[Νεκρή φύση]
Να έρθεις βράδυ
μεσάνυχτα στον τοίχο
φαναράκια κρατώντας
πάνω στην εξαντλημένη ακουαρέλα
να βρει ο ύπνος χρώματα
να ζωγραφίσει
Εσένα
ό,τι πιο ζωντανό στη νεκρή μου φύση.
Εγώ
που ντύθηκα
το δέρμα σου νύχτα,
κάθε που θα συναντώ το φως σου
θα το Τιμώ
π α ρ ά φ ο ρ α.
[Γιορτή αιώνιων εκρήξεων]
Κι όπως κοιμάσαι
απατώντας με κύματα
σου μιλώ σαν να σε ξέρω
επειδή μοιάζεις στην ψυχή μου
– θαρρώ –
κατάφωρα εμπλεκόμενη
σε αιχμηρές περιπλανήσεις.
Βάλε απόστροφο το θόλο σου
αντίστροφα,
να προστατέψω την εύθραυστη όψη μου
την ακούραστη αναμονή της λάβας σου
να περισώσω
έστω και σε απανθράκωση
ως άλλη Πομπηία.
[Από το βιβλίο Οι τέσσερις εποχές του [Α], Λογότεχνον, Θεσσαλονίκη 2013.]