Είναι η τρίτη φορά που το βιβλίο του Μάκη Τσίτα, Μάρτυς μου ο Θεός έρχεται στη δημοσιότητα. Πριν ένα χρόνο ήταν η κυκλοφορία του. Πριν λίγες μέρες η βράβευσή του με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014 και τώρα η θεατρική του εκδοχή. Μέσα σε ένα χρόνο, λοιπόν, το βιβλίο έκανε τρεις επιτυχημένες εμφανίσεις. Επεξεργασμένο για τη θεατρική μεταφορά του στη σκηνή από τον ίδιο τον Τσίτα, σκηνοθετημένο από την νέα και ταλαντούχα σκηνοθέτιδα Σοφία Καραγιάννη και εκτελεσμένο με άκρα επιμέλεια και σεβασμό από τον Ιωσήφ Ιωσηφίδη, ήταν μια έκπληξη. Ήταν το ίδιο το βιβλίο αλλά διαφορετικό, διότι η ανάγνωση συνιστά μια προσωπική ερμηνεία, ανάλογη με τις προσλαμβάνουσες του κάθε αναγνώστη. Τώρα, αν και πάλι ισχύουν οι προσλαμβάνουσες του θεατή, το πράγμα έχει μπει σ’ ένα πλαίσιο, μέσα στο οποίο το όλο έχει συμπτυχθεί στα καίρια και κύρια σημεία του ώστε να τονιστεί ο χαρακτήρας του ήρωα, του Χρυσοβαλάντη, και να αναδυθούν τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Πρόκειται για έναν μονόλογο που ανοίγει πλατιά για να συμπεριλάβει το οικογενειακό περιβάλλον από το οποίο προέρχεται και, εν πολλοίς, ευθύνεται για την κατάστασή του. Την κοινωνία του εύκολου κέρδους και γρήγορου πλουτισμού, πριν από δέκα χρόνια με τους Ολυμπιακούς του 2004 στο φόντο του μονολόγου και στο μπλουζάκι του ήρωα. Τις σχέσεις με τις αδελφές του, που από τρυφερές καταλήγουν απάνθρωπες, με τον εργοδότη, αρπακτικό και ζωώδες πλάσμα που θέλει να φαίνεται προστατευτικός, δήθεν, με το άλλο φύλο που και εκείνο βλέπει τον ήρωα σαν παιχνιδάκι για να παίξει και, αφού πάρει ό,τι μπορεί να κερδίσει, θα τον παρατήσει, με τους μετανάστες που παίρνουν τις δουλειές και, γενικά, όλο το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει ο καθημερινός άνθρωπος. Μόνο που ο συγκεκριμένος δεν είναι κανονικός• είναι παρεκκλίνων. Και στην παρέκκλισή του χωρούν υψηλές φιλοδοξίες για μεγάλα πράγματα: καλλιτεχνική καριέρα, επιφανής γάμος, σπουδαία σύζυγος, σπίτια και … στο βάθος πάντα, καταφυγή του, η Εκκλησία για να τον φέρνει με τις διδαχές της στον ίσιο δρόμο, όπως ο Ιεχωβά το λαό του στη μακρόχρονη πορεία του στην έρημο.
Μπαίνοντας στο «κοίλον» του μικρού, λιτού θεάτρου, βρίσκουμε τον ήρωα να διαβάζει ένα θρησκευτικό βιβλίο και να μισοψέλνει. Οι οικογενειακές καταβολές και ο βίαιος πατέρας από τη μία και η Εκκλησία από την άλλη έχουν διαμορφώσει ένα διαστρεβλωμένο χαρακτήρα που παραληρεί πάνω σε όλα όσα συνθέτουν τη ζωή ενός ανθρώπου και έχουν διαβρώσει το μυαλό του, για να καταλήξει από «γελοίος» (τονίζω τα εισαγωγικά), στην αρχή, σε έρμαιο της κοινωνίας, της οικογένειας, του εργοδότη, τραγικό πρόσωπο χωρίς στέγη, δουλειά, υγεία, φάρμακα, στοργή. Η χώρα αυτή, έτσι όπως κατάντησε, τρώει τις σάρκες της. Και ο Χρυσοβαλάντης, παραστρατημένο αλλά άκακο μυαλό που δεν μπορεί να συνδέσει το αίτιο με το αιτιατό, είναι έτοιμος για τα σαγόνια της.
Ο ηθοποιός Ιωσήφ Ιωσηφίδης που τον ερμήνευσε είχε στο οπλοστάσιό του μια πλούσια γκάμα προσωπείων, τα οποία με ευκολία άλλαζε, αποδίδοντας έτσι τα νοηματικά άλματα και την έλλειψη συνοχής που διακρίνει τη σκέψη του ήρωα. Μετέφερε στο πρόσωπό του τη μάσκα του αρχαίου κωμικού και τραγικού υποκριτή. Φόρεσε το ρόλο κατάσαρκα και τον απέδωσε με τις γκριμάτσες, τη φωνή και το σώμα. Κάθε φορά που ο Χρυσοβαλάντης υποχρεωνόταν να υποδυθεί – το αφεντικό του, τον Εξαποδώ π.χ. – έμοιαζε να παθαίνει μετάλλαξη και να μεταμορφώνεται στο κτήνος που ήθελε να αποδώσει. Και πόσο ανάλαφρα πέρναγε από μια καταπιεστική κατάσταση σε μια άλλη, επανερχόμενος στις εμμονές και στους παραλογισμούς του, έχοντας ταυτοχρόνως μια άνετη καλλιτεχνική διάθεση να γράφει ποιήματα, να τραγουδάει τραγούδια, από ένα μεγάλο και ετερόκλητο ρεπερτόριο, να ψέλνει, να κοιτάζεται φιλάρεσκα στο καθρεφτάκι και να χτενίζεται (και ο Μιχαήλ Μητσάκης κοιταζόταν στο καθρεφτάκι και χτενιζόταν συνέχεια μέχρι που κατέληξε στο Ψυχιατρείο), να ιδρώνει (και να εντάσσει τη φυσική ανθρώπινη σωματική αντίδραση στο ρόλο) και να σκουπίζεται, να κάθεται και να σηκώνεται και, τέλος, να κάνει το σώμα του ένα εύπλαστο υλικό, ευπροσάρμοστο σε όποια διαστρέβλωση ψυχική επέβαλε η κάθε στιγμή, για να αποδώσει το άγχος του, τη διαμαρτυρία του, την αγανάκτησή του και την απελπισία του για τα κοινωνικά δρώμενα και για την προσωπική του ζωή κυρίως. Θα πρόσθετα, ακόμα, πως και το μελανό πουκάμισο που φοράει ο ήρωας πάνω από το λευκό μπλουζάκι, με το σήμα Αθήνα 2004, σύνεργα και αυτά του ενδυματολογικού κώδικα της παράστασης, σημειολογικώς υποδεικνύουν την ταλαντευόμενη, από την μια άκρη στην άλλη, αμφίθυμη διάθεσή του. Αλλά και εκείνο το παγκάκι, στο οποίο κάθεται και κατά περίσταση το γυροφέρνει, μοιάζει σαν ο ομφαλός του κόσμου του και του μυαλού του, στο οποίο καταλήγουν οι σημερινοί άστεγοι, θύματα της χθεσινής πομφολυγώδους ευμάρειας.
Και για να μείνουμε λίγο στην καλλιτεχνική διάσταση του ήρωα, τολμώ να ρωτήσω, μήπως ο Τσίτας ήθελε να μας πει εκείνο που ούτως ή άλλως είναι μια μεγάλη αλήθεια; Η Τέχνη είναι αυτή που μας σώζει. Αυτή μας παρηγορεί και αυτή επιζεί των όποιων προβλημάτων. «Έχουμε την τέχνη για να μη μας βουλιάζει η αλήθεια», είπε ο μέγας Νίτσε. Η τελευταία καταφυγή του ήρωα όμως είναι η Εκκλησία. Εκεί πηγαίνει ο Χρυσοβαλάντης, στο τέλος, ταλαίπωρος και πένης και άστεγος και άρρωστος, σε πλήρη κατάρρευση σωματική, πνευματική και ψυχολογική για παρηγοριά και βοήθεια. Και τη βρίσκει. Μέσα στην πλήρη παράκρουσή του νομίζει πως καταλαμβάνει τα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα. Χρίεται «Άξιος» για τα πάθη του. Ο σαρκασμός του επιλόγου είναι συγκλονιστικός. Το κοινό που στην αρχή της παράστασης γελάει με τα καμώματα του ήρωα, σιγά σιγά αναδιπλώνεται και κρατάει την ανάσα του για να την αφήσει να ξεθυμάνει δυνατά στο «μπράβο» για τον ηθοποιό, την σκηνοθέτιδα, τον συγγραφέα γι’ αυτήν τη μεταφορά στη σκηνή των οικείων κακών. Ένας συγκλονιστικός, προφητικός για την εποχή που γράφτηκε, μονόλογος που καθηλώνει το θεατή στο κάθισμά του