Συζητώντας το θέμα της κυριαρχίας και των μεταπτώσεών της, ο Ντερριντά γράφει στο Απροϋπόθετο ή κυριαρχία πως «η θεολογική γενεαλογική σχέση της κυριαρχίας παραμένει ακόμα και εκεί όπου γίνεται λόγος για ελευθερία και λαϊκή αυτοδιάθεση». Στο ρουσσωικό πλαίσιο της γενικής βούλησης και της λαϊκής κυριαρχίας η κοινωνική κατάσταση παραμένει «ιεροποιημένος και ιερουργικός χώρος» και έτσι εξ ορισμού δέσμια σε μια θεμελιωτική λογική. Καμιά ουσιαστική ρήξη με τη θεολογικο-πολιτική σημαντική της κυριαρχίας, γράφει ο Ντερριντά, με κείνη τη φαντασιωσική σημαντική που «εμπνέει την πολιτική όλων των κρατικο-εθνικισμών», δεν συμβαίνει στα πλαίσια ενός κυρίαρχου λαού. Απέναντι σε αυτήν την θεμελιωτική κυριαρχία, ο Ντερριντά θα αντιπαραθέσει μια διαφορετική: ένα κυρίαρχο απροϋπόθετο. Σε αντίθεση με την προηγούμενη, αυτή, γράφει στο Πανεπιστήμιο άνευ όρων, «εκθέτει το ανίσχυρον ή μια τρωτότητα», διανοιγόμενη στον πολιτικό χρόνο της υπόσχεσης.
Δεν μπορώ εδώ να επεκταθώ περισσότερο, αρκούμαι σε δύο βιαστικές επισημάνσεις: πρώτον, πως αυτή η παράδοξη κυριαρχία αφορά τη λογική ενός καταστατικά εκκρεμούς παρόντος, που διαφοροποιείται τόσο από «το απίθανο μέλλον μιας επιστημονικής φαντασίας», όσο και από «το μυθολογικό όνειρο ενός αμνημόνευτου παρελθόντος» εξίσου. Η πολιτική της μνήμη υπάγεται σε μιαν άλλη δομή χρονικότητας. Δεύτερον, πως πρόκειται για ένα ειδικό συμβάν όπου «διακόπτεται κάθε επιτελεστική οργάνωση» ‒όπου, για την ακρίβεια, υπερβαίνεται η ίδια η διάκριση διαπιστωτικού/επιτελεστικού. Η τρωτότητα που βαίνει πέραν της λαϊκής κυριαρχίας, βαίνει και πέραν της επιτελεστικότητας ταυτόχρονα. Βαίνει πέραν μιας μυθικής, θεμελιωτικής βίας η οποία επιβιώνει μέσα σε αυτές, κάτω από την επιφάνεια της αντιμεταφυσικής τους εξέγερσης, σε σχέση μύχιας συνέχειας με την συμβολική υποδομή της θεολογικής κυριαρχίας.
Τα σκεφτόμουν όλα τούτα αυτές τις μέρες ξανά, διαβάζοντας κείμενα που σχολίαζαν το δημοψήφισμα, συσχετίζοντας το αποτέλεσμά του με τους Aγανακτισμένους και την κοινωνικο-πολιτική λογική τους. Τα ερμηνευτικά μοτίβα της επιτελεστικότητας και μιας ορισμένης συμβαντικότητας κατείχαν εξέχουσα θέση σε εκείνα τα κείμενα, για παράδειγμα, που συσχέτισαν το δημοψήφισμα με την ιδέα της γενικής βούλησης και με το σχήμα της συστράτευσης των δίκαιων πολλών εναντίον των ολίγων. Αν μια τέτοια αυτοεικόνα, που έχει καταστεί ηγεμονική το τελευταίο διάστημα, αγνοεί την διπλή ντερριντιανή υπόμνηση, όπως και άλλες αντίστοιχες σαν εκείνες του Αγκάμπεν για παράδειγμα, ο οποίος ενώπιον, ήδη, του αθηναϊκού κοινού επισήμαινε προ καιρού τη βαθύτερη συνάφεια της παραδοσιακής Αριστεράς με το πολιτικό υπόδειγμα μιας κλασσικής συντακτικής εξουσίας∙ και αν, επιπλέον, αυτή η αυτοεικόνα αναπαράγει κάτι βαθύτερο από έναν ανταγωνισμό ‒ τότε ποιες αλλαγές σε αυτήν την αυτοεικόνα θα επέφερε ίσως το να λάβει κανείς υπόψη του τέτοιες υπομνήσεις και να τις σκεφτεί;
Φρονώ ότι γύρω από τις καθαρές μορφές του Ναι και του Όχι αρθρώθηκαν μέσα σε νέα ιστορικά συμφραζόμενα οι δύο τυπικοί πυλώνες της νεοελληνικής ιδεολογίας. Ότι, με άλλα λόγια, επιστρέψαμε σε ένα καταγωγικό και άλυτο δίλημμα του νεότερου Ελληνισμού. Από τη μια πλευρά συμπυκνώθηκε η εξιδανικευμένη αναπαράσταση της Ευρώπης, επικαιροποιημένης στη μορφή μιας λειτουργικής τεχνοκρατίας, η οποία από καταβολής του νεοελληνικού κράτους κατατρύχει το φαντασιακό μας. Από την άλλη πλευρά, στον ιδεολογικό σκληρό πυρήνα του Όχι, η ίδια αυτή φαντασίωση έγινε αντεστραμμένη το κάτοπτρο ενός λαού που επικυρώνει την οντολογική του συνοχή ή την συμβολική του καθαρότητα, δηλαδή την κυριαρχία του, απέναντι σε έναν μεγάλο εξωτερικό αντίπαλο. Έτσι στέγασε ένα ευρύ φάσμα ιδεών, από τη νεοσύλλεκτη οπισθοφυλακή της νεορθοδοξίας μέχρι τον ριζοσπαστικό στοχασμό, δημιουργώντας πολλαπλές μορφές του ίδιου υβριδίου. Από μιαν άποψη ήταν εκπληκτικό να βλέπει κανείς θιασώτες της μετανεωτερικής θεωρίας να βυθίζονται με άνεση στην άλλοτε παιγνιώδη και άλλοτε πολεμική ταύτιση της κοινότητας με τον εαυτό της, όπως και στη ρητορική ενός όψιμου εθνολαϊκισμού. Στην πραγματικότητα, η μυθοποίηση του Πολιτικού επέστρεφε εκ των ένδον της ίδιας της απομυθοποίησης. Το συμβάν αυτό φαντάζει όμως λιγότερο εκπληκτικό τόσο στον φιλοσοφικό ορίζοντα μιας ορισμένης αποδόμησης, όσο και στον ιστορικό ορίζοντα του ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου και των παραδόξων του.
Η κατάσταση αυτή προξένησε εντούτοις σε αρκετούς έναν εκτεταμένο ‘διπλό δεσμό’. Σε αυτήν τη μεταιχμιακή περιοχή, οι ίδιοι λόγοι που επέτασσαν την αντίσταση σε μια αλαζονική και ανάλγητη ευρωπαϊκή πολιτική στο εξωτερικό πεδίο, επέτασσαν εξίσου την κριτική απέναντι στην επαναμυθοποίηση ενός λαού που επιτελεί την κυρίαρχη σύμπτωση με τον εαυτό του στο εσωτερικό. Οι ψηφοφόροι εδώ μοιράστηκαν στα δύο στρατόπεδα, παραμένοντας συνάμα σε απόσταση από τις ρητορικές και τα καθαρά σχήματα αμφοτέρων. Μακράν, ωστόσο, του να αποτελεί απλώς μια αμήχανη και απο-πολιτικοποιημένη περιοχή, αυτός ο ενδιάμεσος και αβέβαιος χώρος ανθρώπων που βρέθηκαν κατά κανόνα έξω από τα σχήματα του δημόσιου λόγου, σε αναζήτηση μιας αναπαράστασης του εαυτού τους, απηχεί μέσα στην πολυφωνία του και ένα άλλο σχήμα νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας. Η περιοχή του εκπίπτει από το κεντρικό πεδίο συμβολικής σύγκρουσης της νεότερης Ελλάδας και της θετικής ή αρνητικής εικόνας για τη νεότερη Ευρώπη που το καθόρισε. Εκπίπτει επίσης από τα σχήματα πολιτικής υποκειμενοποίησης που το διατρέχουν, στον βαθμό που αυτά τα σχήματα ξεκινούν πάντοτε από έναν καθαρό συμβολικό πυρήνα τον οποίο υπερασπίζονται. Σε εκείνη την άλλη περιοχή αντίθετα, η νεότερη Ελλάδα δεν είναι παρά εξαρχής ένα ευρωπαϊκό τραύμα. Οι ιδρυτικές της φιγούρες, άνθρωποι χωρίς κανένα συμβολικό πλαίσιο για να εντάξουν τον εαυτό τους, ορίζουν το νεοελληνικό πεδίο ως ένα που ιδρύεται μέσα στο ίδιο το τέλος δύο κόσμων, μέσα σε μια διπλή απομυθοποίηση, μια ριζική διπλή απογύμνωση, ευρωπαϊκή και ελληνική. Σε τούτο κατέτεινε τουλάχιστον μια ορισμένη Αριστερά, καταστατικά μετεμφυλιακή (Δημ. Χατζής) και μεταπολεμική (Λεοντάρης), εγκατεστημένη σε μια μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, σε μιαν ακάθαρτη συμβολική εκκρεμότητα.
«(Κλυδωνίζεται τώρα,/ ως τα θεμέλια φρίττει,/ και το πηγαίνει ο Χρόνος/ το πατρικό μου σπίτι./ Άξαφνα βλέπω νά ’μαι/ ο τελευταίος, ο μόνος)», γράφει ο Καρυωτάκης στην πέμπτη στροφή από την «Ωδή σ’ ένα παιδάκι». Αυτή η ύπαρξη σε παρένθεση των τελευταίων, των μόνων, που συγκροτούν μια παράδοξη «κοινότητα χωρίς κοινότητα», που φέρει μέσα της μια Ελλάδα και μια Ευρώπη οι οποίες επανεκκινούν μέσα στην ίδια τους την εξάντληση, υποδεικνύει ίσως τρόπους συλλογικής μνήμης και πολιτικής υποκειμενοποίησης που ξεφεύγουν από τα παραπλανητικά δίπολα ενώπιον των οποίων βρεθήκαμε και βρισκόμαστε. Τρόπους στους οποίους κάποιοι θα γυρίζουμε στον καιρό που έρχεται, ακόμα και αν (ή ειδικά επειδή) δεν υπάρχουν πλέον φίλοι.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Παναγιώτης Φελούκας.]