12 Οχτώβρη 1944
Η μακριά σκοτεινή ματωμένη πορεία μας έφτασε στην κορυφή.
Ο Θεός είναι εκεί και τώρα θα ευλογήσει τα δάκρυα της λαχτάρας και της πίκρας μας.
Ανοίγω διάπλατα τα παράθυρα. Φως, ήλιος, καθαρός ουρανός. Μαζί με τα παιδιά μου παρακολουθούμε με κατάνυξη θρησκευτική ένα σημείο απέναντι στην Ακρόπολη. Αυτό είναι ο κόσμος όλος.
Και βλέπομε τη γερμανική σημαία σιγά- σιγά να υποστέλλεται, να εξαφανίζεται σαν να την κατάπιε ο Ιερός Βράχος. Και να αρχίζει να ανεβαίνει στον ιστό το αγαπημένο χρώμα του ουρανού μας. Τα θολωμένα μάτια μου δεν μπορούν πια να δουν. Όταν έχω στεγνώσει βιαστικά τα δάκρυα, η γαλανόλευκη κυματίζει περήφανα.
Η Ελλάδα είναι πάλι δική, μας, δική μας. Την έχουμε κατακτήσει με το αίμα μας, με τον μόχθο μας, με την καθημερινή στέρηση, μα προπάντων με το σκοτάδι της οδύνης όλων των χρόνων της σκλαβιάς.
Η Ελλάδα είναι πάλι δική μας. Αυτό είναι δικαιοσύνη. Αυτό είναι τάξη.
Δεν ξέρω καλά καλά τι κάνω. Αγκαλιάζω τις συμμαχικές σημαιούλες που μου είχαν φέρει και βγαίνω στους δρόμους […]. Ο λαός είναι τρελός από αγαλλίαση. Φιλιούνται, κλαίνε, περιμένουν Εγγλέζους. Στην πλατεία Συντάγματος συναντώ γερμανικό λόχο που προχωρεί να καταθέσει στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη. Ο αξιωματικός προσέχει τις σημαίες που κρατώ και με κοιτάζει βλοσυρά. Μα εγώ τρέχω προς την Αρχιεπισκοπή […]
13 Οχτώβρη 1944
«Τούτη η γη όπου πατάς είναι αγία γη» (ὁ γάρ τόπος ἐν ὧ σύ ἔστηκας, γῆ ἁγία ἐστί) (Έξοδος 3,5)
Κατάρα σε όποιον την μολύνει, ξένος ή προδότης. Η Νέμεσις είναι αδυσώπητη.
Η δικαιοσύνη του Θεού απλώνεται σαν την μέρα της δευτέρας παρουσίας. Και εμείς, όλοι μαζί, ζωντανοί και πεθαμένοι, είμαστε όργανα της δικαιοσύνης Του.
Η ελληνική συνείδηση υψώνεται περήφανα, γιατί νιώθει στο βαθύ είναι της την ποιότητα της θυσίας, που έχει προσφέρει για τη δικαίωση αυτή. Τούτη τη μέρα τα δάκρυα και το άγχος φυλακισμένων και νεκρών και των άλλων θλιμμένων Ελλήνων μετουσιώνεται σε έργο και έξαλλη χαρά. Τούτη τη μέρα οι Έλληνες σαν ερωτευμένοι ενώνονται με τη γη τους. Καμιά θλίψη δεν μπορεί να εισχωρήσει. Η ατελεύτητη δοκιμασία , δίνει στη στιγμή το θείο της νόημα. Η ψυχή μας είναι γεμάτη προσευχή και ευγνωμοσύνη.
Όλοι είμαστε στη Μητρόπολη. Είναι η πρώτη δοξολογία του Δεσπότη Δαμασκηνού. Ο Μακαριώτατος ψέλνει όρθιος τους αίνους που έχει συνθέσει ο ίδιος. «Ευλογείτε ηρώων νεκρών σκιαί και ζώντων πλήθη και θυμάτων μυριάδες και τάφων στίχοι και θλιβομένων εσμοί, εν δάκρυσι αγαλλιάσεως τον Κύριον…»
Ξαφνικά η εκκλησία δονήθηκε ολόκληρη από τον μεγάλο ύμνο της Ορθοδοξίας των αιώνων. Αρχιεπίσκοπος, παπάδες, χορός και όλο το εκκλησίασμα έψελναν μαζί: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…»
Όλα ήταν βουητό και λύτρωση. Έπεσα γονατιστή. Και μαζί με τους άλλους προσπάθησα να προσθέσω τη σπασμένη από τα δάκρυα φωνή μου στη Χάρη Της.
Έτσι η Ελλάδα λυτρώθηκε μεν από τους ξένους, όχι όμως και από τον εαυτό της.
[Ιωάννα Τσάτσου, Φύλλα Κατοχής, εκδ. Εστίας, σσ. 186-189. Η φωτογραφία κάτω είναι του Βασίλη Γόνη.]