ΣΚΥΛΑΝΘΡΩΠΟΙ
Συρμάτινο το πλέγμα
μου σκίαζε τον ήλιο
τ’ αγκίστρια του βεντούζες
ξεπέτσωναν την σάρκα
αίμα και πόνος νάνοι
στην δίψα μου να φύγω
από κελί τσιμέντο
σε όνειρα κι ελπίδες
Και τώρα που ‘μαι ελεύθερος
ξέρω που να πάω
το μνήμα της μνηστής μου
με δάκρυα να ποτίσω
και μία ντάλια που ‘κλεψα
στο μάρμαρο ν’ αφήσω
μ’ έναν λυγμό που άργησα
να πω το σ’ αγαπάω
Με μαύρο φεγγάρι σύμμαχο
δεν θα με δει κανένας
σαν φίδι σέρνομαι κρυφά
ένα με το χώμα
με τα χαλίκια κόκκινα
απ’ των πληγών το αίμα
χρώμα της ντάλιας φλογερό
που κράταγα στο στόμα
Ξάφνου η νύχτα μέρα
αμάξια σταματάνε
άνθρωποι με μαύρα
αρχίζουν να γελάνε
με τσάπες και με φτυάρια
τα μάρμαρα σηκώνουν
τους τάφους μαγαρίζουν
τα κόκαλα ξεθάβουν
Τις μάσκες τους πετάνε
ζώα ντυμένα άνθρωποι
μισάνθρωποι απάνθρωποι
υπάνθρωποι σκυλάνθρωποι
βέβηλοι σιχαμένοι
στα απομεινάρια φτύνουνε
ξεκοκαλίζουν λείψανα
και Θεία βλαστημάνε
Στα πόδια το βάζω τρέχοντας
γυρνώντας προς τα πίσω
άντρα του νόμου συναντώ
βοήθεια του φωνάζω
χαμογελάει λύνοντας
τον κόμπο της γραβάτας
μα η προβιά του μαρτυρά
σκυλάνθρωπος πως είναι
Τρέχω πανικόβλητος
κοιτώντας προς τα κάτω
τα κόκκινα χαλίκια
την έξοδο μου δείχνουν
της φυλακής που ήμουνα
στον φράχτη σκαρφαλώνω
Ήχος υπόκωφος
σκίζει τον αέρα
σουβλιά στο στέρνο
μια σφαίρα για μένα
δραπέτης ελεύθερος
μαζί και δυστυχής
σάρκα μου απ’ τα δόντια τους
σαν μακελευτείς
ΔΥΟ ΚΟΥΣΤΟΥΜΙΑ ΚΙ ΕΝΑΣ ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ
Δυο κουστούμια κείτονταν
το ένα δίπλα στ’ άλλο
στην ίδια ντουλάπα αντικριστά
για τελευταίο βράδυ
το ‘να λευκό και γιορτινό
στο πέτο έχει σημάδι
κρασιού σταγόνα κόκκινη
ραμφιά από παπαγάλο
Με ναφθαλίνες φύλακες
στο βάθος ξεχασμένο
το γλέντι αναπόλησε
και δάκρυσε με πόνο
τ’ αφεντικό του του ‘λεγε
αφήνοντας το μόνο
τιμή μεγάλη που ήσουνα
σε γάμο φορεμένο
Ένα μαντίλι κόκκινο
στην τσέπη καρφωμένο
παραφωνία έμοιαζε
σαν αίμα μες στο χιόνι
κι ο παπαγάλος έκραξε
στο άσπρο το σεντόνι
μαύρο κουστούμι αφόρετο
να ‘σαι καταραμένο
Τ’ αφεντικό μας πέθανε
σειρά μου να το ντύσω
τζόβενο θα ‘ναι άρχοντας
θα λάμπει μες στο μνήμα
στο τελευταίο του αντίο
με το μαύρο μου το νήμα
την σιτεμένη σάρκα του
για πάντα ας φυλακίσω
Μαύρο εσύ άσπρο εγώ
ποια η διαφορά μας;
Εσύ σε τάφο σκοτεινό
οι κάμπιες θα σε φάνε
κι εγώ σε κάδο βρομερό
μπεκρήδες θα ξερνάνε
ίδιο το τέλος και για τα δυο
κοινή η συμφορά μας
Κουστούμια μην μαλώνετε
δίκιο δεν θα ζητήσω
πανώριος που στεκότανε
λευκοντυμένος ως γαμπρός
τι πένθιμα τώρα ξεπροβάλλει
μαυροντυμένος ως νεκρός
πότε ήταν πιο κομψός;
Δύσκολα ν’ απαντήσω
[Από τη συλλογή Όρνια-Λάμιες, CompuMedia 2014.]