Σαν ακροβάτης και σαν εκκρεμμές
ταλαντεύεσαι
χάνεσαι, ξαναεμφανίζεσαι.
Με ταλανίζεις, με αφανίζεις.
Απολιθώνομαι, αποβλακώνομαι
κυρίως τις νύχτες.
Η αναμονή αρχίζει καθώς σκοτεινιάζει.
Λαθρεπιβάτισσα τη μέρα,
λαθραναγνώστρια τη νύχτα.
Τα γράμματα
στη Λίλιαν Μπρουκ,
στη Μίλενα,
στη Λου.
Ξαπλώνω,
μια σουβλιά στα πλευρά.
Ανασηκώνομαι,
με την πλάτη στον τοίχο
τα πόδια στο στρώμα,
ορθή γωνία.
Λυγίζω τα γόνατα,
τεθλασμένη ευθεία.
Οι σκέψεις ισοηλεκτρική γραμμή.
Κλείνω τα μάτια
Ζαλίζομαι
Πνίγομαι
Μένω κοιτώντας αποχαυνωμένα
τα αντικείμενα να χάνουν την υπόστασή τους
όπως όταν επαναλαμβάνεις την ίδια λέξη
ώσπου καταλήγει αλλόκοτη.
Στις πέντε
πήρα τους δρόμους.
Είδα το σκοτάδι να φεύγει με αόρατες κινήσεις.
Στις εξίμιση ήταν πια μέρα.
Πόσο ευαίσθητη
πόσο ανύποπτη είναι η μέρα
εκείνη την ώρα.
Στις οκτώμιση
ιπποκράτειο αμφιθέατρο
μαθήματα καρδιογράφηματα
στην κοιλιά θαλάσσιου κήτους.
Ένταση και ναυτία.
Που εξαφανίζεσαι ρε;
δεν σε ρώτησα
κι όταν ρώτησες εσύ,
δεν βρήκα
τι ν᾽ απαντήσω.








