Ι. Για μια στιγμή με φαντάστηκα μες στη βουή των μεγάλων λεωφόρων. Μοναχική, βιαστική σφαίρα που δεν χάνει για τίποτε το στόχο της. Όλοι αυτοί που τους μιλώ μέρες και νύχτες, όλοι αυτοί οι δίχως χέρια, είναι όλοι τους εγώ. Μου φώναζαν καθώς ξεμάκραινα να μην αρχίζουν ποτέ τα ποιήματα με το πρώτο ενικό πρόσωπο. Μπορεί όμως ένα γράμμα κάποια φορά να΄χει τέλος συγκλονιστικό. Να ‘ναι ένα σήμα κινδύνου, ένα φως απ’ την άλλη άκρη του κόσμου. Τελευταίες λέξεις του χειμώνα, φόρο τιμής στους φίλους. Μπορεί να μην υπάρχει άλλος δρόμος τελικά απ΄τα τραγούδια.
ΙΙ. Άναψε όλα τα φώτα.
Ώστε ήταν μονάχα φαντασιώσεις.
Πέρασε στ’ ωραίο υπερώο, όπως περνά κανείς στην ιστορία.
Μες στο θησαυρό του απογεύματος
χτιζόταν η πόλη απ΄την αρχή.
Οι εποχές έρχονταν,
οι δύσκολοι ορίζοντες που σου ΄λεγα.
Νύχτωνε και ανέμιζε κάτω απ΄τη λάμπα.
Στο βάθος ένα ελεύθερο φεγγάρι, μια παιδική ζωγραφιά, δίχως φόβο.
Δεν θα σας ξεχάσω ποτέ τοπία των τειχών, γέφυρες μυστικές.
Και σένα Αλίκη. Του μικρού ισογείου στην Νέα Πέραμο.
Που ωραία και δροσερή
γυρνούσες στους σιδηρόδρομους
με τ΄αδειανό πανέρι σου
και αναποδογύριζες τις νύχτες μας.
ΙΙΙ. Απόψε θα κάνω πως σου γράφω ένα γράμμα. Εγώ στο μέτωπο και εσύ στην πόλη που πολιορκείται εδώ και χρόνια. Γράφεις σαν σήματα. Μεσολαβούν μεγάλες παύσεις, σε ξέρω. Εγώ πάλι να ξεκινώ απ΄την αρχή. Θα πρέπει να σου εξηγήσω τόσες λεπτομέρειες. Θα πρέπει ξανά να σου πω για τα βασικά χρώματα και ν΄αποκαλύψω πράγματα για σένα. Όπως ας πούμε, πως έλεγες πάντα τα καλύτερα κορμιά έχουν φτιαχτεί από ηλεκτρισμό.
Στο διαμέρισμά σου φθάσαν τα νέα για το διαγωνισμό ομορφιάς. Λες, κανείς δεν θα προσέξει το πρόσωπό μου που σώνεται λίγο λίγο και ξεχύνεσαι στη λεωφόρο, λίγο πριν νυχτώσει, αποφασισμένη για όλα τα παραπάνω.
Φθάνω το καλοκαίρι. Σε φιλώ.
[Πρώτη δημοσίευση. Φωτογραφία: Nuri Bilge Ceylan.]