ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται
− Ματθ. 4.3
Δουλειά του Νάσιο Καλέση ήταν να διανέμει άρτους. Πήγαινε χάραμα να πάρει τα ψωμιά. Ο αέρας ζυμωνόταν κείνη την ώρα με τη μυρουδιά απ’ το φούρνο και ήταν όλος ψωμί, χορταστικός αέρας, να τον ματσιαλήσεις. Οι ανάσες είχανε γεύση και χόρταινες παίρνοντάς τες• το χειμωνιάτικο χνότο ήταν μπουκιές ανάρια ψίχα ψωμιού.
Τον καφέ του τον είχε ήδη πιει πρωτύτερα, στις πέντε, μαζί με κουλούρι βουτηχτό στο φλιτζάνι για να μαλακώσει στον καφέ και να πάρει νοστιμιά• δεν τ’ άρεζε να κάθεται στο τιμόνι με την τσίμπλα στο μάτι, και τώρα κολάτσιζε περιμένοντας να ξεφουρνιστεί όλο το ψωμί. Είχε μαζί κεφαλοτύρι• έκοβε μια φετάρα από μι’ αχνιστή φρατζόλα, έμπηγε τυρί μες στην ψίχα, και την έτρωγε. Με κλειστά μάτια, για ν’ απολαμβάνει όλος, έτσι, το ζεστό ψωμοτύρι. Μες στο καταχείμωνο το φχαριστιόταν διπλά, γιατί η παγωνιά είναι για το ζεστό ψωμοτύρι το άρτυμά του, το μυρωδικό του. Η ζέστη έχει κι αυτή γεύση, που μόνο στο ψύχος την καταλαβαίνεις. Η ζέστη το χειμώνα έχει τη γεύση ψωμιού που ’χει μόλις ξεφουρνιστεί.
Ώσπου να φάει τ’ αυγινό κολατσιό του, ξεφουρνιζόταν και το ψωμί, και το φόρτωνε στο πορτμπαγκάζ βαλμένο σε δυο πλαστικά καφάσια στρωμένα με σάκο και ξέχειλα ως απάνω με καυτές φρατζόλες. Κι έπειτα κυλούσε το παλιό αμάξι του Νάσιο Καλέση στο φιδήσιο δρόμο από χωριό σε χωριό και το άρμα του Ήλιου στην ανατολή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι, φέρνοντας κι οι δυο τη ζέστη μες στο ψύχος του χειμώνα – κλεισμένη στην αχνιστή ψίχα του ψωμιού, ο Νάσιο Καλέσης, και στο φως του ο Ήλιος.
Ο ουράνιος διανομέας άλλοτε τα κατάφερνε κι άλλοτε όχι, τις πιο παγωμένες μέρες• αλλ’ ο Νάσιο Καλέσης έφερνε πάντοτε τη δικιά του θρεπτική ζέστα στα χωριά. Χάρη στην εγγύτητά τους μες στο πλαστικό καφάσι, οι ζεστές φρατζόλες δεν κρύωναν ως και τις μέρες που ο Ήλιος ηττούνταν κατά κράτος απ’ τ’ αγιάζι• η μια ζέσταινε την άλλην, η ευωδιά κάθε φρατζόλας πολλαπλασίαζε και των άλλων, κι όλων μαζί γέμιζε τ’ αμάξι, τόσο που οι ανάσες τρώγονταν, ο αέρας ήταν ψωμί κι ο Νάσιο Καλέσης ρούπωνε αναπνέοντάς τον.
Όταν μετά το δεύτερο χωριό άδειαζε πάνω από το μισό καφάσι, ο Νάσιο Καλέσης έπαιρνε τις υπόλοιπες φρατζόλες και τις στρίμωχνε στ’ άλλο, αδερφάδες κουρνιασμένες στρουμπουλές κι ευωδιαστές, να μη χάσουν τη ζέστα τους. Τις τελευταίες, έπαιρνε απ’ το καφάσι από τον πάτο του το σακί ζεστό απ’ τις φρατζόλες, και τις τύλιγε μέσα• έτσι έφτανε ως και το τελευταίο ψωμί ζεστό ως και στο πιο μακρινό χωριό. Τότε καθόταν ο Νάσιο Καλέσης στο καφενείο του χωριού κι έπινε τον καφέ του.
Έξω από το τζάμι του καφενείου, μες στο καφενείο, μέσα στο φλιτζάνι του καφέ και σε κάθε γουλιά, και σε κάθε σκέψη που συντρόφευε τη γουλιά, ήταν ο κόσμος. Ο κόσμος ήταν έρημος και γεμάτος. Οι κουβέντες με τον καφετζή ανάμεσα στις γουλιές, κουβέντες απ’ αυτές που λέγονται για ν’ ακούει η φωνή τον εαυτό της, κομμάτιαζαν τον έρημο κόσμο. Κι έπειτα σηκωνόταν το φλιτζάνι απ’ το πιατάκι μέχρι τα χείλια κι ο έρημος κόσμος φτιαχνόταν ξανά από σκέψεις, από σπίτια λαγιασμένα μες στο κρύο κάτω από τον τσίγκο ή το κεραμίδι τους, από τη γριά που ξεμυτάει έξω στο κρύο, από το δέντρο που ονειρεύεται ό,τι ονειρεύονται τα δέντρα το χειμώνα, από ’να σκύλο που πεινάει, από τον κυνηγό που παίρνει τη βουνοπλαγιά γιατί αυτό ξέρει κι έτσι κάνει, απ’ το ξύλο που καίει μες στη μασίνα, απ’ την κουβέντα που ανείπωτη περιμένει να ειπωθεί για ν’ ακούσει η φωνή τον εαυτό της ξανά.
Τα έρημα χωριά, Δρυμάδες και Σταυροσκιάδι και Κακόλακκος και Παλαιόπυργος, ήσαν αφημένα τάματα στα πόδια της Νεμέρτσικας, και στις πλάτες του το βουνό σήκωνε τους ουρανούς. Ο Νάσιο Καλέσης απόπινε τον καφέ του, αποχαιρετούσε τον καφετζή κι έφευγε. Τ’ αμάξι μέσα ευωδίαζε ακόμη ψωμί• ο κρύος αέρας κρατούσε απ’ τη θρεπτική ζέστα του ψωμιού κάτι, μια νοστιμιά ανάριας ψίχας που τη ματσιαλούσε ο Νάσιο Καλέσης, πνοή πνοή, και τώρα απηύθυνε το λόγο στον πέτρινο Άτλαντα που στα δίπλατά του βαστούσε τους χειμωνιάτικους ουρανούς, όπως πρωτύτερα τον είχε απευθύνει στον καφετζή• ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται, μονολογούσε η φωνή, που ’χε στο χνότο της τη μυρουδιά καφέ και ψωμιού.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Στο τεύχος 11 θα βρείτε ένα εξαιρετικό διήγημα του Μιχάλη Μακρόπουλου με τίτλο «Ρίγανη». Η φωτογραφία είναι του συγγραφέα.]