Ο πατέρας μου λέει πως ο παππούς μου –δεν τον γνώρισα ποτέ- ήταν ραβδοσκόπος. Μ’ ένα ξύλο στο χέρι χτύπαγε φλέβα χρυσού. Φτωχός άνθρωπος και δύσκολα τα έφερνε βόλτα. Στην Απάνω Μεριά ψιθύριζαν πως είχε βρει θησαυρό. Στον Εμφύλιο, άντρες θεόρατοι τον πήραν μαζί τους για να τους βρει, λέει, κάτι χρυσές λίρες κρυμμένες στο δάσος. Αργότερα, για εφτά χρόνια έπεσε ξηρασία, τα πηγάδια στέρεψαν και κάτι μαύρα φίδια μάς έζωσαν ολούθε. Δέκα μερόνυχτα χάθηκε από προσώπου γης ο γέρος. Τρία υπόγεια ρεύματα ανακάλυψε και ο τόπος ξεδίψασε για χρόνια. Όμως μια μέρα πλάκωσαν άνθρωποι ξένοι και άπληστοι και δεν άφησαν στάλα δροσερό νερό. Τότε θυμήθηκα την κληρονομιά του παππού σου. Στη ρίζα μιας οξιάς ήταν κρυμμένος ο θησαυρός του. Ακολούθησα τα χνάρια του και μια μέρα τον βρήκα. Ένα μικρό γυάλινο μπουκάλι όλο κι όλο. Άνθρακες ο θησαυρός, σκέφτηκα. Απέξω μια ετικέτα εξηγούσε με ανεξίτηλα γράμματα το περιεχόμενο: Χώμα Αέρας Νερό. Τώρα, ξέρω.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Emmet Gowin.]








