Κατερίνα Καρατάσου
Λανθάνων Διάλογος
Ο Δραματικός μονόλογος στη Νεοελληνική Ποίηση (19ος-20ος αι.)
Εκδ. Gutenberg, 2014
Ρωτά ο Σωκράτης τον Φαίδρο: «Υπάρχει μεγαλύτερο μυστήριο από τη σαφήνεια;» και συνεχίζει: «Γιατί τι άλλο είναι το λογικό παρά ο λόγος ο ίδιος, όταν είναι οι όροι σωστά καθορισμένοι» ( Paul Valéry, Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, Πρόλογος, Άγγελου Σικελιανού, μετφ. Έλλης Λαμπρίδη, εκδ. Άγρα 1988, σελ.69).
Μάλιστα, τι είναι και πώς μπορεί κανείς να μπει στη βαθύτερη ουσία του «λανθάνοντος διαλόγου ή αλλιώς δραματικού μονολόγου» που είναι το θέμα της κυρίας Κατερίνας Καρατάσου, Επίκουρης Καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Frederick (Κύπρου, όπου σπούδασε, ζει και εργάζεται, αλλά εκδίδει στην Αθήνα), θα το μάθουμε αν καταφέρουμε να πιάσουμε στις εκατό λέξεις πέντε, σαν παραληρήματα Πυθίας που μας άφησε μήνυμα σκοτεινό αλλά και σκανδαλιστικό. Τι να κρύβεται στον τέταρτο θάλαμο του λόφου Καστά και Περιστέρι να μας φέρει μήνυμα δεν έχουμε. Με άλλα λόγια τι κρύβεται κάτω από το τσιμέντο της επιτηδευμένης και με επιστημονική ορολογία μεθοδευμένης, ασάφειας στη διάλεκτο της κυρίας;
Από τις 352 σελίδες κατάφερα να ανακαλύψω και αποκρυπτογραφήσω, ως νέα Έβανς-Βέντρις-Τσάντγουικ τη Γραμμική Γραφή Β΄, τα ακόλουθα: Η μελέτη εκτείνεται σε κείμενα του 19ου και 20ου αιώνα. Στην «σκοτεινή» Εισαγωγή της η συγγραφέας δηλώνει πως «η ιστορία του δραματικού μονολόγου ως κριτικής κατηγορίας συναρπάζει εκείνον που την παρακολουθεί» και εκθέτει τους λόγους. Αρχής γενομένης από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα και τους βικτωριανούς ποιητές (το 1836 ο Robert Browning έγραψε δύο ποιήματα που θεωρήθηκαν δείγματα δραματικού μονολόγου και το 1842 ο Alfred Tennyson άλλο ένα που η κριτική συνδέει με το δραματικό μονόλογο), προεκτείνει το ερευνητικό της ενδιαφέρον στον Σολωμό και τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Βάρναλη, τον Ρίτσο, την Καρέλλη. Τα χαρακτηριστικά του είδους είναι οι πλασματικοί χαρακτήρες και ο μονόλογος, ο οποίος προϋποθέτει έναν σιωπηλό αποδέκτη. Βεβαίως αναπτύχθηκαν θέσεις υπέρ και κατά της πλασματικής αυτής γέννησης χαρακτήρων. Αναφέρεται ότι υπάρχουν αρνητές και υποστηρικτές του είδους και εκφράστηκε και η άποψη ότι διαταράσσεται η ροή του διαλόγου.
Η δεύτερη φάση κάνει την εμφάνισή της στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, οπότε κρίνεται ότι ο μονόλογος αφήνει την αίσθηση ενός διαλόγου. Ωστόσο δραματικοί μονόλογοι υπήρχαν ανέκαθεν. Οι μελετητές κάνουν λόγο για ένα τρόπο υπερπήδησης συγγραφικών εμποδίων, άλλοι για πειραματισμό των συγγραφέων που δεν έχουν ακόμα βρει τη φωνή τους, ότι το είδος είναι προσωρινό, ότι ο δραματικός μονόλογος αναπτύχθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη της Ψυχολογίας και, τέλος κάποιοι τον συνδέουν με την κρίση της λυρικής έκφρασης. Το άλμα από τον Σολωμό στον Καβάφη (από όπου αντλεί τα παραδείγματά της η κυρία Καρατάσου) επιβεβαιώνει την προαναφερθείσα άποψη, αν και ο Καβάφης διαφωνούσε με τη «λυρική» έκφραση και η ποίησή του δε είναι προϊόν κρίσης.
Επί του θέματος, «Λανθάνων διάλογος», δεν υπάρχει ειδική μελέτη, υποστηρίζει η συγγραφέας και αναφερόμενη στην «ιστορία» του πράγματος προσφεύγει στον Γ. Π. Σαββίδη που προέβη σε συσχετισμό του δραματικού μονολόγου με τον «Κρητικό» του Σολωμού το 1974, αλλά υπήρχε και προηγούμενος με το έργο του Κ. Π. Καβάφη.
Για να δούμε όμως, πώς ορίζεται αυτός ο «δραματικός μονόλογος», χρειαζόμαστε και έναν διερμηνέα. Ο όρος αναφέρεται στην τροπικότητα της εκφοράς του λόγου, με ποιό ανάλογο του θεατρικού και δευτεροβάθμια άρθρωση της εκφοράς (στη λογοτεχνία, βεβαίως και όχι σε άλλο κείμενο). Πιο κάτω διαβάζουμε το εξής διασαφητικό: «Ελάχιστες πάντως είναι οι περιπτώσεις αμιγούς περικειμενικού προσδιορισμού, περιπτώσεις δηλαδή κατά τις οποίες το υποκείμενο της εκφοράς αποπροσδιορίζεται αφαιρουμένων των προσδιοριστικών στοιχείων του περικειμένου: κατά κανόνα, κείμενο και περικείμενο συνεργούν στην κατεύθυνση του προσδιορισμού του μονολογιστή». Στέκομαι για λίγο στο απόσπασμα για να επισημάνω πως οι λέξεις που συνθέτουν τη μεταγλώσσα (ορολογία) είναι περισσότερες από τις άλλες που συνθέτουν τη ΓΛΩΣΣΑ και εξασφαλίζουν την επικοινωνία. Με διασαλευμένη, λοιπόν, τη νοηματική αλληλουχία, αισθανόμαστε πως μπήκαμε στη μηχανή του χρόνου του Ουέλς, εκατό χρόνια πίσω, όταν ο «άγνωστος» ακόμα υπερρεαλισμός ξάφνιασε δυσάρεστα και μπλόκαρε τη σκέψη ανθρώπων που τους άρεσε η ποίηση και μάλιστα μαρτυρείται πως όταν ο Κάλας διάβασε ένα κείμενό του στον Μυριβήλη κι εκείνος αισθάνθηκε ότι τον πρόσβαλε, διότι δεν κατάλαβε τίποτα!
Ως πείσμων μελετήτρια όμως επανέρχομαι. Επιλέγω τμήματα του βιβλίου «κράχτες» για τη νοημοσύνη μου και αντιγράφω μεταφράζοντας και προσθέτοντας διευκρινιστικές παρενθέσεις. Στο ποίημα του Καβάφη, «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης», τα πρόσωπα που μιλούν δεν είναι φυσικά, αλλά «αποτελούν την εγκαθίδρυση ενός Άλλου, ως προς τον φυσικό, γνωστικού τρόπου», δηλαδή τα λόγια των «χαρακτήρων» του ποιήματος, (αυτά τα οποία λένε ή σκέπτονται), οι «εξωτοπικά συγκροτημένοι» (δηλαδή οι Αλεξανδρινοί), τα γνωρίζει το «υποκείμενο της εκφοράς στο πρώτο τμήμα του λόγου» (δηλαδή ο ποιητής ή το ποιητικό υποκείμενο). Στο ποίημα διακρίνουμε τον «αλλοτροπικά συγκροτημένο αφηγητή» (ποιητή) και τους «εξωτροπικά συγκροτημένους χαρακτήρες» (Αλεξανδρινούς). Συχνά θα βρεθούμε μπροστά στους όρους μονολογιστής/ μονολογίστρια που υπονοούν αυτόν/ αυτήν που μιλάει στον μονόλογο, ή αλλιώς το υποκείμενο. Σε εκφράσεις όπως: «Παρωδιακή υφοποίηση της καθαρεύουσας» και «Συμφραστικοποιώντας» σηκώνω τα χέρια ψηλά. Όμως με αποζημιώνει (!) το ακόλουθο: «Τα μονοδραματικά είδη διαφοροποιούνται μεταξύ τους βάσει των διακριτών πραγματολογικών/ επικοινωνιακών λογικών (τέσσερις γενικές στη σειρά!) που το καθένα εκφράζει…». Στο απόσπασμα «Η μονοτροπικότητα, η επικοινωνιακή λογική που εκφράζει ο δραματικός μονόλογος … διαμορφώνεται από τη συνδυαστική ενεργοποίηση των επικοινωνιακών χαρακτηριστικών της μονοδραματικής κατηγορίας με τρόπο ώστε το φαινόμενο της εσωτερικής διαλογοποίησης του λόγου…» κ.λ.π., νομίζω πως διαβάζω κινέζικα με ελληνικές λέξεις. Ανατρέχω στον Τσβετάν Τοντόροφ που λέει ότι «η αρχαία ρητορική διαιρούσε το πεδίο της σε elocutio (λεκτικό), dispositio (συντακτικό) και inventio (σημασιολογικό)» (Ποιητική, μτφρ. Αγγέλα Καστρινάκη, εκδ. Γνώση, 1989, σελ. 45) και αναζητώ την αγία τριάδα στο κείμενο που διάβασα. Το πρώτο όμως από την τριάδα διαστρεβλώθηκε, το δεύτερο καλά κρατεί και το τρίτο έχασε τελείως τον μπούσουλα. Οπότε, πάσα φενάκη απέπτη, λέει ο ποιητής, η βαθύτερη ουσία του βιβλίου που διαισθάνομαι πως είναι εξόχως ενδιαφέρουσα, υφέρπει και υπεκφεύγει, καθιστώντας τη μελέτη του πονήματος κοπιαστική εργώδη ενασχόληση και η απόλαυση του κειμένου (πού είσαι, καημένε Ρολάν Μπαρτ) έχει μετατραπεί σε κολασμό και τιμωρία.
Τέλος ερωτώ: Έτσι μιλούν σήμερα στο Πανεπιστήμιο; Υπάρχει και μεταφραστής, διερμηνευτής; Το βιβλίο απευθύνεται σε φοιτητές; Αλίμονό τους. Τους καταλαβαίνω γιατί στις εξετάσεις λένε στους επιτηρητές: «κάντε πέρα ν’ αντιγράψω».