελικά η ποίηση που πιθανότατα δεν μπορεί η πεζογραφία. Σε μόλις δεκαέξι γραμμές, το ποίημα αποτυπώνει ακριβώς ένα συναίσθημα που είναι εν πολλοίς περίεργο, παροδικό και φευγαλέο, αλλά την ίδια στιγμή άμεσα αναγνωρίσιμο. Η ιδιοφυΐα του ποιήματος έγκειται στο γεγονός ότι ο ποιητής επιλέγει ένα νέο σπίτι για να μεταφέρει τη θλίψη του χρόνου που περνά χωρίς επιστροφή, χρησιμοποιώντας την προνοητική και προληπτική μελαγχολία του για τη ζωή και την απώλεια που θα βιώσει εντός των τειχών του στο μέλλον. Ο συμβατικός τρόπος για να προβληματιστεί σχετικά με την ευθραυστότητα της ζωής και την αναπόφευκτη προσωπική, τουλάχιστον, φθορά θα ήταν, αντίθετα, να γράψει για ένα παλιό και εγκαταλελειμμένο σπίτι, γιατί δεν είναι ασυνήθιστο να βιώνει κάποιος ένα ρίγος της μελαγχολίας σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο ή ένα χορταριασμένο ερείπιο παρασυρμένος από την ιστορία του αλλά και την ιστορία των όσων διέμεναν εκεί, για άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα. Αλλά η φαντασία του ποιητή ωθεί τον αναγνώστη στο μέλλον, για να πενθήσει ένα παρελθόν που ακόμα δεν έχει έρθει στο προσκήνιο, είναι εντελώς πρωτότυπη, και η απλή ομορφιά των τελευταίων δύο γραμμών, ιδίως, κάνει ανεξίτηλη εντύπωση στη μνήμη του αναγνώστη.
Ο Edward Thomas πέθανε, όπως ήδη είπαμε, δύο χρόνια αφότου έγραψε το ποίημα ‘The New House’. Σκοτώθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη μάχη του Arras, στις 9 Απριλίου 1917, στην ηλικία των τριάντα εννέα ετών. Το ποίημα μόλις έκλεισε τα εκατό του χρόνια!
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]