frear

Άνθρωπος μη χωριζέτω – του Μιχάλη Μακρόπουλου

Η κυρα-Όλγα σηκωνόταν πάντοτε πρώτη από το κρεβάτι, ν’ ανάψει τη μασίνα, να φτιάκει καφέ, και στο μεταξύ σηκωνόταν και ο Νάσος, κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας, νιμμένοι και με τις νυχτικιές τους ακόμα• «Καλό νύχτωμα» εύχονταν ο γέρος και η γριά, και έπιναν το καφεδάκι τους, με ψωμί αλειμμένο με Βιτάμ κι αλατισμένο, βλέποντας στην τηλεόραση κάποια πρωινή ενημερωτική εκπομπή, ή χωριά, θρησκευτικές εορτές και πανηγύρια στο Ήπειρος TV.

Όπως κάθε πρωί, σαν η κυρα-Όλγα αποήπιε τον καφέ της, έπλυνε το φλιτζάνι και πήγε ν’ ανοίξει στις κότες να βγουν. Ο καφές του γέρου κρύωνε άπιωτος πάνω στο τραπέζι. Έπειτα, η γριά πιάστηκε με τον κήπο και μήτε που κατάλαβε για πότε κύλησε η ώρα. Εννέα και μισή, ήλθε ο Βασίλης ο εκκλησάρης, να γυρέψει τον γέρο στην εκκλησία, όπου ήταν επίτροπος. «Δε σκώθηκε ακόμα, Θανάση», του ’πε η γριά.

«Εννιάμιση, και κοιμάται ακόμα;» απόρησε κείνος.

«Ήταν κουρασμένος ψες. Και πλαγιάσαμε αργά».

«Καλά. Άμα ξυπνήσει, πες του να ’ρθει απ’ την εκκλησία, που τον εθέλει ο παπάς».

Μετά που απόσωσε τον κήπο, η κυρα-Όλγα έπιασε να μαγειρέψει. Θα έφτιανε αρνί, που το ’χε βγαλμένο από τα ψες απ’ την κατάψυξη, και θα ’ριχνε και μιαν κασόπιτα, γιατί του γέρου ήταν η αγαπημένη του. Απέ, έπιασε να μαντάρει κάλτσες και σώβρακα του γέρου, και κύλησε η ώρα• μεσημέριασε. Έβαλε αρνί στα πιάτα, και στη μέση σ’ ένα πιάτο κομμάτια κασόπιτα, μα δεν μπήκε έπειτα στην κάμαρη να ξυπνήσει το γέρο• παρά, βγήκε έξω στο χωριό να τον γυρέψει, στο καφενείο. Δεν ήταν πουθενά, κι αρχίνησαν κι άλλοι να τον γυρεύουν.

Τέλος, με τα πολλά, κι όταν εννόησαν πως κάτι περίεργο έτρεχε με την κυρα-Όλγα, πήγανε και στο σπίτι, και τον βρήκαν νεκρό στην κάμαρή του. Είχε πεθάνει γαλήνια στον ύπνο του, κι ο γιατρός τα λογάριασε και είπε πως θα ήταν νεκρός από προτού να φέξει• ότι ο γέρος είχε «κοιμηθεί» πριν να σηκωθεί η γριά για ν’ ανάψει τη μασίνα και να φτιάκει τον καφέ.

Ήλθαν από τα Γιάννενα κι από την Αθήνα τα παιδιά, και τον κήδεψαν.

Η κυρα-Όλγα ήταν ανυπόμονη, σάμπως να βρισκόταν σε κηδεία αλλουνού, και μετά ήθελε να πάει σπίτι να μαγειρέψει, είχε δουλειές να κάμει. Τα παιδιά συσκέφθηκαν κι αποφάσισαν να τη βάλουν σ’ ίδρυμα. «Κι ο πατέρας σας;» τους ρώτησε.

Το πρώτο πρωί, που η κυρα-Όλγα είχε στο ίδρυμα, η νοσοκόμα μπήκε σε κείνο το δωμάτιο, όπου όλα ήσαν ξένα και η γριά ήτανε ξένη ανάμεσά τους, και, στ’ αφιλόξενο κρεβάτι με το μοναχικό του προσκεφάλι και με τα κλινοσκεπάσματά του που δεν είχαν εκεινού την αγαπημένη μυρουδιά, τη βρήκε νεκρή.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Angela Vicedomini.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη