Περιμένω τα παιδιά να φανούν.
Αυτό τ’ ακατόρθωτο πλήθος που θα μας κατακλύσει με τα τραγούδια του και τα φιλιά του είναι τ’ όνειρο της ζωής μου. Τα φαντάζομαι με ξεκάθαρα πρόσωπα. Στο πλευρό τους αγάλματα, κήποι εθνικοί, ολόκληρες γειτονιές που είχαν απομείνει σκοτεινές.
Θέλω δίχως περιθώρια, με τα σπίτια σ’ άτακτη υποχώρηση, ν’ αποκτήσει η πόλη μας μεγαλύτερα φτερά. Να μη μας χωρούν πια οι δρόμοι και τ’ αμφιθέατρα. Ολόκληρες λεωφόροι στρωμένες με το θάρρος των παιδιών, ν’ αντηχούν τα καινούργια αλφάβητα.
Θ’ ακούσω τη βοή της θάλασσας, όπως πριν από αιώνες. Θα πω ήρθαν τα κύματα και θα γονατίσω, παίρνοντας όρκους σ’ αγνώστους ποιητές.
Στο στήθος των παιδιών θα φέγγει ένας παλμός. Εμείς ν’ ανεμίζουμε τις ντροπές μας στα μπαλκόνια, κλαίγοντας, ικετεύοντας να μην τελειώσει ετούτη η γιορτή.
Τα παιδιά που ζητούν τη γενναιοδωρία μας κατεβάζουν τώρα τα παραβάν των εποχών, το ένα μετά το άλλο, τελειώνοντας οριστικά με τις ιστορίες μας. Αποκαλύπτουν σκηνές πρόστυχες, ύποπτες συναλλαγές, πεινασμένους, μεταγωγικά.
Περιμένω τα παιδιά να φανούν στα προπύλαια του καινούριου αιώνα. Δυναμωμένα απ’ το ψέμα και τις πόζες μας, τίποτε δεν θέλω να σεβαστούν, γκρεμίζοντας, ξεθάβοντας ήλιους, σπέρνοντας καινούργια φεγγάρια, σ’ όλες τις αποχρώσεις της παλιάς μας πίκρας. Τίποτε δεν θέλω να φοβηθούν. Θέλω μονάχα χίλια κομμάτια να γίνουν κάποια μέρα εκείνα τα κιονόκρανα, τ΄αετώματα, οι ραγισμένοι εσείς καθρέφτες της ζωής μου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Shirley Baker.]