Στὸν Γιωργάκο
Ριγμένο πάνω στὸ τραπέζι τὸ περιοδικό, ἰδιαιτέρως εὐδιάκριτο λόγω ἔγχρωμου ἐξώφυλλου, τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ δεκάχρονου ἐγγονοῦ, ποὺ ὅλα τὰ περιεργάζεται κι ὅλα τὰ σχολιάζει.
—Φρέαρ… Δηλαδή, βρὲ γιαγιά;
—Βρές το
Τὸ σπιρτόζικο βλέμμα του μιλοῦσε φωναχτά. Τσίμπησε, κι ἄρχισε νὰ μὲ πολιορκεῖ μὲ λέξεις: Φρέζα, φρέζια, φρέσκος ἀέρας, φρένο…
—Εἶδες τὴ νεροποντὴ προχτές;
—Χαμός! Κατένευσε. Δὲν εἶχαν καθαρίσει τὰ φρεάτια.
—Καὶ τί ‘ναι τὰ φρεάτια;
—Στὶς βεράντες, στὰ μπάνια… Πηγαδάκια. Μαζεύουν τὰ νερά.
—Φρέαρ — φρέατος, ξεμύτισε ἡ φιλολογική μου διαστροφή.
Μὲ κοίταξε θριαμβικά:
— Πηγάδι μὲ νερό!
—Μπράβο, σαΐνι μου.
Ἀστραποβόλησε ὅλος:
—Κι αὐτὸ τὸ «Φρέαρ» — ἔδειξε τὸ ἔντυπο – πηγάδι μὲ λέξεις;
—Λέξεις σταγόνες ποὺ μᾶς ξεδιψοῦν, χάϊδεψα τὸ κεφάλι του.
Τὸ πῆρε κι ἄρχισε νὰ τὸ ξεφυλλίζει σοβαρός. Τάχα πὼς καταλάβαινε.