Ελένη Ηλιοπούλου- Ζαχαροπούλου, Αμοιβαία μετάθεση, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2007.
Με λυρικό τόνο και με φεύγουσα διάθεση, σαν την Φεύγουσα Κόρη, στο Μουσείο της Ελευσίνας, που δεν είναι άλλη από την Περσεφόνη, αυτή που μοιράζεται το χρόνο της ακριβοδίκαια πάνω και κάτω από τη γη, αυτή που μεταθέτει εαυτήν στον πάνω και κάτω κόσμο, συντηρώντας την μνήμη και τη ζωή, αυτή βρίσκεται πίσω από την επιφάνεια των ποιημάτων της Ελένης Ζαχαροπούλου. Κάπως έτσι, δηλαδή συμβαίνει στην «αμοιβαία μετάθεσή» της, η οποία με τις δικές της μνήμες, κόρη του δικού μας καιρού, πηγαινοέρχεται στο χρόνο που έφυγε, σ’ αυτόν που διάγει τώρα και σ’ αυτόν που της μέλλεται. Στην προσωπική της κλεψύδρα το εγώ μετατίθεται αμοιβαία με το άλλο εγώ της. Με τις σκέψεις στα αγαπημένα πρόσωπα, φιλτραρισμένα από τον μύθο, την παράδοση και τη θρησκεία, ψάχνει να κατανοήσει το μυστήριο της ζωής και της μνήμης της. Και με τα ποιήματα σαν βήματα εισχωρεί σιγά σιγά στο άγνωστο και άδηλο, του οποίου επιχειρεί την αποκρυπτογράφηση.
Συνδετικός ιστός, λοιπόν, η μνήμη προσώπων αγαπημένων, την οποία κρατάει ιερή, σαν τιμαλφές αδιαπραγμάτευτο, τυλιγμένο σ’ ένα ρόδι που, αν σπάσει, θα σκορπίσουν τα σπόρια, «αμέτρητα βαθυκόκκινα σαν πληγωμένα δάκρυα» («Συγκομιδή»). Η διακειμενική σχέση με το ρόδι του Γιώργου Σεφέρη -«η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι, σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα κόβοντας τον καιρό»- στέκεται στην επιφάνεια της εικόνας. Το ρόδι του Σεφέρη είναι ο ερωτικός πόθος, όπως ερωτικό είναι και το ρόδι του Οδυσσέα Ελύτη. Ρόδι, λένε, και όχι μήλο, έδωσε στην Αφροδίτη ο Πάρις. Το ρόδι της Ζαχαροπούλου όμως είναι μνήμη που έπηξε στη μορφή του καρπού, τον οποίο η παράδοσή μας συνδέει και με τον άλλο κόσμο και συνακόλουθα με τη μνήμη των αγαπημένων μας. Έτσι, κάθε σπόρος του ροδιού είναι ένα πρόσωπο, ένα συναίσθημα και μια ξεχωριστή αγάπη. Και, φυσικά, όσα τα σπόρια, τόσα τα συγκρατημένα δάκρυα.
Στο προσωπικό πάνθεον της ποιήτριας πρώτη έρχεται η μνήμη της μητέρας που έλεγε: «Η πρώτη δύναμη είναι ο ουρανός/ κι η άλλη ο εαυτός σου• όλα θα τα μπορέσεις» («Αυτά που δε μου είπες»). Αλλά αυτή η μνήμη ποτέ δεν έρχεται μόνη. Έρχεται πάντα στεφανωμένη με την άλω της θρησκείας• άλλωστε, το είπαμε, είναι ιερή. Και πλάι στη μητέρα και τον πατέρα κινούνται κι άλλες φιγούρες ανεξίτηλες, γιατί τα πνεύματα δεν τα αγγίζει ο χρόνος. Δεν τα φθείρει. Η «σφεντόνα» του αδελφού της δεν σημαδεύει τα πουλιά αλλά την ψυχή της και βρίσκει το στόχο της πάντα, όπως και ο ήχος από το μαρτυρικό Σεράγεβο, όπως και η μορφή «Της Γεωργίας» που ανεξίτηλη και αυτή αράζει «στον ιερό μυχό της καρδιάς» της. Όπως και η συμμαθήτρια που της ζητούσε να μην καταγράψει την απουσία της στο απουσιολόγιο, τώρα, όμως, ζητά να την καταγράψει, γιατί «Αλλάζουνε με τον καιρό/ του παιχνιδιού οι κανόνες/ Βαραίνει το μολύβι./ Γεμίζει το τετράδιο ερήμωση». Κι ακόμα τα παιδικά παραμύθια, η παλιά κασέλα της μητέρας που μύριζε λεβάντα. Η ποιήτρια θέλει να καταγράψει τα πάντα γιατί με την καταγραφή η απουσία θα γίνει αισθητή ως παρουσία. Η άυλη μνήμη θα πάρει υπόσταση στην άυλη καταγραφή και αυτή με τη σειρά της θα πάρει τη θέση της ελλείπουσας ουσίας. Πόσα φίλτρα περνάει η αλήθεια του Πλάτωνα και του Σπηλαίου του στη σύνθεση της Ζαχαροπούλου! Πίσω από τα απλά επιφαινόμενα υπολανθάνει η αρχαία σοφία ερήμην ημών των αδαών. Πρόσωπα κατοικούν τη μνήμη, κατακλύζουν τη σκέψη και τα ταραγμένα όνειρα της νύχτας καταλήγουν σε στίχους και ποιήματα.
Στο ποίημα «Τα χθεσινά λόγια» η ποιήτρια κάνει λόγο για τις πέτρες:
«Τα λόγια σου / τα σκόρπισα σ’ άνυδρη γη / ανάμεσα στις πέτρες, γιατί είναι και τα λόγια/ σαν τις πέτρες. / Χτίζουν μ’ αυτές,/ λαξεύουνε αγάλματα,/ παίζοντας τις πετάνε τα παιδιά». Ως εδώ το ποίημα μας οδηγεί στη θετική χρήση της πέτρας. Με πέτρες χτίζει και ο Οδυσσέας Ελύτης το δικό του Ναό, για να χρησιμοποιήσω ένα μόνο ανάλογο από τα πολλά που υπάρχουν: «Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό που κάθομουν να τον φυλάγω» (Φωτόδεντρο, «Περί Πολιτείας»). Στον Σεφέρη πάλι: «οι φωνές κάτω από την καστανιά γίναν χαλίκια και τα πετάνε τα παιδιά» («Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίδα»). Οι πέτρες, τα χαλίκια, εδώ, συμμετέχουν στο οικοδόμημα της ζωής, είναι οι πρόγονοι, οι ριζωμένοι στο χώμα, στον τόπο. Με αυτήν την έννοια ο Ιησούς θα στήσει το δικό του οικοδόμημα πάνω στον Πέτρο: «Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν» (Ματθαίος, 16-17). Η Ζαχαροπούλου όμως βάζει την πέτρα και με την ιδιότητα του λόγου. Πέτρες είναι και «τα λόγια: φτιάχνουν τον Όμηρο, τον Δάντη,/ ή και κραυγάζουν «Σταύρωσον! Σταύρωσον αυτόν». Οπότε η πολυσημία του συμβόλου οδηγεί τον αναγνώστη σε πολλές και ποικίλες ερμηνείες. Η κατάληξη όμως: «Μη με ρωτάς τι έκανα τα λόγια σου./ Τα σκόρπισα σ’ άνυδρη γη, σε βραχοτόπια,/ κει, που φυτρώνουν μόνο κάκτοι κι ασφοδίλια,/ και τα ξέχασα». Τα «ασφοδίλια» είναι τα φυτά στα νεκροταφεία των αρχαίων, οπότε «τα λόγια σου» έχουν διασπαρεί στον τόπο, για τον οποίο από την αρχή μιλήσαμε. Σε πέτρες σκληρές πάνω είναι χτισμένη η μνήμη της ποιήτριας, την οποία σκαλίζει σαν λιθοξόος για να τις κάνει να μιλήσουν, να βγάλουν συναίσθημα και αποθηκευμένη εμπειρία ζωής. Είναι ο σπορέας που σύμφωνα με την ευαγγελική περικοπή έσπειρε σε κακό έδαφος. Αλλά, εδώ ο σπόρος γονιμοποιήθηκε. εδώ είναι η «μένουσα πόλη» όχι η μέλλουσα. Και η ποιήτρια το γνωρίζει αυτό, γιατί δεν κινείται στην επιφάνεια των πραγμάτων και είναι πολλά εκείνα που καθοδηγούν τη σκέψη της, εμποτισμένα από μια ουσιαστική θρησκευτικότητα που της παρέχει τη δυνατότητα να υπηρετεί τη διάθεση της στιγμής. Και οι νύχτες πάντα θα προεκτείνουν τη μέρα, θα κλέβουν τον ύπνο για να επεξεργαστούν, πάλι και πάλι, όλα όσα έχει αποταμιεύσει το δωμάτιο πάνω στους «σβησμένους λαμπτήρες», τα «σιωπηλά κάδρα», τους «θαμπούς καθρέφτες», εικόνες που μας θυμίζουν τον Γιάννη Ρίτσο. Γιατί όσο «Οι ξάγρυπνες νύχτες δεν προχωρούν / κι αργεί πολύ να ξημερώσει…» αφήνουν χώρο στην δημιουργία.
Στο ποίημα «Καθώς Πρέπει», συνεχίζοντας τη νυχτερινή της οδοιπορία, δίνει την υπόσχεση του μέλλοντος: Θα ξανάρθω με τη νηνεμία,/ όταν οι άνεμοι θάχουν αποκοιμηθεί./ Θα γλιστρήσω απαλά/ σαν σταγόνα βροχής στο τζάμι,/ σαν τον ήρεμο κύλισμα της νεροσυρμής,/ με την άκρα σιωπή/ που το χιόνι τυλίγει τη μοναξιά/ στις ερημικές στέπες».
Η Ζαχαροπούλου έχει τον τρόπο της να εντάσσει τον αρχαίο μύθο στη σύγχρονη ζωή, να τον κάνει προέκταση του δικού της μύθου και της δικής της αλήθειας «Ο μίτος της Αριάδνης ακινητούσε στα χέρια μου… πού οδηγούν τώρα αυτοί οι δρόμοι… ‘‘Στο σπήλαιο, πίσω στο σπήλαιο’’/ την άκουσα να μου ψιθυρίζει» καθώς και την προτροπή της «‘‘Μη ζητάς απαντήσεις’’… ‘‘ πράγματα του καιρού/ Ο ουρανός τα ονοματίζει’’». Ο ουρανός αλλά και οι καιρικές συνθήκες, συλλήβδην, παρασημασιολογικά οδηγούν στο αναμενόμενο: «Με το ρίγος όλου του χρόνου,/ απ’ την κορφή ως τη ρίζα μου,/μετρώ ημέρες,/ αιώνες αντοχή».
Στον ίδιο εξομολογητικό τόνο και το ποίημα «Ό,τι απομένει», όπου αναμετρά αυτά που πέρασαν, συλλογίζεται αυτά που την πλήγωσαν και ταυτόχρονα πως όλα αυτά είναι πια «ουλές του χρόνου ανεξαγόραστες», χωρίς τελειωμό. Και πάλι στη μνήμη: «έχουν ρωγμές της λησμονιάς οι πόρτες/ κι η μνήμη αλαφροΐσκιωτο μαχαίρι».
Η Ζαχαροπούλου συχνά μας μιλά σαν Πυθία που κρύβεται πίσω από τον χρησμό της. Όμως, από το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής καθίσταται καταφανές ποιο είναι το κινούν της ποιητικής δημιουργίας. Μοιάζει σαν να θέλει να είναι έτοιμη «γιατί ο χρόνος /με επιστρέφει αύριο,/ γιατί αύριο/ είμαι μνήμη των αστεριών» («Χωρίς αποστάσεις»). Σαν να επείγεται να κλείσει εκκρεμότητες, να κάνει τον ισολογισμό ανάμεσα στου δούναι και λαβείν, στα πικρά που βαραίνουν, στα άλλα που πονούν, σ’ εκείνα που δεν λησμονούνται, στις απώλειες που δεν ανακτώνται, αφού, άλλωστε οι απώλειες αυτές είναι ήδη εκεί, με το πρώτο άνοιγμα των ματιών στη ζωή. Κλείνει, λοιπόν, λογαριασμούς πριν ακουστεί η σάλπιγγα τους αρχαγγέλου, ευγνώμων και μακρόθυμη για το αγαθό της ζωής που της χαρίστηκε.
Χαίρε, Ζωή! / για ό,τι έρχεται και για ό,τι φεύγει/ για τη χαρά και την οδύνη («Ιερόν Πάθος»)
Με τέτοιες ψυχικές περιπέτειες και άλλες απλές καθημερινές, η διάθεση στήνει τον κόσμο της στης ποίησης τα οικόπεδα, λυρικά, απλά, ανθρώπινα.
[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο είναι της Namami Cowdroy.]