[…] Ἄν ἔχει κανείς τήν ὑπομονή νά μετρήσει πρόχειρα, ἄς ποῦμε τά διηγήματα τῶν Β΄, Γ΄ καί Δ΄ τόμων τοῦ Δόμου, θά διαπιστώσει, φαντάζομαι μέ αὔξουσα ἔκπληξη, πώς τά διηγήματα πού ἔχουν σαφῆ κωμική πρόθεση καί ἀβιάστως μποροῦν νά χαρακτηρισθοῦν κωμικά φτάνουν περίπου τά 80 καί σέ σελίδες ξεπερνοῦν τίς 700.
Τό ποσοστό καί στίς δύο μετρήσεις ἀγγίζει ἤ ξεπερνᾶ τό 40%. Ἄν μάλιστα συνυπολογίσουμε καί τά μικτά διηγήματα, τά ἐπαμφοτερίζοντα ἤ τά διαλείμματα κωμικῆς ἡλιοφάνειας στά ὀδυνηρά, ἐλεγειακά διηγήματα, ἄν χαλαρώσουμε τά κριτήριά μας, ἄν μαζί μέ τόν Λ. Κούσουλα θεωρήσουμε καί τό εἰδυλλιακό ἰδιότυπο εἴδος κωμικοῦ, τότε ὑπερβαίνουμε κατά πολύ τό 50%.
Παρά τήν τεράστια παρουσία τοῦ κωμικοῦ στό παπαδιαμαντικό ἔργο, ἡ κριτική του ἔχει ἐλάχιστα ἀσχοληθεῖ μ’ αὐτό. Τό παπαδιαμαντικό κωμικό παραμένει μία ἄγνωστη ἤπειρος, μολονότι ἡ «παπαδιαμαντολογία» σημειώνει ὠκεάνια ἀνάπτυξη. Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες σελίδες, ἄν βάλουμε καί τίς «ἐπαρχιακές» ἐκδόσεις, κανείς δέν ξέρει ποῦ θά σταματήσει τό συνεχῶς καταγράφον νέα πονήματα «παπαδιαμαντολογικό κοντέρ».
Κι ὅμως, οἱ σελίδες γιά τό παπαδιαμαντικό κωμικό εἶναι ἐλάχιστες. Μερικές δεκάδες σελίδες. Τί συμβαίνει; Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό τό παράδοξο; Ὁ μισός Παπαδιαμάντης νά ἐκπροσωπεῖται στήν κριτική μέ ποσοστό 1‰, γιά νά μιλήσουμε σχηματικά, μέ τή γλώσσα τῶν σλόγκαν, πού παραπλανᾶ βέβαια ἀλλά καί ἀφυπνίζει μέ τήν ὑπερβολή της ἕνα «κοιμώμενο θέμα».
Τό θέμα δέν εἶναι ἀσήμαντο. Ἄν θεωρήσουμε ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι μέτριος, ἀδιάφορος ἤ «κρύος» κωμικός, τότε καταρρέει μία μεγάλη κολώνα τοῦ ἔργου του καί ἄν ὑποβαθμίσουμε τήν κωμική του συνιστῶσα, τόν ἀδικοῦμε, γιατί πνίγουμε μία πτυχή τοῦ ἔργου του, πού ἀξίζει νά ἀνθολογηθεῖ.
Γιατί ὅμως αὐτό τό παράδοξο; Γιατί παραμελήθηκε τόσο ἐμφατικά τό παπαδιαμαντικό κωμικό; Ὁ Ἠλίας Παπαδημητρακόπουλος ἐπ’ αὐτοῦ ἐπισημαίνει ὅτι στήν Ἑλλάδα ἐπικράτησε νά θεωρεῖται τό humour ἀντίθετο τῆς σοβαρότητας καί ὅτι οἱ «ἐπίσημοι» χάνουν τό humour τους καί κατ’ ἐπέκταση οἱ χιουμορίστες συγγραφεῖς θεωροῦνται δευτέρας κατηγορίας.
Δέν ἀντέχω στόν πειρασμό νά ἐπεκτείνω αὐτή τή σκέψη πάνω στή γραμμή τῶν ἀριστοφανικῶν «Χαλασοχώρηδων», ἔστω μέ κίνδυνο νά πέσω πάνω στήν ἀδυσώπητη παπαδιαμαντική μομφή, «ὅπου γενικότης, ἐκεῖ καί ἐπιπολαιότης»: ἡ κοινωνία μας λοιπόν χαρακτηρίζεται ἀπό ἔντονη κινητικότητα καί ἀναξιοκρατία. Τά μέλη τῆς ποικιλώνυμης κοινωνικῆς ἡγεσίας μας ἀνεβαίνουν τίς σκάλες τῆς κοινωνικῆς ἱεραρχίας μέ ταχύτητα πού θά ἐζήλευε ὁ Πατριάρχης Φώτιος, βασιζόμενοι σέ κλίκες, συμβιβασμούς, ὀσφυοκαμψίες, σέ ὁμάδες οἰονεί αἵματος (κατά Ράμφον) καί σέ μία γλοιώδη κολακοκρατία.
Αὐτός ὁ ἰδεότυπος τοῦ ἡγέτη, τοῦ «ἐπισήμου» (ψηλά, γρήγορα, φατριαστικά, ἀνάξια) εἶναι φυσικό νά ἀμυνθεῖ μέ ἐμβριθῆ ὀλιγολογία (τύπου Δυτικῆς Λιβύης) καί ἀδιαπραγμάτευτη σοβαροφάνεια, ἡ ὁποία καραδοκεῖ ἀκόμη καί πίσω ἀπ’ τά γελαστά καί προσηνῆ φιλολαϊκά προσωπεῖα τῶν πολιτικάντηδων. Μιά τέτοια ἀγορά δέν εὐνοεῖ τή δημόσια εὐδοκίμηση τοῦ humour. Ποιός τολμᾶ ἀκόμα καί σήμερα νά ἀστειευτεῖ μέ κάποιον ἐπίσημο ἐσχάτης τάξεως; Ἄς σκεφτοῦμε τήν ποικίλη, διαχρονική καί ἀναπάντεχη ποινικοποίηση τῆς σάτιράς μας μέ σχετικά πρόσφατο ἀπίθανο κροῦσμα τήν ἐπίθεση μεγάλου κόμματος (μέ ἀδιαμφισβήτητα, μάλιστα, δημοκρατικά διαπιστευτήρια) σέ γνωστό γελοιογράφο. […]
[Ἀπόσπασμα ἀπό τό ἐκτενές κείμενο πού δημοσιεύεται στό ἑνδέκατο τεῦχος μας καί σέ λίγες μέρες θά βρίσκεται στά βιβλιοπωλεῖα. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἡ ὕλη τοῦ περιοδικοῦ εἶναι ἐντελῶς ἄλλη ἀπό τήν ὕλη πού δημοσιεύεται καθημερινά στήν ἱστοσελίδα μας. Τό ἔργο εἶναι τοῦ Σπύρου Βασιλείου.]