Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Νταχάου. Προφορικές και Επιστολικές μαρτυρίες, εκδ. Μένανδρος, 2014.
Νταχάου. Τίτλος σημαίνον και σημαινόμενο. Δεν χρειάζονται διευκρινίσεις, σαφέστατα και καταδηλωτικά εμφαίνει το περιεχόμενό του. Το βιβλίο εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος Μένανδρος σε πολυτελές χαρτί και δέσιμο. Είναι ένας ογκόλιθος, στιβαρός που όποιος τον πάρει στα χέρια του έχει να αναμετρηθεί με τη φρίκη της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας, της οποίας μερίδιο γεύτηκε και η χώρα μας.
Ο τόμος περιλαμβάνει τα εξής μέρη: «Πρόλογος», «Εισαγωγικό σημείωμα», «Ιστορικό του Νταχάου», «Το Νταχάου σήμερα», «Έγγραφα-Ντοκουμέντα», «Προφορικές και επιστολικές μαρτυρίες», «Ο τύπος πηγή για το Νταχάου», «Φωτογραφήματα», «Επίλογος», «Βιβλιογραφία». Τον «Πρόλογο υπογράφει η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, όπου στην εμβριθή τοποθέτησή της περιγράφει εν τάχει το Νταχάου, «στρατόπεδο» όχι εξόντωσης αιχμαλώτων, όπως το Άουσβιτς, αλλά στρατόπεδο για πολιτικούς κρατουμένους πάσης παρεκκλίνουσας ιδεολογίας, πολιτικής, θρησκευτικής και άλλης.
Προμετωπίδα του στρατοπέδου είναι η επιγραφή «Η εργασία απελευθερώνει». Στο στρατόπεδο, ανάμεσα στις πάνω από 200.000 κρατουμένων, «φιλοξενήθηκε» και ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης. Ο συγγραφέας, Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, από το Μόναχο όπου έζησε, επισκεπτόταν, επί πέντε χρόνια, το Νταχάου και από αυτές τις επισκέψεις καθώς και τη μελέτη στη Βιβλιοθήκη και το Αρχείο του Νταχάου προέκυψε το βιβλίο, το οποίο τιμήθηκε με εύφημη μνεία από την κριτική επιτροπή του ιδρύματος Σταυροπούλου, μέλη της οποίας ήταν ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Γιάννης Γιαννουλόπουλος και ο γνωστός δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και ποιητής Παντελής Μπουκάλας. Στόχος του συγγραφέα ήταν να καταστήσει γνωστές «τις θηριωδίες, τη φρίκη του πολέμου και την αβίωτη καθημερινότητα του Νταχάου». Βεβαίως, όλα αυτά είναι καταγραμμένα και γνωστά χάρη στον κινηματογράφο και τα άπειρα ιστορικά ντοκιμαντέρ. Αλλά στο συγκεκριμένο βιβλίο το θέμα περιορίζεται μόνο στους Έλληνες κρατούμενους και επ’ αυτού, δοθείσης ευκαιρίας, αναφέρω και την ανάλογη εργασία με συγκέντρωση μαρτυριών του συγγραφέα φιλολόγου και ποιητή Αντώνη Σανουδάκη.
Τα κείμενα του βιβλίου προέρχονται από προφορικές και επιστολικές μαρτυρίες, Ελλήνων επιζώντων ή συγγενών τους, με τους οποίους ήρθε σε επαφή ο συγγραφέας. Δεν είναι «κείμενα ηρωικά ή μαρτυρικά» αλλά «καθημερινών ανθρώπων» που προέρχονται από διάφορα μέρη της ελληνικής γης, των οποίων η μαρτυρία μας δείχνει από πρώτο χέρι τι σημαίνει πόλεμος και τι ναζισμός.
Πληροφοριακά. Το Νταχάου κατασκευάστηκε πάνω στα ερείπια του εργοστασίου πυρομαχικών και θεωρήθηκε πρότυπο για όλα τα άλλα. Προοριζόταν για πολιτικούς αντιπάλους ή άλλους διαφωνούντες, διέθετε κρεματόριο και θάλαμο αερίων. Από τις αφηγήσεις πληροφορούμαστε ότι στο στρατόπεδο πέθαναν πολλοί από ιατρικά πειράματα, βασανιστήρια, επιδημίες, εξάντληση και κακές συνθήκες διαβίωσης, ήτοι πείνα, κρύο, ορθοστασία, ξυλοδαρμό, μεταφορά βαρέων αντικειμένων. Στα πειράματα συμπεριλαμβανόταν ο εμβολιασμός στην ελονοσία και στην φυματίωση, η ακατάσχετη αιμορραγία και η «κατάψυξη». Στα θλιβερά ανήκει και η ομάδα των τριάντα δύο Ελλήνων γκάνγκστερς, οι οποίοι, εφοδιασμένοι με απολυτήρια Νταχάου, κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, λήστευαν και συνεργάζονταν με τους ναζί.
Ακολουθούν τα «Έγγραφα- ντοκουμέντα», έπειτα οι «Προφορικές και επιστολικές μαρτυρίες», από τις οποίες σταχυολογούμε παρόμοιες πάντα μνήμες. Κοινός παρονομαστής των αφηγήσεων είναι η πείνα, η δίψα, η κούραση, η ψυχολογική βία, ο πόνος, το κρύο, ο ξυλοδαρμός, τα πειράματα, οι ακρωτηριασμοί γι’ αυτό η εικόνα των κρατουμένων ήταν πάντα ελλιπής: έλειπαν πόδια, ένα χέρι, ένα μάτι, το κεφάλι ξυρισμένο, καμένο το πρόσωπο.
Άλλος αφηγούμενος εξηγεί πώς οι πολιτικοί κρατούμενοι μετατράπηκαν σε εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας και πειραματόζωα στα επιστημονικά εργαστήρια. Πώς τους προφύλαξε ο Ζαχαριάδης δίνοντάς τους συμβουλές τι να αποφεύγουν και τι να λένε: επάγγελμα εργατικό. Όσοι έχουν τατουάζ να το κρύψουν γιατί θα τους το «πάρουν», κόβοντας το δέρμα να το κάνουν αμπαζούρ. Να μην λένε ότι έχουν περάσει ελονοσία, διότι αυτούς θα τους πήγαιναν για τα πειράματα στα οποία οι περισσότεροι πέθαναν. Αν κάποιος επιχειρούσε να δραπετεύσει, θα τον έβρισκαν κρεμασμένο στα ηλεκτροφόρα καλώδια.
Ο βούρδουλας ήταν μια ποινή, η οποία επιβαλλόταν σε «μικρά» αδικήματα, αλλά για το ίδιο αδίκημα η ποινή διπλασιαζόταν ή τριπλασιαζόταν αν ο «ένοχος» ήταν Ρώσος, Εβραίος ή τσιγγάνος. Έτσι οι είκοσι πέντε βουρδουλιές μπορούσαν να γίνουν πενήντα, εβδομήντα πέντε ή εκατό. Όμως, μετά τις πενήντα κανείς δεν επιζούσε. Όπως κανείς δεν επέζησε από το πείραμα της κατάψυξης και ατμοσφαιρικής πίεσης, της οποίας τα θύματα, που έτυχε ο αφηγητής να δει, είχαν μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες και αίμα πηχτό στα μάτια, στα ρουθούνια και στα αφτιά. Άλλος μιλάει για την κατασκευή τούνελ και σιδηροδρομικών γραμμών, για την ανίχνευση βραδυφλεγών βομβών σε μέγα βάθος. Δεκατέσσερις Έλληνες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της ανίχνευσης. Παρόμοιες είναι οι αφηγήσεις και των άλλων κρατουμένων. Κοινό χαρακτηριστικό όλων ο μεγάλος φόβος, ο τρόμος, η καθημερινή ανασφάλεια, η πείνα και το κρύο, η εξάντληση. Αλλά μέσα σε όλο αυτό το κακό η παρουσία του Ζαχαριάδη που όλοι θυμούνται με ανακούφιση, ότι τους συμβούλευε, τους ενθάρρυνε και όσο μπορούσε τους καθοδηγούσε για να επιβιώσουν.
Ενδιαφέρον είναι το κεφάλαιο «Ο τύπος, πηγή για το Νταχάου». Η χειρόγραφη εφημερίδα Η Ελευθέρα ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ, του Βασιλείου Σπύρου, κυκλοφόρησε στις 27 Μαΐου 1945, στο πρωτοσέλιδο της οποίας ο Πρωτοσύγκελος Δαμασκηνός Χατζόπουλος γράφει για τους άταφους νεκρούς. Στο πρωτοσέλιδο της 4ης Ιουνίου 1945 βρίσκεται και το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Ο Οδηγητής», σήμα του μαχητικού της προσανατολισμού. Η εφημερίδα θα χρησιμοποιήσει και άλλα ποιήματα του Βάρναλη, με στόχο πάντα την αγάπη για την πατρίδα, την ομόνοια και την ομοψυχία που πρέπει να διακρίνει τον ελληνικό λαό. Στην εφημερίδα υπάρχουν ειδήσεις για τη μεταφορά των αιχμαλώτων στις πατρίδες τους, διαβουλεύσεις των νικητών, αναδημοσιεύσεις λόγων του Τσώρτσιλ, ενέργειες του Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνού για την επιστροφή των αιχμαλώτων στην Ελλάδα, αλλά και έκκληση για λίγο σαπούνι ή λίγο καλύτερο φαγητό. Τα δύο τελευταία προεκτείνουν το «αβίωτο» του Νταχάου σ’ αυτή την μετά τη λήξη του πολέμου μαρτυρική αναμονή επιστροφής.
Εν τέλει, οι μαρτυρίες όλων των αφηγουμένων που επέζησαν από το στρατόπεδο είναι δραματικές. Ο Ιντζέμπελης στην έρευνά του συνάντησε εμπόδια από το γερμανικό κράτος, όσον αφορά την πρόσβαση στις πηγές και τη δημοσίευση ονομάτων. Με θλίψη του διαπίστωσε πως στη βιβλιοθήκη του Νταχάου δεν υπάρχει κανένα βιβλίο στην ελληνική γλώσσα. Ωστόσο, ο ίδιος έχει κάνει μια μεγάλη και φιλότιμη προσπάθεια να συγκεντρώσει όλη την υπάρχουσα βιβλιογραφία, ελληνική και ξένη, και να αποδώσει πιστά την αλήθεια που από δεύτερο και τρίτο χέρι βίωσε. Το βιβλίο του θα μπορούσε, τηρουμένων των αναλογιών, να θεωρηθεί μνημείο ή αφιέρωμα σεμνό σ’ εκείνους που δεν επέζησαν αλλά και σ’ εκείνους που επέζησαν για να θυμούνται τη φρίκη μέχρι το τέλος της ζωής τους.
[“Φρουρός με ξύλο”, κολάζ της Sonja Spitzova, που πέθανε το 1944 στο Άουσβιτς σε ηλικία μόλις 13 ετών.]