Άδηλο, επίμονο το φως
Όταν ξυπνά ένα παραδείσιο πουλί
Που χάθηκε στους παγετώνες.
Κι εκείνο, απορημένο
Ραμφίζει τρυφερά φιλιά
Στην πολική αρκούδα
Που κοιμάται αμέριμνη
Κι ονειρεύεται
Ένα παραδείσιο πουλί
Που ζει σε κλίματα θερμά. *
Είχα στυλώσει τα μάτια μη τυχόν βρεθεί καμιά βοήθεια από πάνω. Ούτε ένα μικροσκοπικό σύννεφο δεν άχνιζε, κανένα ξεχασμένο πουλί δε μαρτυρούσε ίχνη ζωής εκεί ψηλά. Κι επειδή καμιά βοήθεια εκτός απ’ τη βροχή δεν πέφτει από τον ουρανό – αυτή αποκλειόταν λόγω της έλλειψης συγκεντρωμένων υδροσταγονιδίων– χαμήλωσα τα μάτια μου κι έμεινα να κοιτάζω τις πέτρες. Μα πώς βρεθήκανε εδώ; Πέτρινη απαστράπτουσα λευκότητα και αρμονικά σμιλεμένη στρογγυλάδα κείτονταν μπροστά στα πόδια μου σαν μοντέρνο γλυπτό που είχε τοποθετηθεί από χέρι καλλιτέχνη για να σκεπάσει κάπως τη θλιβερή κακοφτιαγμένη άσφαλτο.
«Εδώ βρέθηκε ολόκληρη πολική αρκούδα στη Ρήγα Φεραίου κι εσύ αναρωτιέσαι για τις πέτρες; Τι άστοχη ανησυχία θεέ μου, ως συνήθως! Τώρα θα σε μάθουμε;» αντηχούσαν στο εσωτερικό του κρανίου οι οικείες επιπλήξεις των οικείων μου. Όμως αυτή τη φορά είχαν δίκιο οι φωνές. Μπροστά μου, ακουμπισμένη με το ένα χέρι –μπροστινό πόδι εννοούσα– σε μια γέρικη αργυρόφυλλη λεύκα, στην άκρη του δρόμου που είχε το όνομα του ήρωα αλλά όχι τη μεγαλοπρέπειά του, αντίκριζα μια τεράστια, ελαφρώς τρεμάμενη πηγή λευκότητας. Μια ολοζώντανη πολική αρκούδα. Τα κατάμαυρα βελούδινα μάτια της σκόρπιζαν ένα σκούρο καθηλωτικό φως που ενέτεινε την επιβλητικότητα της λευκότητας. Με διαπερνούσε και με τύλιγε θερμή παγωνιά –όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό– αντιφεγγίζοντας στο θυμικό μου λευκό πυκνό θυμίαμα.
Άφωνη η επικοινωνία με το πανέμορφο ουρανοκατέβατο ζώο για μερικά λεπτά, ακολουθούσε το εκκρεμές των φοβισμένων ματιών μου στη διαδρομή, ουρανός –πέτρες– μαύρο βελούδινο φως. Η αδυναμία να κουνήσω κάποιο απ’ τα μέλη μου, μέσα στα οποία συγκαταλέγονται και οι φωνητικές χορδές, ήταν η μόνη πραγματικότητα που καταλάβαινα με τις αισθήσεις εκείνη τη στιγμή. Θυμήθηκα το αγαπημένο διήγημα του Ε. Γονατά όπου μια αρκούδα βαδίζει μέσα στο κείμενο με μοναδικό σκοπό να βοηθήσει τον ήρωα στο φόρτωμα των κομμένων ξύλων και αρπάχτηκα από εκείνη την καθησυχαστική ελπίδα.
Κι εκεί που ετοιμαζόμουν να λιποθυμήσω για να τελειώνει επιτέλους αυτό το μαρτύριο –ας ασχοληθούν οι περαστικοί, ας φωνάξουν ασθενοφόρο, ας κάνουν ό,τι θέλουν με το φοβισμένο σε σημείο ακαμψίας σώμα μου– η γεροδεμένη λευκή ομορφιά μού μίλησε με ανθρώπινη φωνή.
« Ξέρεις ότι σε ψάχνω ένα χρόνο τώρα;»
«Ε- μ έ- ν α;» συλλάβισα από μέσα μου, αδύνατο να ακουστώ. Εκείνη όμως έπιασε το ερωτηματικό που γαντζώθηκε στο απαλό αεράκι και ανασήκωνε ελαφρά το πιγούνι της, κάνοντας εμφανή τη γυαλάδα από τις σταγόνες του ιδρώτα που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται γύρω απ’ το στόμα της.
«Ναι, εσένα, το ξέρεις ότι για χάρη σου ταξίδεψα σε κλίματα ζεστά με κίνδυνο να πάθω θερμοπληξία;» μου απάντησε σαν ευγενικός συνομιλητής.
Η δική μου αρκούδα είναι ομιλούσα, σκέφτηκα, με τρίμματα χαράς ανακατεμένα με φλούδες ματαιοδοξίας. «Τι θέλεις από μένα;» κατάφερα να ψελλίσω.
«Εσύ ευθύνεσαι για την αλλαγή της κοσμοθεωρίας μου»
«Τι άλλο θ’ ακούσω θεέ μου; Η αρκούδα μου σκέφτεται! Έχει και κοσμοθεωρία!»
«Εσύ μ’ έβαλες σε ένα ποίημα χωρίς να με ρωτήσεις, καθώς κοιμόμουν αμέριμνη πέρυσι τον χειμώνα»
«Θεέ και κύριε! ξέρει και τη λέξη “αμέριμνη”! Θα τρελαθώ!» επισκίασε η απορία μου την ουσία της δήλωσής της.
Μα ποιο ποίημα, ποια αρκούδα, ποιόν χειμώνα; σφυρηλατούσαν το μυαλό μου τσουχτερές οι απορίες.
«Εσύ έστειλες ένα τροπικό πουλί να με ξυπνήσει με τρυφερά τσιμπήματα. Κι από τότε δεν μπορώ να ησυχάσω, όλα έχουν αλλάξει, πνίγομαι μέσα στη γούνα μου, δεν έκλεισα μάτι και φυσικά δεν μπορώ να το βγάλω απ’ το μυαλό μου. Φύσηξε “σ’ αγαπώ” μέσα στ’ αυτί μου. Κι ήτανε το κελάηδημά του σαν το γέλιο του σύννεφου. Ήτανε ζεστασιά… Καταλαβαίνεις;»
Το σώμα της χαμογελούσε όταν μιλούσε για το πουλί. Η δύναμη του μεγέθους της υποχωρούσε μπροστά στον κατακλυσμό της τρυφερότητας.
«Θέλω να με βοηθήσεις να τον βρω» είπε κι ένιωσα τη ματαιότητα κάθε προσπάθειας αντίστασης στο παράδοξο της κατάστασης. Στην άκρη μιας άγνωστης διαδρομής του εγκεφάλου μου, υπήρχε θρονιασμένη η πεποίθηση ότι η αρκούδα ήταν αληθινή. Συμμετέχοντας με ίσους πλέον όρους στην επικοινωνία μας, αφού ξεφορτώθηκα κάθε ικμάδα φόβου και αναστολής, της απάντησα: «Λυπάμαι παρά πολύ για το κακό που σου έκανα. Το πουλί δεν υπάρχει. Το έκλεψα από το παραμύθι ενός παιδιού και το έβαλα με ιδιοτέλεια εκεί για να φτερουγίσει κάπως το ποίημα.»
«Δεν με αφορούν αυτά που λες. Θέλω να βρεθώ κοντά του. Στην ανάγκη βάλε με σε άλλο ποίημα μαζί του» Μωρέ καλά μου’ λεγε η μάνα μου, τι την θες την ποίηση, το σπίτι σου να κοιτάς και τη δουλειά σου και την πίεσή σου να μετράς, να μην ξεχνάς το χάπι σου κάθε πρωί. Αυτή εδώ η απαρηγόρητη αρκούδα με διαλύει…
Πριν καταφέρω να προφέρω τις λέξεις που έτρεχαν ήδη να συγκεντρωθούν γύρω απ’ την άχαρη κι ανώφελη θεωρία για τη μοίρα αυτών των ανάρμοστων ερώτων, έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου, έσκυψε αρκετά και έτριψε για λίγο την ιδρωμένη μύτη της στο πρόσωπό μου, δημιουργώντας μια ηφαιστειακή κατάσταση χαδιού, μια μονογραφία της απαλότητας. Η λάβα του τετελεσμένου της λύπης της μου έκαψε το λαρύγγι. Αμέσως μετά, ξάπλωσε κάτω απ’ τη λεύκα. Πριν ξεψυχήσει, τα μάτια της στένεψαν, η υπερφυσική μουσουδίτσα τρέμισε κι ένα χαμόγελο σαν θαύμα φώτισε το λευκό, εξαίσια θλιμμένο αρκουδίσιο πρόσωπο.
Την ίδια στιγμή, ακριβώς το δευτερόλεπτο που σταμάτησε ο καμπανιστός ήχος της καρδιάς της, ξεψύχησαν όλες οι λέξεις που είχα φωνάξει για βοήθεια. Σαν σαμουράι πιστοί στον κώδικα τιμής πειθάρχησαν σε μια άγνωστης προέλευσης εντολή και αυτοκτόνησαν ομαδικά.
Όταν ξύπνησα όλα ήταν ίδια στο δωμάτιό μου. Σε μένα όμως κάτι είχε για πάντα αλλάξει. Οι λέξεις μου ήταν στ’ αλήθεια νεκρές. Οριστικά και αμετάκλητα πέρασα στην κατηγορία των μουγγών ανθρώπων. Η εγκαθίδρυση της σιωπής είχε συντελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ανώφελες αφορμές κι αστήρικτες αιτίες.
Από τότε, άλαλη, μα καθόλου σιωπηλή περνώ συχνά από τη λεύκα της Ρήγα Φεραίου και παρατηρώ για ώρες με τ’ ακριβά μου κιάλια τη θροΐζουσα ζωή της. Τα εξωτερικά κλαδιά της διαφέρουν απ’ τα μέσα στην απόχρωση, κραδαίνοντας το σκούρο αποτύπωμα από τα καυσαέρια τις μέρες που ο βαρδάρης τα εξαναγκάζει σε ταλαντώσεις και σκιρτήματα. Η γέννηση κι ο θάνατος των φύλλων της ακολουθούν αδιαπραγμάτευτα τα χνάρια του καιρού. Οι μέλισσες πηγαινοέρχονται και κάποιες σαστισμένες πεταλούδες σταματούν για μιαν ανάσα στα πιο φρέσκα φύλλα.
Όμως ποτέ ως τώρα κανένα τροπικό πουλί μα ούτε ένα ταπεινό σπουργίτι δεν έχω ξαναδεί ανάμεσα στ’ ασημοκαπνισμένα φύλλα της. Ακούω το κελάηδημα μα είναι αδύνατον να εντοπίσω την πηγή του.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. * Το απόσπασμα προέρχεται από τη συλλογή Γράμμα σε γενέθλια πόλη, εκδ. ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ, Θεσσαλονίκη 2013.]