Κώστας Λιννός, Μετασχηματισμοί Γ΄, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013.
Ο Κώστας Λιννός με τους Μετασχηματισμούς Γ΄ μοιάζει σαν να επαναλαμβάνει εκείνο που έκανε ο Διονύσιος Σολωμός με τα τρία Σχεδιάσματα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Ξαναγράφει, μεταμορφώνει, μεταπλάθει, αλλάζει, παρατηρεί το ίδιο πράγμα από πολλές και διαφορετικές γωνίες φωτισμένο. Και δεν είναι ο τίτλος μόνο που με οδηγεί σ’ αυτή τη σκέψη αλλά το υλικό του και ο τρόπος που το διαχειρίζεται.
Τα ποιήματα διαβάζονται και γίνονται αισθητά όχι μόνο ως κείμενα αλλά και ως διαχύσεις, αισθητικές και συναισθηματικές, όπου όλα περιγράφονται και την ίδια στιγμή μετασχηματίζονται από όραμα σε άκουσμα, από χρώμα σε ήχο, από αίσθηση σε νόηση, από ύλη σε ιδέα. Υπακούοντας, δηλαδή, στην ηρακλείτεια ροή, την ώρα που τείνουν προς μία μορφή, αλλάζουν και γίνονται άλλα. Ο Κώστας Καρυωτάκης ονόμαζε «διάχυτες αισθήσεις» το συναισθηματικό απροσδιόριστο που τον διακατείχε. Κάπως έτσι, αλλά και αλλιώς, ο Λιννός χτίζει τον ποιητικό του κόσμο ως αντίγραφο του ιδεατού, ο οποίος δανείζει το σχήμα και το χρώμα στον πραγματικό σαν βάση που θα μετασχηματιστεί πάλι, με τη σειρά του, σ’ εκείνο που υπήρξε η πρώτη του αρχή. Κι αυτός είναι κατά τη γνώμη μου ο λόγος που στο «Πρελούδιο», πρώτο ποίημα της συλλογής, «λογαριάζει» τη γλώσσα «για μητέρα», γιατί εκείνη θα επωμιστεί το φορτίο μαζί με εκείνον τον κρυμμένο στο «Εσένα», με κεφαλαίο «Ε», «αδελφό». Με έναν μουσικό όρο, που σημαίνει εισαγωγή αλλά παραπέμπει και στο παιχνίδι, θα παίξει τις δικές του παραλλαγές, τους Μετασχηματισμούς του.
Ο ποιητής και το όραμά του, ο τόπος του, η γη, η θάλασσα κι ο ουρανός, η Ομορφιά με κεφαλαίο το αρχικό της γράμμα είναι τα συστατικά του ποιήματος. Κυρίως, η Ομορφιά που λάμπει είτε στα μάτια του ή στα μάτια εκείνου που θα δει τα μάτια του. Κι έτσι η πλατωνική ιδέα κατεβαίνει την κλίμακα του νοητού για να μπορέσει να μας αποκαλυφθεί ως αισθητό. Και αν ο Όμηρος λένε ότι ήταν τυφλός, συνέλαβε με το νου τον κόσμο, ο Λιννός μένει «άλαλος». Άλαλος μπροστά σ’ αυτό που βλέπει –«δεν μπορώ να μιλήσω»- και επικαλείται «τη λαμπράδα του όρκου» για να το υποστηρίξει. Το ποίημα βρίθει από τον ήχο που υπαινίσσεται ο τίτλος του, από τη λάμψη του ήλιου πάνω στη γαλάζια θάλασσα και πάνω στη χορταριασμένη γη. Από την πεσμένη επιγραφή που «φωσφορίζει», μέσα στα χόρτα, σαν να μας στέλνει σήματα, ενώ, συγχρόνως, φαντάζει σαν βωμός θυσίας, η γλώσσα «μητέρα» κι εκείνος ο «αδελφός» θα αναλάβουν να αποχρησμοδοτήσουν τη «λαμπράδα του όρκου» μέσα στη «θύελλα των ματιών».
Ο θεός των Δελφών δεν λέει, σημαίνει. Και ο Λιννός αυτό κάνει. Σημαίνει με την επιγραφή που φωσφορίζει και με τη θύελλα των ματιών του. Και αυτά είναι που ο «αδελφός» πρέπει να μεταφράσει σε λόγια. Ρόλος δύσκολος και δρόμος δύσβατος που τον παίρνει με «τη λύρα στον ώμο», καθώς λέει ο Σολωμός, δηλαδή με όλα τα όπλα στη φαρέτρα του, υλικά και άυλα, με όλα τα χρώματα και τους ήχους. Τα πάντα να του ανταποκρίνονται, αλλά η γλώσσα να του αντιστέκεται και η «Ομορφιά» να απαιτεί. Ο αναγνώστης παραμένει θεατής σε αόρατα σκηνικά, στον αέρα πάνω, στο νερό κάτω. Τα μάτια μιλούν:
Συρμένοι τότε στη θάλασσα, με την πλάτη στον βυθό, το πρώτο
χέρι μας πήρε να ζωγραφίζει στο νερό, καθώς η πεταλούδα
στον αέρα τον πρώτο άγγελο, τον κόσμο όταν ξύπναγε στο
αθώο ακόμη χώμα. Και ρωτούσαμε
Τι κάνει τάχα μια αγκαλιά να είναι μετάφραση άστρων και τι ένα
φιλί να μοιάζει με σιωπή ρόδου;
(«Η δικιά μας μοίρα»)
Η αφόρητη μοναξιά ίσως, «αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα…, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!» (Τύψεις, «Ο Αγράμματος και η Ωραία») λέει ο Ελύτης. Η μοναξιά είναι ο τόπος και ο χρόνος όπου ωριμάζουν τα οράματα. Και είναι ο ποιητής «σηματωρός και κήρυκας» για να βρούμε κι εμείς τη «δικιά μας μοίρα», η οποία δεν μπορεί παρά να είναι η μοίρα του κόσμου μας. Η μοίρα της πεταλούδας.
Στο ποίημα «Φωτογραφία συντρίμμια» σ’ ένα τοπίο θαλασσινό, «Ο ναός φιλιόταν με τη θάλασσα» και από τα βάθη του έβγαινε η μουσική «σα νερό μέσ’ απ’ τις πέτρες». Ένα αίσθημα μεταφρασμένο σε φιλί, ένας ήχος, το νερό και οι πέτρες διαδοχικά μετασχηματίζονται σε μια αίσθηση παραδείσου. Ο Λιννός πιστεύει ότι «υπάρχει χώρος στο πραγματικό για το άυλο ρόδι», τολμώ να πω, για τον παράδεισο. Και ο παράδεισος φτιαγμένος με τα υλικά του κόσμου μας τον καλεί με όποιον τρόπο βρίσκει διαθέσιμο. Ακούει το ανάκουστο: «Αυτή η φωνή που σιγεί πάνω στο χιόνι». Βλέπει μια ρυτίδα και ανακαλύπτει ένα αρχιτεκτόνημα: «οι γραμμές των κιόνων ήταν γραμμές του μετώπου μας». Στοχάζεται πάνω στις μεταμορφώσεις: «Σκέψεις που ξεδιψάνε στους αμφορείς των κοριτσιών». Λυτρώνεται μ’ ένα δάκρυ: «Δοξάζω το δάκρυ το βγαλμένο από τα φωτεινότερα σπλάχνα» («Μνήμη καλοκαιριού»). Και είναι ο παράδεισός του η μνήμη μιας παλιάς ευτυχίας, που βρίσκει χίλιους τρόπους για να φανερωθεί.
Θα σταματήσω για λίγο και στο ποίημα «Ο τόπος της πέτρας» για να δω το εμψυχωμένο τοπίο, τα «ζωντανά αγάλματα», το «περασμένο βλέμμα» και «τ’ αφημένα Αντίο στην παλιά ξύλινη πόρτα»• να παρακολουθήσω δηλαδή έναν αποχαιρετισμό, να δω από μακριά τους «αλαργινούς ανεμόμυλους», να ακούσω «αλλοτινά τραγούδια», να οσφρανθώ «αξέχαστα αρώματα», δηλαδή να νοιώσω όλα εκείνα που στοιχειώνουν τη μνήμη των αισθήσεων, όλα εκείνα που αναβιώνουν και μας διεκδικούν. Μ’ αυτά τα υλικά θα αναστήσω τον προσωπικό μου παράδεισο, την «πέτρα» μου, τα αγάλματα, που «αν έχει πολλή ησυχία ίσως τ’ ακούσεις να μιλάνε» στα «φύκια», στους «ανθρώπους», «Κι είναι τότε που σχηματίζεται στον υγρό πηλό η μορφή της Παναγίας/ Κι η πλάση για λίγο συγκατανεύει και λες να, η πατρίδα». Είναι προφανής, λοιπόν, η θεοποίηση του τοπίου, το οποίο ξεκινά ως ανάμνηση του πατρικού σπιτιού, ανάμνηση εικόνων, ήχων, αισθημάτων και αρωμάτων, όλων εκείνων δηλαδή που συνιστούν την ουσία του συναισθηματικού μας κόσμου, ο οποίος πηγάζει από τον υλικό μας κόσμο. Κι όλα αυτά, συγκεντρωμένα στην εικόνα ενός παραδοσιακού σπιτιού σ’ ένα νησί, υπαινίσσονται μια ιδέα πατρίδας και αυτή με τη σειρά της πυκνώνει στη μορφή της Παναγίας. Έτσι σιγά σιγά το ανοιχτό πλάνο κλείνει πάνω στο ιερό πρόσωπο. Και με αντίστροφη κίνηση μας δίνει την παραλλαγή: «Να λοιπόν το σπίτι μας: Το λίγο της βάρκας στο έβγα του βράχου/Ο γιαλός που φανερώνεται μεσ’ απ’ τα βράχια» («Τραγούδι της γης»), από το κλειστό πλάνο –σπίτι- στο ανοιχτό-γιαλός. Με δυο τρόπους τα μάτια βλέπουν, άλλοτε στο κέντρο κι άλλοτε στην περιφέρεια, σαν ανάσα.
Στα διαστήματα αυτής της ανάσας ο Λιννός κοντοστέκεται και στοχάζεται πάνω σε κάθε τι που είναι Ελλάδα. Είτε είναι μάρμαρο, χώμα, βλάστηση, αέρας, νερό είτε άγαλμα, εκκλησάκι, ναός, υδρία, μουσική, φλογέρα. Όλα, δηλαδή, όσα η φύση προσφέρει για να μπορεί ο άνθρωπος να δημιουργεί, όλα αυτά με τα οποία εκφράζεται ή φανερώνεται το θείο ή το πνεύμα. Ακόμα και αυτό που ως κακό εκλαμβάνεται – ο θάνατος – ακόμα και αυτός απογυμνωμένος από ό,τι τον έχουμε φορτώσει απομένει μια «μουσική πνοή …πάνω στα σώματα». Ακούγεται από μακριά η φωνή του Κωστή Παλαμά, όταν στο σονέτο του «Αέρας, γη, νερό, φωτιά» αισθάνεται πως από τη «σάρκα τη λιωμένη,/κι απ’ των παθών τη θάλασσα/ πάντα θα βγαίνει/ ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα». Λύρα ο παλαιός, μουσική ο νέος, στον ίδιο παρονομαστή οι ποιητές μας. Αν και τους χωρίζουν εκατό, περίπου, χρόνια ο νεότερος είναι εκεί για να διαφυλάξει τα τιμαλφή της φυλής: «Εγώ σώζω κειμήλια μες στη θύελλα και φτιάχνω/ καινούρια όταν ο καιρός ημερεύει», οπότε συστρατεύεται με τη ζωή και την ελπίδα. Συμφιλιώνεται με τα πράγματα και παραδέχεται τα όριά του: «Ναι είσαι λίγος• κι ο ουρανός σε λιγοστεύει περισσότερο». Όμως τα αόρατα ερείσματά του είναι ισχυρότερα των ορατών. Η ζωή είναι όμορφη, «ένα μεταξωτό ύφασμα που τραβιέται αργά ». Είναι τρυφερή, απαλή αλλά και φευγαλέα, ξεγλιστράει συνεχώς και χάνεται, όχι «σαν χωραφίσιος ποντικός» που έλεγε ο Πάουντ, αλλά σαν καθαρό νερό που έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης: «Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου» (Μυθιστόρημα ΙΗ΄).
Θα τελειώσω με το ποίημα «Ο Κούρος που ονειρευόταν», από το οποίο θα δανειστώ δύο στίχους που μου θυμίζουν έντονα την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Ο πρώτος: «Θα καταλάβαινα μια μακρινή αγάπη, το ρίγος του πρώτου χώματος» και ο άλλος: «Η γλώσσα άρχισε με τον πρώτο παφλασμό της θάλασσας». Το «ρίγος του πρώτου χώματος» παραπέμπει στο στίχο: «Η γη μιλάει κι ακούγεται απ’ το ρίγος των ματιών» (Ήλιος ο Πρώτος, XVIII), και ο δεύτερος: «Ύστερα και το φλοίσβο εννόησα και τον μακρύ ατελείωτο ψίθυρο των δέντρων» (Το Άξιον Εστί, «Η Γένεσις»), αλλά εξυπακούεται πως το φλοίσβο ακούει όταν γράφει και: «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου» (Το Άξιον Εστί, «Τα Πάθη» Β΄).
Ο Λιννός έχει γερή μνήμη, καλό βλέμμα, ξέρει να μας δίνει μέσα στους στίχους του φιλτραρισμένες τις μικρές λεπτομέρειες στίχων που διάβασε και αγάπησε, αφήνοντας στο φόντο τον πρόγονο ποιητή να διαφαίνεται πίσω από τις λέξεις του, εικόνα Αγίου και προστάτη: το «καβούρι», το «υπέρθυρο σαν δαντέλα», «μίλαγα με τον ήλιο», «μπλε γραμμές παράθυρων», «λωρίδες γιαλού και αίγαγρους». Στιγμιότυπα που συνιστούν τιμή για τον τρόπο που επικοινωνεί με τους προγόνους του και πιάνει το νήμα από εκεί που εκείνοι το άφησαν. Για να μιλήσω ελυτικά, «η πέτρα να ποθεί ναού νέου να ’ναι αγκωνάρι» (Ελεγεία, «Σολωμού συντριβή και δέος») που σημαίνει πως με τα κληρονομημένα μας υλικά- αγκωνάρια- χτίζουμε νέους ναούς- ποιήματα.
Γενικά, πρέπει να πούμε πως η ποίηση του Λιννού είναι πυκνή, αντιστέκεται στον αναγνώστη, κρύβει τα μυστικά της, τα οποία όμως σαν τα μυριστικά χόρτα αφήνουν αρώματα στην επιφάνεια, προϊδεάζοντας τον επισκέπτη της για τα βαθύτερα νοήματα και αισθήματα που εκλύει στο εσωτερικό της. Και κάτι ακόμα που θεωρώ στοιχείο πάρα πολύ θετικό είναι ότι ο ποιητής δείχνει σεβασμό στη ζωή, δεν αγκιστρώνεται από τα εφήμερα και παράδοξα των καιρών για να απορρίψει συλλήβδην τα πάντα. Και στα πενήντα δύο ποιήματα της συλλογής του φαίνεται πως έχει καλά καταλάβει ότι η ζωή είναι «μέγα αγαθό και πρώτο» και η Ποίηση επίσης, την οποία υπηρετεί με τη σύνεση, τη σεμνότητα και την αξιοπρέπεια που πηγάζει από το ταλέντο του.
[Πρώτη δημοσίευση. Φωτογραφία: Παναγιώτης Φελούκας.]