frear

Froehliche Weihnachten, von Altenberg! – του Δημήτρη Χριστόπουλου

ddΠαραμονές Χριστουγέννων συνάντησα τον Πέτερ Άλτενμπεργκ. Δέχτηκα ασμένως την πρόσκλησή του, γιατί είναι μεγάλη τιμή για ένα νέο συγγραφέα να τον καλεί αυτοπροσώπως ο Σωκράτης της Βιέννης.

Έγραφε πυρετωδώς κάποια πεζοποιήματα. «Μπλέ ατσάλινη πένα Kuhn 201. Μόνο αυτήν χρησιμοποιώ και δεν την αλλάζω με τους καλύτερους υπολογιστές.»

Όσες τρίχες έλειπαν από την κεφαλή του, τόσες κάλυπταν το στόμα του με μια παχιά στρώση. Τα θολά του μάτια κάλυπτε ένα ζευγάρι στρογγυλά ματογυάλια.

Έχει κρύο και υγρασία. Herrengasse 14. Το βρήκα εύκολα. Ο αμαξάς κούνησε συγκαταβατικά την κεφαλή του μόλις συλλάβισα την οδό. Από τα ογδόντα Kaffeehaus, το Central είναι το διασημότερο της πόλης.

Με περίμενε υπομονετικά στην είσοδο. Καθίσαμε κάπου στο βάθος της αίθουσας, κάτω από έναν φερ-φορζέ πολυέλαιο, εκεί που συναντιούνται δυο μαυριτάνικα αψιδωτά παράθυρα.

«Κοκκινίζουν οι νέγρες;» με ρώτησε. Κούνησα τους ώμους. «Όταν τους φέρεσαι σαν ιππότης» είπε και χαμογέλασαν τα μουστάκια του. Ειρήσθω εν παρόδω, εκείνη τη χρονιά το μείζον πολιτιστικό γεγονός της Βιέννης ήταν “ο πυρετός των Ασάντι”, εβδομήντα άτομα από τη Χρυσή Ακτή που έζησαν για δυο μήνες στο ζωολογικό κήπο της Βιέννης. Του μίλησα και για τους σύγχρονους «Ασάντι» που στοιβάζονται στα σύνορα, το υπερθέαμα των δικών μας ημερών, και έδειξε ενδιαφέρον.

Σε λίγο ήρθαν κι άλλοι στο τραπέζι μας και όλοι συστήθηκαν με τα μικρά τους ονόματα: ένας Sigmund, κάποιος Gustav, κάποιος Ρώσος που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, ένας Άλφρεντ, κάποιος Όσκαρ. Ο πρώτος μάλιστα μού έδωσε και την κάρτα του: Berggasse 19.

Με κέρασε καφέ και στρούντελ. Πεινούσα και το έφαγα με βουλιμία. Παρήγγειλε και δεύτερο. Μιλούσε όλη την ώρα για μια παράξενη συνάντηση με έναν νεαρό που του σέρβιρε –λέει– στο δωμάτιό του και επέμενε, ο αθεόφοβος, πως η δική του εκδοχή για τη γοητευτική χορεύτρια Χέντι Βαϊντγκάρτνερ ήταν πιο καλή από αυτήν του συγγραφέα. Οι συνδαιτυμόνες διχάστηκαν και ο καθένας υποστήριζε με θέρμη τη δική του άποψη.

Η νύχτα προχώρησε για τα καλά, αλλά κανείς δεν έφευγε. Οι ώρες γλιστρούσαν σαν τα πέδιλα που χόρευαν στον πάγο, χωρίς να το καταλάβω. Άκουσα και έμαθα πολλά –περισσότερα απ’ όσα ήξερα από το Δίκτυο. Με μια άλικη λάμψη ήρθε η αυγή στο μέγαρο Φέρστελ. Έξω όλα ήταν βρεγμένα και λαμπερά. «Γράφω κ’ εγώ μικρές ιστορίες», του είπα, «και υπάρχουν φορές που δεν ξέρω ποια εκδοχή απ’ όλες να κρατήσω. Ένας κριτικός έγραψε τις προάλλες: αηδιαστικό». «Μη δίνεις σημασία», είπε, «σε κάτι τύπους αηδιαστικούς. Κάποια στιγμή θα ξανανεβούμε στα δέντρα, αρκεί να καταργήσουμε τα όρια της γλώσσας». Έβγαλε το ρολόι από την τσέπη του. «Ώρα να πηγαίνεις, τώρα».

Αποχαιρέτησα τον φον Άλτενμπεργκ με μια βαθιά υπόκλιση. «Η δική σας εκδοχή», του είπα, «μου αρέσει περισσότερο». Στο πιάνο με ξεπροβόδιζε η Φαντασία σε Ντο Ματζόρε του Σούμπερτ. Ίσως βγει ο ήλιος αύριο. Τότε θα ’ναι καλά για τους «Ασάντι».

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Το κείμενο έχει ως αφορμή την επικείμενη συμπλήρωση 97 χρόνων από το θάνατο του Αυστριακού μοντερνιστή ποιητή Πέτερ Άλτενμπεργκ (1859 – 8.1.1919).]

peter_altenberg1907

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη