Γιώργος Παναγιωτίδης,
Γιώργος Σεφέρης – Βίος και Παρωδία, εκδ. Γαβριηλίδης, 2014.
Τι είναι η παρωδία, με ποια λογοτεχνικά είδη μοιάζει και σε τι διαφέρει, ποιος είναι ικανός να την διαπραγματευθεί, ποιοι είναι οι επιφανείς μελετητές του είδους και οι απόψεις τους, θέσεις υπέρ και κατά. Εν ολίγοις στα παραπάνω θέματα κάνει μια αρκετά κατατοπιστική περιήγηση ο συγγραφέας Γιώργος Παναγιωτίδης στο βιβλίο του με τον τίτλο Γιώργος Σεφέρης – Βίος και Παρωδία.
Πριν ο συγγραφέας μπει στο ενδιαφέρον και ελκυστικό μέρος του βιβλίου του, που είναι ο Σεφέρης, κάνει μια εμβριθή έρευνα για την παρωδία, παρωδώντας ή παίζοντας παρηχητικά με τους επιμέρους τίτλους της Εισαγωγής ή αλλιώς του «Εισάγοντας την παρωδία». Έξι είναι τα κεφάλαια και επιστημονικώ τω τρόπω δοσμένα και τεκμηριωμένα και γι’ αυτό απαιτούν όλη την προσοχή μας. Στα κεφάλαια αυτά, κατ’ ανάγκην, συχνά ανακυκλώνονται απόψεις που έχουν ήδη εκτεθεί στα προηγούμενα κεφάλαια. Ακολουθεί το «Εισάγοντας τον Σεφέρη», το οποίο, επίσης, επιμερίζεται σε τέσσερα κεφάλαια και εκείνα με τη σειρά τους τεμαχίζονται σε πολλά άλλα.
Συνοψίζοντας το «Εισάγοντας την παρωδία» αποθησαυρίζουμε τα ακόλουθα:
Η παρωδία είναι απομίμηση σοβαρού έργου, θεάματος ή γεγονότος, όπου το έργο, το θέαμα ή το γεγονός προβάλλεται μιμητικά με διαθλασμένο τρόπο, με σκοπό τη γελοιοποίησή του. Μερικοί θεωρούν την παρωδία παρασιτική και υποστηρίζουν πως υπάρχει μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν τα έργα που παρωδεί (και ο νους μας αυτομάτως πάει στην παρωδία του «Τελευταίου σταθμού» στο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄ με τον τίτλο «Το απομεσήμερο ενός φαύλου» το οποίο, ως τίτλος, ανακαλεί «Το απομεσήμερο ενός φαύνου» του Μαλλαρμέ που μελοποιήθηκε από τον Ντεμπισύ και πάρα πολύ αγαπούσε ο Σεφέρης).
Ο συγγραφέας κάνει τις επισημάνσεις του και διευκρινίζει τις διαφορές της παρωδίας από το pastiche και το burlesque, ερευνά την γκάμα της, η οποία εκτείνεται από το σεβασμό μέχρι τη γελοιοποίηση (και σκέφτομαι πάλι ότι γελοιοποίηση είναι η «Ωδή εις μιξοκαλβείους στροφάς» που συνέθεσε ο Σεφέρης, ενώ δεν είναι η σάτιρα «Εις Ανδρέαν Κάλβον» του Κώστα Καρυωτάκη).
Στη συνέχεια διευκρινίζει ότι pastiche λέγεται όταν «η μίμηση είναι αυτοσκοπός», όταν όμως διακωμωδεί τότε είναι παρωδία. Όταν η παρωδία υπερτονίζει στοιχεία του κειμένου τότε λειτουργεί ως κριτική, ενώ το pastiche, συνθεμένο από περικοπές ενός έργου, είναι δευτέρου επιπέδου κριτική και μίμηση ύφους. Το burlesque πάλι «είναι εύθυμα χυδαίο». Ο Genette ορίζει την παρωδία ως κειμενική μεταμόρφωση με κωμική λειτουργία. Παραθέτει και τη γνώμη του Μπαχτίν, τους διαφωνούντες, τα υπέρ και τα κατά. Ο Νάσος Βαγενάς, όμως, διαφωνώντας με όλες αυτές θεωρίες, λέει ότι δημιουργούν σύγχυση διότι αναμασούν τις ασαφείς απόψεις του Μπαχτίν (να προσθέσουμε εδώ ότι πάλι ο Βαγενάς, παλαιότερα, είχε μιλήσει για τον Ρολάν Μπαρτ, που είχε γίνει το ψωμοτύρι των πάντων που σπεύσαμε, οι πάντες, να τον διαβάσουμε για να μη θεωρηθούμε «επαρχιώτες»). Ο Παναγιωτίδης αποθησαυρίζει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και επιχειρηματολογεί ανατρέχοντας στα κατάλληλα έργα. Ο Οδυσσέας του Τζόις, για παράδειγμα, είναι μοντερνιστική παρωδία της Οδύσσειας και κύριο χαρακτηριστικό του μεταμοντερνισμού. Και, μετά από εκτενή διαδρομή, καταλήγει στο ότι «σήμερα φαίνεται πως δεν υπάρχει πλέον αντίρρηση για της αισθητική αξία της παρωδίας», η σύνθεση της οποίας «απαιτεί υψηλές λογοτεχνικές ικανότητες», ευαισθησία, λογοτεχνική «κριτική ικανότητα», καθώς επίσης και γνώση των μυστικών της δημιουργίας του παρωδούμενου έργου, ώστε να μπορεί ο παρωδός να διεισδύσει και να το μεταμορφώσει.
Για να υπάρχει παρωδία, λοιπόν (το ξαναλέμε), απαιτείται ένα παλαιότερο έργο το οποίο γίνεται στόχος ή μέσο ή και τα δύο μαζί για το «παρωδιακό έργο». Ο παρωδός πρέπει να είναι δεξιοτέχνης κριτικός και δημιουργός μαζί (και αυτό το ξαναλέμε γιατί πολλές φορές το ξαναδιαβάσαμε). Η ειρωνεία έχει και αυτή τη ρόλο της στην παρωδία. Η ιστορία της είναι μακρά, αρχίζει από την αρχαιότητα και φτάνει στον μεταμοντερνισμό των ημερών μας. Ο Βαγενάς, αφού επισημάνει την έλλειψη μιας Ανθολογίας της νεοελληνικής παρωδίας, κάνει λόγο για γλωσσικές παρωδίες, όπως είναι οι παρωδήσεις της καθαρεύουσας του Μποστ, της «μαλλιαρο-δημοτικής», των ρομαντικών και υπερρεαλιστικών έργων, όπου και πάλι το σημείο παρώδησης είναι η καθαρεύουσα και διακρίνει τέσσερις κύκλους. Ακολουθεί μακρά αναφορά σε συγγραφείς και ελληνικές παρωδίες από τον 18ο αιώνα και έπειτα, μεταξύ των οποίων είναι ο Καισάριος Δαπόντε, Ο Κανών περιεκτικός πολλών εξαιρέτων πραγμάτων, (1778), Κώστας Καρυωτάκης, Εις Ανδρέαν Κάλβον (1927), Κώστας Βάρναλης, Η αληθινή Απολογία του Σωκράτη (1931), Οδυσσέας Ελύτης, Το Δοξαστικόν (1959), Ηλίας Λάγιος, Έρημη Γη (1984). Ακολουθούν οι: Τίμος Μαλάνος, Γιάννης Δάλλας, Μίμης Σουλιώτης, Διονύσης Σέρρας και Νίκος Τριανταφυλλόπουλος. Ενδιαφέρουσα είναι η περιήγηση στο είδος κατά την ελληνική αρχαιότητα: Αριστοτέλης, Ηγεμών της Θάσου, Ιππώναξ, ο ψευδο-ομηρικός Μαργίτης, Αριστοφάνης, Πλάτων, Λουκιανός. Από την ρωμαϊκή αρχαιότητα ξεχωρίζουν ο Λουκίλιος, ο Πέρσιος, ο Πακούβιος, ο Πετρώνιος. Αργότερα εμφανίζονται πολλοί μεταξύ των οποίων ο Θερβάντες και ο Έρασμος, ο Ραμπελαί, ο Τσώσερ και πολλοί άλλοι.
Στη σελίδα 41 υπάρχει δύο φορές η προτομή του Αριστοφάνους, εικόνα 1 και εικόνα 2 με τη λεζάντα: «Αριστοφάνης και Σεφέρης μνημειώδεις (η προτομή του Γεωργίου Σεφέρη, έργο του Θόδωρου Παπαγιάννη, Πεζόδρομος Ζαλοκώστα, Αθήνα)». Στον Πεζόδρομο, ναι, υπάρχει η προτομή στη σελίδα 41, όχι.
Και μπαίνουμε επιτέλους στον Σεφέρη που «από παιδί ακόμη έζησε μεταξύ γλωσσών και πολιτισμών», όπως μας ενημερώνει ο συγγραφέας (πράγμα που ο ποιητής έχει πει με τον αυτοβιογραφικό του στίχο, ως Τεύκρος, στο ποίημα «Ελένη»: «έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα: καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών»). Ακολουθεί το βιογραφικό σημείωμα του ποιητή, ο οποίος δεν γεννήθηκε το 1907 αλλά το 1900. Εκτίθενται τα σχετικά με τις εκδόσεις των ποιητικών συλλογών και τις αντιδράσεις της κριτικής, επαναφέροντας στο προσκήνιο τα γνωστά από ποικίλες γραμματολογίες και απόψεις μελετητών για το τι και πώς του κάθε ποιήματος και της κάθε συλλογής. Όσον αφορά την ελληνόγλωσση βιβλιογραφία, γενικώς, παρατηρώ ότι είναι δραματικά ελλιπής και για τα Τρία Κρυφά Ποιήματα, ειδικώς, έχει κυκλοφορήσει βιβλίο από το 1988 από τις εκδόσεις Επικαιρότητα.
Και φτάνουμε στον πυρήνα της δουλειάς που είναι η παρωδία. Ο Παναγιωτίδης γράφει: «Παράλληλα όμως με τον γνωστό μας Σεφέρη, υπάρχει και ο άλλος, που οι περισσότεροι αγνοούν, ο παιγνιώδης Σεφέρης που έγραψε limericks, σάτιρες, παρωδίες». Βεβαίως αυτοί που «αγνοούν» είναι εκείνοι που δεν ενδιαφέρονται για την ποίηση και επομένως δεν ενδιαφέρονται και για τον Σεφέρη. Γιατί οι άλλοι δεν τον αγνοούν και γνωρίζουν τα παραπάνω, τα οποία συχνά έχουν περάσει, οι φιλόλογοι δηλαδή, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και όχι μόνο. Και μάλιστα έχουν γραφτεί και δημοσιευτεί σχετικά κείμενα, όπου «ο παιγνιώδης Σεφέρης» συνομιλεί με άλλους ποιητές, όπως ο Γιώργης Παυλόπουλος π.χ. στο ποίημα «Ολυμπία, Κ΄ αι. μ.Χ.», στον τόμο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄ που έχει πλέον ενσωματωθεί στο υπόλοιπο σεφερικό ποιητικό έργο, στην πρόσφατη έκδοσή του από τον Ίκαρο με επιμέλεια του Δημήτρη Δασκαλόπουλου. Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον τόμο εντοπίζονται πολλές παρωδίες που έγραψε ο Σεφέρης όχι μόνο των δικών του αλλά και των ξένων έργων. Σημειώνουμε πως την παράθεση του παρωδιακού κειμένου συνοδεύουν διευκρινιστικά σχόλια του Παναγιωτίδη, διότι ο Σεφέρης παραμένει σκοτεινός και όταν παρωδεί. Βεβαίως, οι μη αγνοούντες έχουμε ξαναδεί πολλά από τα ποιήματα αυτά στις Μέρες, όπου και ο στίχος «Τα κόκκινα μήλα τα πράσινα μήλα μ’ αρέσουν πολύ», από το ποίημα «Τι είπε η γκαμήλα», το οποίο συμπεριλαμβάνει ο συγγραφέας στη μελέτη του και το οποίο απήγγειλε ο ποιητής κάτω από την πιεστική παράκληση κυριών σε ένα σαλόνι. Ο ποιητής είπε το στίχο και οι κυρίες, χωρίς, βεβαίως να έχουν ιδέα τι εννοεί ο ποιητής με τα «μήλα» γέλασαν κατευχαριστημένες. Κάπου κάπου υπάρχει και μια λίγο διαφορετική εκδοχή του στίχου ή ένας ακόμα στίχος, όπως στο ποίημα «Το άλλοθι ή Ελεύθεροι Έλληνες, 43», όπου έχει απαλειφθεί ο στίχος «στα νερά του απόπατου», υπάρχει όμως στις Μέρες Δ΄, σελ. 299.
Η μελέτη ολοκληρώνεται με έργα που παρωδούν τα ποιήματα του Σεφέρη. Το βιβλίο έχει το ενδιαφέρον του, κάθε βιβλίο, ό,τι κι αν λέει, παρά τις αβλεψίες του, έχει το ενδιαφέρον του και, όπως και να ‘χει, συμβάλλει με τον τρόπο του στη βιβλιογραφία.