Νωρίς το χάραμα φάνηκε η σκιά του στο λιμάνι.
Δυόμισι χιλιάδες και πλέον Ελπήνορες φορτωμένοι στα οχηματαγωγά. Είναι αποφασισμένοι να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη της δεύτερης χιλιετίας, το Γκέτεμποργκ, τη Ρώμη, το Ντύσελντορφ.
νύμφαι τ᾽ ἠίθεοί τε πολύτλητοί τε γέροντες
παρθενικαί τ᾽ ἀταλαὶ νεοπενθέα θυμὸν ἔχουσαι,
πολλοὶ δ᾽ οὐτάμενοι χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν,
Το πλοίο λαφροπατά στα νερά, μπαίνει περήφανο στον Πειραιά, μ΄ανακοινώσεις, με σαλπίσματα, μ΄αναμνήσεις απ΄όλμους και ανατινάξεις. Μπαίνει στον Πειραιά μέρα μεσημέρι, κουβαλώντας Τρώες εξαθλιωμένους που ποτέ δεν άκουσαν για την Ελένη.
Γεια σου Λευτέρη, άγιε και προστάτη των προσφύγων, φωνάζουν κάτω στο λιμάνι όσοι σχολούν απ΄τα σκυλάδικα της Πειραϊκής.
Το ένα μετά τ΄άλλο τα λεωφορεία νυσταγμένα ξεκινούν για την Ομόνοια, κατάμεστα από πίκρα, φτιαγμένα για να σωθούν από ζωγράφους και ποιητές.
Έμποροι, σιδεράδες, Ίωνες ενός άλλου αιώνα, νεαρές ορχηστρίδες της πλατείας Καραϊσκάκη, Αγριάνες τοξότες των κατεστραμμένων οπισθοφυλακών.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]