Τώρα κατοικούν ωραία, εξοχικά σπίτια με αρχαίες κόρες στις προσόψεις και κήπους που κατακλύζονται απ’ όλων των μεσημβρινών χωρών τα σπάνια άνθη.
Όλα τα ποιήματά τους έχουν πια γραφτεί και όλα περνούν μες στους επιταφίους για να χαθούν σε λεωφόρους και καιρούς συντελεσμένους.
Οι άνθρωποι αυτοί υφίστανται πια μονάχα ως σπαράγματα, ως κατ’ ουσίαν απομεινάρια της τροχιάς τους.
Εμείς αν σήμερα τους θυμόμαστε είναι γιατί εκείνη την ορατότητα επιθυμήσαμε, υποκλινόμενοι στης καθ’ ημέραν θρησκείας τα θαύματα και τις πληγές.
Είναι απόκοσμοι και κάθε μεσημέρι, ανοιξιάτικοι πολύ, εξέρχονται θαλάμων νοσοκομειακών για να ευλογήσουν σαν τις πλωτές γυναίκες του Βινσέντ, τους στίχους μας.
[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο είναι του David Hockney.]








