Μετάφραση-επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου
Πικρία
Εδώ τον Φεβρουάριο, τα φίνα
σκοτεινά κλαδιά της μυγδαλιάς
αρχίζουν να πετάνε μπουκετάκια
από φύλλα, κολλώδη στην αφή τους.
Όχι μακριά πολύ, σχεδόν όσο η
σκιά μου η πρωινή, λεκιάζει
το γρασίδι από πέταλα
δαμασκηνιάς που ούτε μια βδομάδα
πριν λαμπάδιαζε, αναμμένη
δάδα μέσα στης γης το χέρι.
Ζούσα μακριά δυο χρόνια
πριν, δεκαπέντε ορόφους παραπάνω
στην 119η Οδό, σαν άκουσα πως
μια αγάπη του άγουρου ανδρισμού μου
πέθανε μυστηριωδώς σ’ ένα
δημόσιο νοσοκομείο. Δεν βγήκα
εγώ στους δρόμους για να περπατήσω
μέσα στους παγωμένους, μελαγχολικούς
φτωχούς του Χάρλεμ, δεν
γύρισα προς το λερό παράθυρο
για να ρωτήσω τον μακρινό χλωμό ουρανό.
Δεν έκανα τίποτα εγώ.
Το γρασίδι γυρίζει πάλι πίσω, κάποια
μπαλώματά του ήδη λάμπουν, παρότι
αυτή την ώρα ακόμη ασημίζουν
από τη δροσιά. Το μεσημέρι αντέχω
ιδρωμένος στον ελεύθερο αέρα, να
φτυαρίζω σκληρή λάσπη για τις γυμνές
ρίζες μιας αχλαδιάς ή μιας μηλιάς που
θα γεμίζουν άνθη και καρπούς για πιο πολύ
απ’ όσο εγώ θα θέλω να το σκέφτομαι.
Μπορείς Να Το ’Χεις
Ο αδελφός μου έρχεται σπίτι απ’ τη δουλειά
και καβαλάει τις σκάλες για το δωμάτιό μας.
Ακούω το τρίξιμο του κρεβατιού και τα παπούτσια του
να πέφτουν ένα-ένα. “Μπορείς να το ‘χεις”, λέει.
Το φεγγαρόφωτο κυλάει απ’ το παράθυρο
και το αξύριστό του πρόσωπο ασπρίζει
όπως το πρόσωπο του φεγγαριού. Θα κοιμηθεί
πολύ μετά το μεσημέρι και ξύπνιος θα με βρει φευγάτο.
Τριάντα χρόνια θα περάσουν μέχρι να θυμηθώ
εκείνη τη στιγμή που ήξερα ξαφνικά τους πάντες
όσους είχαν έναν αδελφό που πέθανε ενώ κοιμόταν
και κοιμόταν όταν σηκωνόταν ν’ αντικρίσει τη ζωή,
και οι δυο τους κάνουν έναν μόνο άνθρωπο
μοράζονται μια καρδιά που κοπιάζει διαρκώς, χέρια
κιτρινισμένα και σκασμένα, στόμα που βιάζεται
να αναπνεύσει και ρωτάει, “Άραγε θα τα καταφέρω;”
Όλη τη νύχτα στο παγοποιείο εκείνος γέμιζε
τον αγωγό με τ’ ασημί του τούβλα, κι έπειτ’ εγώ
στοίβαζα κούτες με πορτοκαλάδες για παιδιά
απ’ το Κεντάκυ, ένα βαγόνι γκρίζο τη φορά
με άλλα δυο να περιμένουν πάντα. Ήμασταν είκοσι
για τόσο λίγο χρόνο και πάντα μες στα
λάθος ρούχα, με μια κρούστα από βρωμιά
κι ιδρώτα. Τώρα νομίζω ότι δεν υπήρξαμε είκοσι ποτέ.
Το 1948 στην πόλη του Ντητρόιτ, που τη θεμέλιωσε
ο ντε λα Μοθ Κάντιλλακ για τους απώτερους σκοπούς
του Χένρυ Φορντ, κανείς δεν ξύπνησε ή πέθανε ποτέ,
καμιά φωτιά δεν άναψε κανείς ή βάδισε στους δρόμους
γιατί ποτέ δεν είχαμε τέτοια χρονιά, και τώρα
εκείνη έχει σβηστεί απ’ όλες τις παλιές εφημερίδες
τα ημερολόγια, τα ραντεβού με τους γιατρούς, τους δεσμούς
τις βεβαιώσεις γάμου, τις άδειες οδήγησης.
Η πόλη αποκοιμήθηκε. Το χιόνι μετατράπηκε σε πάγο.
Ο πάγος σε λίμνες στερεές ή σε ποτάμια
ρέοντα στα ρείθρα. Μετά πετάχτηκε λαμπρό χορτάρι
ανάμεσα από τα χιλιάδες σκασμένα τετράγωνα,
και εκείνο το χορτάρι πέθανε. Σας δίνω πίσω το 1948.
Σας δίνω όλα τα χρόνια από τότε
μέχρι κι αυτό που έρχεται. Δώστε μου πίσω το φεγγάρι
με το εύθραυστό του φως να διαγράφει ένα πρόσωπο.
Δώστε μου πίσω τον μικρό μου αδελφό, σκληρό
και οργισμένο, μ’ ώμους πλατιούς και μια κατάρα
έτοιμη για τον Θεό και μάτια πυρωμένα που να βλέπουν
σ’ όλη τη δημιουργία και να λένε, “Μπορείς να το ‘χεις”.
Eπίμετρο
Φίλιπ Λεβίν (Philip Levine, 10 Ιανουαρίου 1928 – 14 Φεβρουαρίου 2015): Αμερικανός ποιητής με ρωσοεβραϊκές ρίζες, γεννημένος και μεγαλωμένος στο Ντητρόιτ του Μίσιγκαν. Από 14 ετών δούλευε σε αυτοκινητοβιομηχανίες της περιοχής, ενώ το 1953 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, χωρίς να έχει εγγραφεί σε αυτό. Το 1957 μετακόμισε στην Καλιφόρνια, όπου τον υποδέχθηκε και τον περιέθαλψε ο ποιητής Yvor Winters, φημισμένος για την επιλεκτικότητά του και τη δυσκολία του απέναντι σε άλλους ποιητές. Δίδαξε στο California State University του Φρέσνο μέχρι το 1992, αλλά και σε άλλα Πανεπιστήμια. Στην ποίησή του κυριαρχούν οι απλοί άνθρωποι της εργατικής τάξης του Ντητρόιτ, οι οποίοι έκαναν οποιαδήποτε δουλειά, προκειμένου να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια. Έδινε έτσι φωνή σε αυτούς που, με όρους λογοτεχνικούς, δεν είχαν βρει ακόμη τη δική τους. Επιπροσθέτως, με την ποίησή του απέτισε φόρο τιμής στο αναρχικό κίνημα της Ισπανίας της δεκαετίας του 1930, το οποίο προσπάθησε και ο ίδιος να φέρει σε επαφή με την εργατική τάξη του Ντητρόιτ. Γράφτηκε χαρακτηριστικά για την ποίησή του ότι “μας αρέσει, επειδή μέσα απ’ αυτήν νοιαζόμαστε κι ακούμε”. Του έχουν απονεηθεί πολλά βραβεία, μεταξύ αυτών το Κρατικό Βραβείο ποίησης (1991) και το Βραβείο Πούλιτζερ (1995).
Ιδανικό ποίημα για τον Λεβίν ήταν εκείνο στο οποίο “δεν προσέχει κανείς τις λέξεις, αλλά μέσα απ’ αυτές μπορεί να έχει ένα όραμα για τον τόπο, τους ανθρώπους…”.