Έτσι τελειώνει ο κόσμος.
Όχι μ’ ένα βρόντο μα μ’ ένα λυγμό.
Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ
Ι
Κυριακή πρωί,
ο χτύπος της βροχής
σε μισόκλειστα παντζούρια.
Με κεφάλι βαρύ και χαλασμένη ομπρέλα
περπατώ προς την εκκλησία.
Τα ρυάκια που σχηματίζονται εξαιτίας της βροχής,
ανακινούν τα σκουπίδια,
που πάνε και κάθονται στις σχάρες των υπονόμων,
σχηματίζοντας στρώματα παχιά και κρούστες.
Κάτι βαριές γυναίκες, με φιλεδάκια στα μαλλιά
μ’ ακολουθούν στον προορισμό μου.
Τα πεζοδρόμια υποδέχονται τα βήματά τους,
μ’ έναν υπόκωφο, πλατσουριστό κρότο.
Φτάνω την ώρα της ανάγνωσης του Ευαγγελίου,
ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν•
Διαβάζει ο παπάς και για μια στιγμή του κόβεται η ανάσα.
ΙΙ
Χτες όλη μέρα στο πόδι.
Το βράδυ αραγμένοι μ’ ένα φίλο,
κοιτούσαμε τους Ζητάδες,
που περνούσαν με τις μοτοσυκλέτες τους,
μπροστά από το ναό.
Μου λέει, δεν ξέρω πώς το ’χεις στο νου σου,
όμως βουβά και χωρίς Θεό
είναι τα χρόνια που έρχονται.
Ακούγοντας αυτά,
φαντάστηκα για κάποιο λόγο
ένα βαθύ διάδρομο,
και στο τέλος του διαδρόμου,
έναν ωχρό, γέρο βασιλιά,
που δειπνούσε με τα σκεύη της εκκλησίας.
Κι εγώ στεκόμουν από την άλλη μεριά•
και σαν να με παρακολουθούσε
με την άκρη του ματιού του,
καθώς έφερνε στα χείλη του το ποτήριο.
Και σε μια στιγμή η εικόνα χάθηκε,
κι είδα πάλι το φίλο μου σκυθρωπό,
σκυμμένο πάνω απ’ το κουτάκι την μπύρα.
Αυτή, συνέχισε, είναι εποχή για ν’ αγιάσεις
ή να γίνεις φάντασμα.
Κι εγώ, στ’ αλήθεια, δεν ήξερα
τι απ’ τα δύο ήθελα να γίνω.
ΙΙΙ
Οι παπάδες αρχίζουν το μνημόσυνο.
Η εκκλησία μέσα σ’ ένα λεπτό αδειάζει.
Δίπλα μου ένας νέος,
με όμορφο λευκό πρόσωπο
και μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια,
ακούει με περισυλλογή τα λόγια της ακολουθίας:
Ποία τοῦ βίου τρυφὴ
διαμένει λύπης ἀμέτοχος;
Σκέφτομαι πως δεν μισώ όλους τους ανθρώπους.
Πως τώρα, που όλοι φεύγουν και όλα καταστρέφονται,
ίσως υπάρχει λίγος ακόμα χρόνος,
όχι για να σωθώ, μα για να γνωρίσω καλύτερα
τα πρόσωπα αυτής της τραγωδίας.








